Οι δύο εισφορές αποσκοπούσαν στον περιορισμό της κατανάλωσης φυσικού αερίου και είχε κριθεί σκόπιμη η θέσπιση τους λόγω της ενεργειακής κρίσης που τότε ήταν σε εξέλιξη. Επιπλέον με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση συγκέντρωνε έσοδα για την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ).
Με την τελική μορφή που έλαβε η ειδική εισφορά του 5%, η επιβάρυνση είναι περίπου στα 1,75 ευρώ ανά MWh φυσικού αερίου (με το σενάριο της τιμής του TTF στα 35 ευρώ/MWh) αλλά στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η επιβάρυνση διπλασιάζεται περίπου στα 3,5 ευρώ ανά MWh καθώς η απόδοση της θερμικής μεγαβατώρας αυξάνεται κατά 50%.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, η ειδική εισφορά έχει αντίκτυπο και στη λιανική αγορά καθώς αυξάνει τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος. Με την κατάργηση, επιτυγχάνεται η μειώσει των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά και ενισχύεται το πλαίσιο για τη δημιουργία πιο ανταγωνιστικών προσφορών. Επίσης, όπως αναφέρεται, θα επηρεαστούν θετικά και οι χρεώσεις των προμηθευτών προς όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, αφού δεν θα χρειάζεται να μετακυλύουν τη συγκεκριμένη εισφορά, άμεσα ή έμμεσα, σε αυτούς, βελτιώνοντας έτσι τις τελικές τιμές.
.