Για 10ο διαδοχικό μήνα υποχωρεί ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ και βρέθηκε κάτω από το 5% τον Απρίλιο.  Εν τούτοις, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 4,9% σε ετήσια βάση, τον ίδιο μήνα, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους της βενζίνης και των ενοικίων. Παρά το γεγονός ότι  ο πληθωρισμός  πραγματοποίησε “βουτιά” από το υψηλό 40 ετών του 9,1% που βρέθηκε τον Ιούνιο του 2022, οι τιμές εξακολουθούν να αυξάνονται με ρυθμό υπερδιπλάσιο του ποσοστού για 2% που έχει θέσει ως στόχο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της χώρας, κάτι που υποδηλώνει πως θα πρέπει να αναμένεται, ενδεχομένως, ένας νέος γύρος παρεμβάσεων της Fed 

στη νομισματική πολιτική της, είτε προς την κατεύθυνση της αύξησης του βασικού επιτοκίου δανεισμού, είτε της μείωσής του και δη, σύντομα.

Όπως επισημαίνει κορυφαίος αναλυτής της αγοράς εμπορευμάτων στο Reuters, «υπάρχει κάτι στην έκθεση για τον δείκτη τιμών καταναλωτή που εξυπηρετεί είτε το αφήγημα των “γερακιών”, είτε εκείνο των “περιστεριών” της Fed. Και τούτο επειδή τυχόν περαιτέρω εκτίναξη των βασικών τιμών θα αποτρέψει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα από το προβεί σε βραχυπρόθεσμες μειώσεις των επιτοκίων, και το αντίθετο θα την οδηγήσει στο να τις “παγώσει” τουλάχιστον για το υπόλοιπο του έτους που διανύουμε».

Η μεταβλητότητα στο τοπίο της νομισματικής πολιτικής επηρεάζει τις τιμές του πετρελαίου που δέχθηκαν ισχυρές πιέσεις μετά την αύξηση των επιτοκίων από την Fed, με τις αγορές να ανησυχούν για την επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένου του αυξανόμενου κινδύνου γενικευμένης ύφεσης που πλήττουν καίρια τη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, τουλάχιστον, περισσότερο από ότι άλλα συμβάντα, όπως η πανδημία. Και τούτο επειδή οι μεγάλες υφέσεις τείνουν να επιφέρουν εκτεταμένες απώλειες θέσεων εργασίας, κάτι που οδηγεί σε απώλεια εισοδήματος, μείωση αγοραστικής δύναμης και εν τέλει, σε μείωση της ποσότητας των καυσίμων που καταναλώνονται.

Υπ’ αυτή την έννοια, ο βιομηχανικός τομέας, συμπεριλαμβανομένων του κλάδου της μεταποίησης και των εμπορευματικών μεταφορών, διανύει, επί του παρόντος, μια παρατεταμένη ύφεση που πληροί τα κριτήρια της ύφεσης. Οι μηνιαίες έρευνες για τις επιχειρήσεις έχουν επανειλημμένα δείξει ότι η μεταποιητική δραστηριότητα βρίσκεται σε πτώση από τον Νοέμβριο του 2022, με την ύφεση να επιβεβαιώνεται από τα μειωμένα επίπεδα διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, της κατανάλωσης ντίζελ και των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις.

Τουλάχιστον, ο σαφώς μεγαλύτερος τομέας των υπηρεσιών καταγράφει οριακή ανάπτυξη, κάτι που αρκεί για να διατηρεί  την συνολική οικονομία εκτός των ορίων της ύφεσης.

Εν τω μεταξύ, η κατάρρευση της Silicon Valley Bank, τον περασμένο Μάρτιο, προκάλεσε μαζική φυγή κεφαλαίων από το πετρέλαιο προς τα πολύτιμα μέταλλα, καθώς κυριάρχησε ο πανικός για μια επικείμενη ραγδαία τραπεζική και χρηματοπιστωτική κρίση.

Σύμφωνα με τους αναλυτές εμπορευμάτων της Standard Chartered, η κατάρρευση της SVB οδήγησε σε κύμα ανοικτών πωλήσεων (short selling) στις αγορές πετρελαίου, με τον όγκο των κερδοσκοπικών κεφαλαίων να ξεπερνά κατά έξι φορές εκείνον που καταγράφηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και της Bear Stearns, το 2008. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τοποθετήσεις κεφαλαίων στα τέσσερα βασικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του Brent, του διεθνούς benchmark και της αμερικανικής ποικιλίας, WTI, ήταν λιγότερες κατά 228,9 εκατ. βαρέλια σε διάστημα μόλις δύο εβδομάδων.

(Διακύμανση τιμών Brent, τελευταίων έξη μηνών. Πηγή: FT.com)

(Διακύμανση τιμών Brent τελευταίων τριών ετών. Πηγή: FT.com)

Όπως ήταν επόμενο, οι τιμές του αργού κατέρρευσαν σε νέα χαμηλά πολλών ετών, προτού διορθώσουν ανοδικά μετά την απόφαση ορισμένων μελών του OPEC+, στις 2 Απριλίου, να προβούν σε πρόσθετες, εθελοντικές περικοπές της παραγωγής τους.

Μετά το σύντομο ανοδικό “διάλειμμα”,  οι κερδοσκόποι επιστρέφουν δυναμικά. Σύμφωνα με την StanChart, οι θέσεις των διαχειριστών στοιχείων ενεργητικού στα τέσσερα βασικά futures του Brent και του WTI έγιναν μικρότερες κατά 184,6 εκατ. βαρέλια, τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ήτοι, ρυθμός που ξεπερνά μόνο η αύξηση των κερδοσκοπικών shorts μετά την κατάρρευση της SVB και κατά την έναρξη της πανδημίας Covid-19.

Όπως και να είναι τα πράγματα, οι αναλυτές επιμένουν ότι είναι σχεδόν αδύνατο να αιτιολογηθεί σωστά η αυξανόμενη “bearish” διάθεση στις αγορές πετρελαίου. Ύστερα από ένα σύντομο ράλι, στην αρχή της εβδομάδας, οι τιμές έχουν αντιστρέψει εκ νέου την πορεία τους, παρά το γεγονός ότι τα θεμελιώδη δεδομένα της αγοράς δεν το δικαιολογούν.

Οι τιμές των futures του Brent για παραδόσεις Ιουνίου έκεισαν χθες, Τετάρτη, στα 76,67 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ οι αντίστοιχες του WTI, στα 72,83 δολάρια ανά βαρέλι.

Παρά τα δεδομένα προβλήματα, οι αγορές ενέργειας παραμένουν εξαιρετικά ανθεκτικές με τα αποθέματα πετρελαίου να μειώνονται και τη ζήτηση στην κομβική κινεζική αγορά να αυξάνεται μετά την άρση των περιορισμών στην κυκλοφορία.

Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου παραμένει σε τροχιά αύξησης κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως για το τρέχον έτος, καθώς αναμένεται να διαμορφωθεί σε 101,9 εκατ. bpd. Τα αποθέματα μειώνονται σταδιακά και αναμένεται να εξαντληθούν περαιτέρω καθώς ο ΟPEC+ εφαρμόζει νέες περικοπές παραγωγής. Είναι ενδεικτικό ότι τα αποθέματα αργού έπεσαν κάτω από τον μέσο όρο πενταετίας, για πρώτη φορά το τρέχον έτος.

Η StanChart προέβλεψε ότι οι περικοπές του διεθνούς καρτέλ θα εξαλείψουν τελικά το πλεόνασμα που είχε δημιουργηθεί στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου το τελευταίο δίμηνο και κυρίως στα τέλη του 2022, όταν και μεταφέρθηκε στο α’ τρίμηνο του 2023. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα υφιστάμενα αποθέματα πετρελαίου ανέρχονται σε 200 εκατομμύρια βαρέλια υψηλότερα από ό,τι στην αρχή του 2022 και κατά 268 εκατομμύρια βαρέλια υψηλότερα από το ελάχιστο όριο που είχαν φθάσει τον Ιούνιο του περασμένου έτους.

Όπως εκτιμάται, τα πλεονάσματα θα έχουν εξαλειφθεί έως τον προσεχή Νοέμβριο, εφόσον οι περικοπές στην παραγωγή διατηρηθούν έως το τέλος του 2023.

Την ίδια ώρα, οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται ευρέως να αυξηθούν κατά το β’ εξάμηνο του έτους, καθώς η Ευρώπη θα προβεί σε επιπλέον προμήθειες εν’όψει της επόμενης χειμερινής περιόδου 2023/2024. Η Ευρώπη απέτυχε να εξασφαλίσει επαρκή μακροπρόθεσμα συμβόλαια υγροποιημένου φυσικού αερίου για να αντισταθμίσει τον εφοδιασμό της από τους αγωγούς μέσω Ρωσίας, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί επώδυνα δαπανηρό και να οδηγήσει σε περαιτέρω “σφικτές” συνθήκες στην αγορά.

Τούτο σημαίνει ότι η Ευρώπη ενδέχεται να αναγκαστεί να αγοράσει περισσότερο αέριο από τις spot αγορές, όπως έκανε το 2022, γεγονός που με τη σειρά του είναι πιθανό να ωθήσει τις τιμές προς τα πάνω.

Πάντως χθες, Τετάρτη, η τιμή του φυσικού αερίου για παραδόσεις Ιουνίου, στην ολλανδική πλατφόρμα TTF υποχωρούσε κάτω από το φράγμα των 35 ευρώ/MWh, (34,993 ευρώ/MWh) με ποσοστιαίες απώλειες 2,66% .