Η σειρά περιστατικών στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου οι Χούθι της Υεμένης, τις τελευταίες εβδομάδες, έχουν εξαπολύσει μία καλά οργανωμένη εκστρατεία με στόχο τη διατάραξη της παγκόσμιας ναυτιλίας μέσω συντονισμένων τρομοκρατικών επιθέσεων σε πλοία στα ανοικτά των ακτών τους, έρχεται να υπενθυμίσει την ευπάθεια του παγκόσμιου εμπορίου ενέργειας στον σημερινό διασυνδεδεμένο κόσμο

Το νέο κύμα τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε στην περιοχή είναι φυσικά άμεσο αποτέλεσμα της σύγκρουσης στη Γάζα, μετά τη δολοφονική επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου και τον πόλεμο του Ιράν εναντίον του Ισραήλ μέσω πληρεξουσίων τρομοκρατικών οργανισμών όπως οι Χούτι στην Υεμένη και η Χεζμπολάχ στο Λίβανο.

Μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν σταματήσει ή περιορίσει τις αποστολές φορτίων μέσω της Ερυθράς Θάλασσας επικαλούμενες «επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας» λόγω της κλιμάκωσης των επιθέσεων των ανταρτών της Υεμένης σε πλοία που διέρχονται από ένα πέρασμα που επηρεάζει περίπου το 10% του παγκόσμιου εμπορίου. Οι ροές πετρελαίου μέσω της Ερυθράς Θάλασσας αντιπροσωπεύουν περίπου το 8% έως 10% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου, περί τα 10 εκατ. βαρ./ημέρα που προέρχεται κυρίως από τη Ρωσία προς την Ινδία και από τον Περσικό Κόλπο προς την Ευρώπη, ενώ οι ροές LNG αντιπροσώπευαν περίπου το 8% του παγκόσμιου εμπορίου κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με την US Information Administration.

Αν και ο αντίκτυπος στις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από τις εχθροπραξίες των Χούτις δεν ήταν τεράστιος - με το πετρέλαιο Brent να έχει κερδίσει 6 δολάρια το βαρέλι από την αρχή της εβδομάδας και τώρα διαπραγματεύεται κοντά στα 79,50 ευρώ το βαρέλι και τις τιμές του φυσικού αερίου TTF να έχουν υποχωρήσει στα 34,3 € / MWh - οι αγορές ενέργειας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό υποτονικές, ενώ υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία μεταξύ των εμπόρων ενέργειας (energy transfers). Οι ναυτα-ασφαλιστές στην ασφαλιστική αγορά του Λονδίνου σε δηλώσεις τους προς το Reuters, θεωρούν ότι η περιοχή στην Ερυθρά Θάλασσα χαρακτηρίζεται πλέον ως υψηλού κινδύνου. Αυτό όμως αργά ή γρήγορα θα αυξήσει το κόστος ασφάλισης των σκαφών στις πληγείσες περιοχές.

Καθώς φθάνουμε στο τέλος της χρονιάς και η Ευρώπη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παράλληλους πολέμους, έναν στην Ουκρανία και τον άλλον στον άξονα Ισραήλ-Γάζας, το ζήτημα για βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας κερδίζει έδαφος. Όπως έχουμε ήδη δει, η πιθανότητα η σύγκρουση της Γάζας να εξαπλωθεί στην ευρύτερη περιοχή αποτελεί πλέον μια μεγάλη πιθανότητα που επηρεάζει τις παγκόσμιες ενεργειακές ροές. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην Ευρώπη, τους τελευταίους 12 μήνες, όσον αφορά τον απογαλακτισμό της από το ρωσικό φυσικό αέριο, υπάρχουν πολλοί άλλοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν, όπως δείχνει σαφώς ο τελευταίος συναγερμό στην Ερυθρά Θάλασσα.

Η αυξημένη προμήθεια και η έγκαιρη αποθήκευσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη, όπως είδαμε φέτος τον χειμώνα, αν και απολύτως απαραίτητες σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) συμβάλλουν στη μείωση των επιπτώσεων από το έλλειμμα ενεργειακού εφοδιασμού, που αντιμετωπίζει η παλαιά ήπειρος– που εισάγει σχεδόν το 60% της ενέργειας που καταναλώνει- σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν αποτελεσματική πολιτική ενεργειακής ασφάλειας. Με την ενεργειακή ασφάλεια να μπορεί να ενισχυθεί μόνο μέσω ενός καλά ισορροπημένου ενεργειακού μείγματος, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, και μέσω της βεβαιότητας που προσφέρει μόνο η εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων, άνθρακα και η πυρηνική ενέργεια.

Όπως οδυνηρά διαπιστώσαμε τα τελευταία δύο χρόνια, οι ΑΠΕ δεν είναι ακόμη έτοιμες να παράσχουν μια αξιόπιστη και οικονομικά ανταγωνιστική ενεργειακή λύση και, ως εκ τούτου, οι χώρες θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αξιοποίηση των δικών τους αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Δεδομένου ότι οι υδρογονάνθρακες, και ιδιαίτερα το φυσικό αέριο, θα είναι μαζί μας για κάποιο χρονικό διάστημα και του άνθρακα εκτός πλαισίου λόγω μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είναι συνετό οι χώρες να επεξεργαστούν κατάλληλες πολιτικές και να τις εντάξουν στο ενεργειακό τους μείγμα με όλες εκείνες τις προβλέψεις για μείωση των εκπομπών (λ.χ. μεθάνιο, συστήματα CCUS, κ.α.)