Οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο όσον αφορά την τόνωση των πολιτικών τους για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους - μία ανησυχητική ένδειξη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς η κρίση επιδεινώνεται.

Σύμφωνα με σχετική έκθεση του Bloomberg, τα μέλη των G-20 σημείωσαν, κατά μέσο όρο, μόλις 49% – μια ελάχιστη αύξηση 1 ποσοστιαίας μονάδας συγκριτικά με το 2023.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βρετανία, και οι ΗΠΑ διατηρήθηκαν στις πρώτες θέσεις. Ωστόσο, αυτά τα κράτη δεν κατάφεραν να βελτιώσουν την απόδοσή τους από πέρυσι, καταγράφοντας μάλιστα μια μέση πτώση μίας ποσοστιαίας μονάδας. Ως ανεπτυγμένες οικονομίες που ευθύνονται για το 18% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να δίνουν το καλό παράδειγμα, ιδίως για να ενθαρρύνουν τις αναδυόμενες οικονομίες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Οι χώρες με τα υψηλότερα σκορ έχασαν βαθμούς εξαιτίας καθυστερήσεων πολιτικής, απότομες αλλαγές, και αποδυναμωμένους κανονισμούς. Η ΕΕ και η Βρετανία διατήρησαν τις πέντε πρώτες θέσεις χάρη στην παροχή κινήτρων για λύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα και των ολοένα και πιο αυστηρών κανονισμών για την αποτροπή χρήσης τεχνολογιών υψηλής έντασης εκπομπών.

Στο διάγραμμα: Οι βαθμολογίες των κρατών που ανήκουν στους G-20. Πηγή: Bloomberg.

 

Ωστόσο, αυτοί οι ηγέτες, καθώς και οι ΗΠΑ, είδαν τη συνολική βαθμολογία τους να μειώνεται. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακύρωσαν προγράμματα χαμηλών εκπομπών άνθρακα, όπως οι επιδοτήσεις αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων από τη Γερμανία, επιβράδυναν τη δράση στο πεδίο, όπως η κατασκευή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ή αντιμετώπισαν άλλες προκλήσεις, όπως η αντίσταση εκ μέρους πολιτικών και η βιομηχανικών συμφερόντων και η γραφειοκρατία.

Επίσης, έχασαν πόντους λόγω της αυξανόμενης αβεβαιότητας μεταξύ των πολιτών, της βιομηχανίας και των επενδυτών. Αυτό οφειλόταν στην ανεπαρκή ή καθυστερημένη πληροφόρηση σχετικά με τις νέες πολιτικές, στο τέλος των προγραμμάτων νωρίτερα από το αναμενόμενο, και στην αποδυνάμωση των κανονισμών ή των προθεσμιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών παραμένει. Γενικά, οι ανεπτυγμένες οικονομίες προσφέρουν περισσότερη και καλύτερη υποστήριξη χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές. Τα μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης σημείωσαν σκορ 57% κατά μέσο όρο, έναντι 37% για τις οικονομίες εκτός ΟΟΣΑ.

Για να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5 C, θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις ανεπτυγμένες οικονομίες να πρωτοστατήσουν εφαρμόζοντας όλο και πιο φιλόδοξους κανονισμούς και ρυθμίσεις για την προώθηση τεχνολογιών και πρακτικών χαμηλής έντασης εκπομπών. Αλλά θα είναι εξίσου σημαντικό  αν οι μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες σημειώσουν πρόοδο, κάτι που οι ανεπτυγμένες χώρες μπορούν να βοηθήσουν υποστηρίζοντας τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε εκείνα τα κράτη. Αντιπροσωπεύοντας το 43% των παγκόσμιων εκπομπών, οι BRICS– δηλαδή η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Νότια Αφρική– έχουν μέση βαθμολογία 42%.

Όλες οι αγορές της G-20 χρειάζονται περισσότερη στήριξη σε τομείς που είναι «δύσκολοι στη μείωση εκπομπών», συνήθως επειδή οι καθαρότερες επιλογές είναι περιορισμένες ή πολύ δαπανηρές, ειδικά η βιομηχανία, τις κατασκευές, και τη γεωργία. Σε αυτούς τους τομείς, οι βαθμολογίες ήταν κατά μέσο όρο 57% για την υποστήριξη καθαρής ενέργειας και 51% για τις οδικές μεταφορές – όπου οι οικονομικές λύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα είναι πιο εύκολα διαθέσιμες – σε σύγκριση με 41% για τους άλλους τομείς που αξιολογήθηκαν. Αυτές οι δύσκολες περιοχές χρειάζονται ένα συνδυασμό κινήτρων και κανονισμών, ειδικά για να αυξηθεί η ζήτηση και να διασφαλιστεί η κατασκευή οποιασδήποτε απαιτούμενης υποδομής.

Οι πολιτικές ηγεσίες μπορούν να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Με τη συνολική πρόοδο να έχει σταματήσει, οι κυβερνήσεις των G-20 συνολικά πρέπει να υιοθετήσουν άμεσα περισσότερες και καλύτερες πολιτικές στήριξης των χαμηλών εκπομπών άνθρακα, αν η ανθρωπότητα θέλει να φτάσει το net zero μέχρι το 2050 και να επιτύχει τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού.