Η ανακοίνωση την περασμένη εβδομάδα από την πρόεδρο της Κομισιόν κ.Ούρσουλα Βον Ντερ Λάιεν, στο πλαίσιο της ετήσιας ομιλίας της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ξεκινήσει έρευνα για παράνομες επιδοτήσεις από το Κινεζικό κράτος στις πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων made in China, ήτο ενδεικτική του πανικού που διακατέχει πλέον το ευρωιερατείο

που βλέπει έντρομο το πράσινο αφήγημα του να καταρρέει προσκρούοντας στα γεωπολιτικά βράχια του παγκόσμιου εμπορίου. Μπορεί η απόφαση για την εν λόγω έρευνα  να ακούγεται ωραία σε πολιτικό επίπεδο σε μια προσπάθεια να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των Ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών και των κατασκευαστών ηλεκτρικών συσσωρευτών και γενικότερα των καταναλωτών, πλην όμως θεωρείται ως μια κίνηση απελπισίας καθότι ενέχει πολλαπλούς κινδύνους σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο.

Όπως παρατηρούν παράγοντες της ευρωπαϊκής  βιομηχανίας με έδρα τις Βρυξέλλες, η απόφαση της Γερμανίδας προέδρου μόνο ως επικίνδυνη ακροβατική άσκηση σε τεντωμένο σύρμα μπορεί να χαρακτηριστεί με δεδομένα τα σημαντικά οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα που έχουν Ευρωπαίοι κατασκευαστές αυτοκινήτων και άλλες χιλιάδες επιχειρήσεις στην Κίνα. Με τις εταιρείες Audi και Volkswagen  να πρωτοστατούν έχοντας εδώ και χρόνια εδραιώσει  πολύ επιτυχείς συμπαραγωγές με Κινεζικές αυτό βιομηχανίες, έχοντας παράξει περισσότερα από 35 εκατομμύρια αυτοκίνητα μέχρι στιγμής που προωθούνται τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και για εξαγωγές. Εάν η ανακοινωθείσα έρευνα της ΕΕ  οδηγήσει στην επιβολή υψηλότερων δασμών για τις εισαγωγές Κινεζικών  ηλεκτρικών αυτοκινήτων τότε αναπόφευκτα οδηγούμεθα σε ένα εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, με απρόβλεπτες συνέπειες, ακολουθώντας τα χνάρια των ΗΠΑ. Με την διαφορά ότι η Αμερική διαθέτει μια εκτενή βιομηχανική βάση και πρώτες άφθονες  ύλες που μπορούν να στηρίξουν την ανάπτυξη της βιομηχανίας ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Όπως δήλωσε η Φον Ντερ Λάιεν η εν λόγω έρευνα είναι στα σκαριά εδώ και μήνες, μετά από ισχυρές πιέσεις κρατών μελών όπως η Γαλλία που ανησυχούν για τις επιπτώσεις από τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές κινεζικών ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ενώ η ίδια ενημέρωσε προσωπικά τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κιανγκ για τις προθέσεις της Κομισιόν κατά την συνάντηση τους στο περιθώριο της συνάντησης των G20 στο Νέο Δελχί στις 9/10 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ε. Επιτροπής οι ευρωπαϊκές εταιρείες, στον χώρο της τεχνολογίας και αυτοκινητοβιομηχανίας, ευρίσκονται πολύ συχνά σε μειονεκτική εμπορική θέση σε σύγκριση με Κινεζικές εταιρείες καθώς αυτές υποστηρίζονται συστηματικά με κάθε είδους κρατική επιδότηση προκειμένου να ανταγωνιστούν στο διεθνές περιβάλλον. Αυτό συνέβη πριν από περίπου μια δεκαετία με τις εξαγωγές φωτοβολταϊκών πάνελ Made in China τα οποία λόγω του χαμηλού τους κόστους κατέκλεισαν την Ευρωπαϊκή αγορά με αποτέλεσμα να κλείσουν οι περισσότερες από τις ευρωπαϊκές εταιρείες παραγωγής φωτοβολταϊκών, συμπεριλαμβανομένων και των Ελληνικών.

Να υπενθυμίσουμε ότι και τότε (2012) η Κομισιόν είχε προχωρήσει σε έρευνα για τις παράνομες Κινεζικές επιδοτήσεις αλλά αναγκάστηκε μέσα σε σύντομο διάστημα να την εγκαταλείψει άτακτα προκειμένου να προωθήσει σε  μεγάλη κλίμακα εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών σε όλη την Ευρώπη, αναδεικνύοντας στην πράξη την Κίνα σε βασικό προμηθευτή της ΕΕ. Δηλαδή, αντί να στηριχθεί η ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλιακής ενέργειας με κάθε νόμιμο τρόπο  να αναπτυχθεί και  α μπορέσει να ανταγωνιστεί στο διεθνές περιβάλλον - εκπληρώνοντας ένα από τους βασικούς στόχους του ευρωπαϊκού πρασίνου αφηγήματος περί ανάδειξης ευρωπαϊκής ενεργειακά προηγμένης τεχνολογίας- προτιμήθηκε ο εύκολος δρόμους των μαζικών Κινεζικών εισαγωγών.

Όπως παρατηρούν με πικρία  ιστορικά στελέχη της Ευρωπαϊκής ηλιακής βιομηχανίας, « κάποια στελέχη της Κομισιόν στις Βρυξέλλες θα πρέπει να οδηγηθούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να λογοδοτήσουν για την βιομηχανική οπισθοδρόμηση που επέφεραν οι πρόχειρες αποφάσεις τους». Να σημειώσουμε ότι ενώ αρχικά επιβλήθηκαν δασμοί 10% στα Κινεζικά εισαγόμενα φωτοβολταϊκά πάνελ, αυτοί εγκαταλείφθηκαν σε λιγότερο από 12 μήνες προκειμένου να « επισπευστεί η «Πράσινη Μετάβαση » Και ερωτούμε εμείς. Εάν καθυστερούσε 5 χρόνια προκειμένου να γίνουν ανταγωνιστικά τα ευρωπαϊκά φωτοβολταϊκά τι θα γινόταν; Δυστυχώς αυτά είναι τα τραγικά αποτελέσματα πολιτικών που σχεδιάζονται στο πόδι με αποτέλεσμα να έχουν κυριολεκτικά κατασπαταληθεί δισεκατομμύρια  κοινοτικών  επιδοτήσεων που δόθηκαν για την ανάπτυξη της  ευρωπαϊκής βιομηχανίας φωτοβολταϊκών την περίοδο 1990- 2012. 

Προκειμένου να αποφύγει μια παρόμοια κατάσταση η Κομισιόν κινητοποιείται τώρα έχοντας την υποστήριξη της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, πλην όμως αυτή  ήδη υστερεί σε σύγκριση με την Κίνα και τις ΗΠΑ αν και το ένα στα πέντε αυτοκίνητα που πωλούνται σήμερα στην Ευρώπη είναι ηλεκτρικό. Με τον διεθνή οργανισμό ενέργειας ( ΙΕΑ) να προβλέπει ότι μέχρι το 2030 το 35% των αυτοκινήτων που θα πωλούνται σε παγκόσμια βάση  θα είναι ηλεκτρικά, σε σύγκριση με το 25% που είναι η εκτίμηση για το 2023. Όμως η Κίνα ευρίσκεται ήδη πολύ μπροστά τεχνολογικά από την ανίκανη να διατυπώσει και ακολουθήσει κοινές αναπτυξιακές πολιτικές Ευρωπαϊκή Ένωση. Με το να έχει ένα σαφές προβάδισμα, λόγω τεχνολογίας αλλά και από πλευράς πρώτων υλών (βλέπε λίθιο όπου η Κίνα έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα του κόσμου ενώ ελέγχει τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής)  

Τέλος, με την Κίνα να παράγει ήδη δέκα φορές περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα απ’ ότι η Γερμανία  και έχοντας άμεση πρόσβαση σε πρώτες ύλες, με η χωρίς επιδοτήσεις, η βιομηχανία της λόγω κυρίως των οικονομιών κλίμακας παράγει και πωλεί ηλεκτρικά οχήματα 20% με 25% λιγότερο από ότι Ευρώπη. Σύμφωνα με παράγοντες της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων, « η Ευρώπη αυτή την στιγμή δίνει μάχες οπισθοφυλακής καθότι δεν είναι έτοιμη ακόμα να κινητοποιήσει  το σύνολο των δυνάμεων της με στόχο την πλήρη ανάπτυξη του κλάδου, συμπεριλαμβανομένου και της ανάπτυξης των απαραίτητων εκτενών δικτύων φόρτισης»  

Οι τελευταίες κινήσεις της Κομισιόν να προστατεύσει κατά κάποιο τρόπο τον ευρωπαϊκό κλάδο ηλεκτροκίνησης μέσω της διερεύνησης επιβολής πλαφόν στις εισαγωγές μπαταριών και ηλεκτρικών αυτοκινήτων, είναι πλέον πιθανό να οδηγήσει αρκετά σύντομα σε μια οξεία διπλωματική και εμπορική αντιπαράθεση με την Κίνα. Κάτι που δεν συμφέρει καθόλου  την Ευρώπη αφού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εξαγωγές προϊόντων της στην Κίνα. Με την κυβέρνηση της τελευταίας να ομιλεί ήδη για επιστροφή στο παρελθόν και να κατηγορεί τις Βρυξέλλες για την ανάδυση ενός νέο αποικιακού προστατευτισμού.