Η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη σημείωσε κατακόρυφη πτώση και έπεσε σε χαμηλό 10ετίας κατά το περασμένο έτος, καθώς η κατανάλωση μειώθηκε σε ποσοστό 20% μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αναφέρει το Ινστιτούτο Ενεργειακών Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Αναλύσεων (IEEFA) σε νέα έκθεσή του. Οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στην εντυπωσιακή αύξηση των νέων έργων ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας και στα μέτρα για την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης, που οδήγησαν την κατανάλωση του ορυκτού καυσίμου στο χαμηλότερο επίπεδό της από το 2013

την ώρα που οι προβλέψεις θέλουν τη μέγιστη ζήτηση υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Γηραιά ήπειρο να κορυφώνεται το 2025.  

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και το άλμα στις τιμές των ορυκτών καυσίμων κυριάρχησαν στο δημόσιο διάλογο στην Ευρώπη. Ωστόσο, η σοβαρή μείωση των τιμών του αερίου και η αποκλιμάκωση των τιμών του πετρελαίου από τα τριψήφια νούμερα που βρέθηκαν προ διετίας, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά αποθήκευσης αερίου στην Ευρώπη, άμβλυναν τις ανησυχίες. Η αισιοδοξία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τον ήπιο χειμώνα και τις εναλλακτικές οδούς προμήθειας ενεργειακών πρώτων υλών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο φετινός χειμώνας αποδεικνύεται ο δεύτερος θερμότερος της τελευταίας δεκαετίας, με τις ευρωπαϊκές τιμές αναφοράς του φυσικού αερίου να μειώνονται κατά -37% από τον Νοέμβριο και να επιτρέπουν στις χώρες της ηπείρου ενισχύουν την αποθηκευτική ικανότητά τους.

Στην έκθεση της IEEFA, οι μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν στην πτώση της ευρωπαϊκής ζήτησης φυσικού αερίου που είχε ήδη μειωθεί εντυπωσιακά το 2022 και το 2023, λόγω της ενεργειακής κρίσης, του άλματος των τιμών του φυσικού αερίου και της ασθενέστερης βιομηχανικής ζήτησης, που οφειλόταν στην καθήλωση των δεικτών ανάπτυξης της οικονομίας. Η κατανάλωση των νοικοκυριών μειώθηκε επίσης λόγω των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπάθησαν να ενισχύσουν το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή και να εγκαταλείψουν το ρωσικό φυσικό αέριο, όταν και όπου αυτό ήταν δυνατό.

Μόνο στην ΕΕ, εξαιρουμένου του Ηνωμένου Βασιλείου, η εξάρτηση των χωρών-μελών από το ρωσικό φυσικό αέριο υποχώρησε από 45% το 2021, στο 15% το 2023, όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την περασμένη εβδομάδα.

Για να αντισταθμίσει τη σημαντικά χαμηλότερη προμήθεια ρωσικής ενέργειας, η Ευρώπη έσπευσε να κατασκευάσει πολλούς τερματικούς σταθμούς εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Σύμφωνα με την ανάλυση του IEEFA, με την αιχμή της ζήτησης υγροποιημένου φυσικού αερίου να αναμένεται το 2025, η συνδυασμένη χωρητικότητα των τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου της Ευρώπης θα μπορούσε να είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ζήτηση υγροποιημένου φυσικού αερίου έως το τέλος της δεκαετίας.

Η Γερμανία, για παράδειγμα, μπορεί να καταλήξει να χρησιμοποιεί λιγότερη δυναμικότητα εισαγωγής  LNG  από εκείνη που προγραμμάτιζε για αυτή την δεκαετία, αν και η εικόνα δεν έχει ξεκαθαρίσει εντελώς.

Η INES, η ένωση γερμανικών διαχειριστών αποθήκευσης φυσικού αερίου, ανέφερε στην επικαιροποιημένη έκθεεσή της για την αγορά, τον περασμένο Αύγουστο, ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να κινδυνεύει από ελλείψεις φυσικού αερίου έως και τη χειμερινή περίοδο 2026-2027, εκτός και εάν φροντίσει να λάβει μέτρα για την προσθήκη τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου, πρόσθετης αποθηκευτικής ικανότητας φυσικού αερίου ή αγωγών.

Ο προβληματισμός έχει βάση αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι η παραγωγή φυσικού αερίου στην ΕΕ μειώθηκε κατά -18% που αποτελεί νέο χαμηλό ρεκόρ, το 2023, κυρίως λόγω της διακοπής λειτουργίας  του πεδίου στο Groningen της Ολλανδίας.

Ακόμη, στην ετήσια έκθεση του 2024 της Shell για το LNG, εκτιμάται ότι θα κλιμακωθεί η παγκόσμια ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο τα επόμενα χρόνια, με την αύξηση να υπολογίζεται σε ποσοστό άνω του 50% έως το 2040, καθώς Κίνα και οι χώρες της νότιας και νοτιοανατολικής Ασίας αξιοποιούν το καύσιμο για να στηρίξουν την οικονομική τους ανάπτυξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το παγκόσμιο εμπόριο LNG αυξήθηκε κατά 1,8%, στους 404 εκατ. τόνους κατά το 2023.

Πίσω στην Ευρώπη, καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ μπορεί να μετατοπιστεί ακόμη περισσότερο από τη δογματική προσέγγιση προς την πράσινη μετάβαση, προς μια πολιτική που θα διαπνέεται από μεγαλύτερο ρεαλισμό και θα εστιάζει στην ενεργειακή ασφάλεια και τις προσιτές τιμές.