Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από την ιστορική «Σύνοδο της Θεσσαλονίκης», που είχε δημιουργήσει μεγάλες και τελικά ανεκπλήρωτες προσδοκίες για την ένταξη των βαλκανικών χωρών στην Ε.Ε. Ηταν επίσης μια εποχή που η Ελλάδα είχε δεσπόζουσα θέση οικονομικά και πολιτικά στην περιοχή και το γεγονός ότι η σύνοδος είχε γίνει στη Θεσσαλονίκη είχε συμβολική αλλά και πρακτική σημασία. Δυστυχώς οι εξελίξεις 

δεν δικαίωσαν τις τότε προσδοκίες. Η Ε.Ε. ολιγώρησε στο θέμα της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων ενώ η Ελλάδα, που θα μπορούσε να έχει ηγετικό ρόλο, από το 2010 και μετά, υπό το βάρος της κρίσης, οδηγήθηκε σε μια βίαιη αποεπένδυση από τα Βαλκάνια που συνοδεύτηκε από απώλεια κύρους και επιρροής. Επιπλέον τα «ιστορικά» προβλήματα του παρελθόντος, που υπέβοσκαν, ξαναήρθαν στην επιφάνεια και το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε έσπευσαν να το καλύψουν «τρίτες» χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία αλλά και η Κίνα.

Η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική. Η Ε.Ε. (και η Δύση γενικότερα), υπό την πίεση που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχει εστιάσει ξανά το ενδιαφέρον της στην περιοχή, ενώ και η χώρα μας επανέκτησε σε μεγάλο βαθμό τη θέση της. Πράγματι, έπειτα από πολλά χρόνια μπορούμε να πούμε πως σήμερα η Αθήνα έχει πλέον καλές σχέσεις με όλες τις βαλκανικές χώρες, γεγονός που της επιτρέπει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι των χωρών της περιοχής. Είναι ενδεικτικό ότι συνολικά ο υπουργός Εξωτερικών έχει πραγματοποιήσει 31 διμερείς συναντήσεις με ανώτατους αξιωματούχους των Δυτικών Βαλκανίων (προέδρους, πρωθυπουργούς και ομολόγους του).

Με τις παραδοσιακά φίλες χώρες όπως το Μαυροβούνιο και η Σερβία οι σχέσεις παραμένουν εξαιρετικές παρά την προσπάθεια πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης της Τουρκίας. Επιπλέον, η εντατικοποίηση επαφών της Αθήνας με την Πρίστινα, όχι μόνο δεν επηρέασε αρνητικά τη σχέση με τη Σερβία αλλά αντίθετα κατέστησε την Ελλάδα αξιόπιστο συνομιλητή των δύο πλευρών, οι οποίες επιθυμούν τον ενεργό ρόλο της χώρας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγες ημέρες πριν από τη Συνάντηση του Σαββάτου στην Αχρίδα μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, με τη συμμετοχή εκπροσώπων Ε.Ε. και ΗΠΑ, ο Ελληνας ΥΠΕΞ συναντήθηκε στην Πρίστινα με την πολιτική ηγεσία του Κοσόβου, ενώ με την επιστροφή του είχε επαφή με τον διαμεσολαβητή της Ε.Ε. Μίροσλαβ Λάιτσεκ, προκειμένου να τον ενημερώσει για τα διαμειφθέντα.

Με τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη η Ελλάδα προσφέρει επίσης καλόπιστες υπηρεσίες στην ίδια κατεύθυνση, να αποσοβηθεί δηλαδή μία νέα μεγάλη κρίση, συνομιλώντας επίσης με όλες τις πλευρές και την Ε.Ε. Στην προσπάθεια αυτή σημαντικό ρόλο παίζει και η σύσφιγξη των σχέσεων με την Κροατία, τα τελευταία χρόνια. Με τη Βόρεια Μακεδονία, παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς βλέπουν το φως τη δημοσιότητας για την πιστή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Ελλάδα έχει μία ομαλή φιλική εταιρική σχέση εντός των πλαισίων του ΝΑΤΟ, έχοντας μάλιστα αναλάβει την επιτήρηση του εναέριου χώρου της γειτονικής χώρας, ενώ στηρίζει παράλληλα την ενταξιακή της προοπτική στην Ε.Ε. Οι σχέσεις με τα Σκόπια έχουν πολλαπλασιαστεί και στο οικονομικό πεδίο, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός της στήριξης της Βόρειας Μακεδονίας προς τη χώρα μας, την εποχή που η Τουρκία είχε εξαπολύσει την υβριδική επίθεση στον Εβρο.

Με την Αλβανία επίσης, υπάρχει σημαντική μεταστροφή του κλίματος. Η επικείμενη επίσκεψη Ράμα, για να εγκαινιάσει μάλιστα μια δική του έκθεση ζωγραφικής, έρχεται να πιστοποιήσει τη σημαντική βελτίωση των διμερών σχέσεων. Σημαντικό ήταν από άποψη συμβολισμού και το γεγονός ότι η Αλβανία κήρυξε εθνικό πένθος για τα θύματα των Τεμπών. Αλλά και από άποψη ουσίας, υπάρχει κατ’ αρχήν συμφωνία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για το θέμα οριοθέτησης της ΑΟΖ, που είναι ένα σημαντικό βήμα για τις σχέσεις των δύο κρατών. Φυσικά τα προβλήματα (όπως κατά καιρούς με την ελληνική εθνική μειονότητα) δεν εξαφανίσθηκαν ως διά μαγείας. Μπορούν όμως να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα σε σχέση με το παρελθόν, σε ένα περιβάλλον κοινής βούλησης για βελτίωση των σχέσεων, από την οποία έχουν να κερδίσουν και οι δύο πλευρές.

Στα ανατολικά Βαλκάνια οι σχέσεις μας είναι καλύτερες και από αυτές της προ κρίσης εποχής. Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει αναδείξει τη σημασία της Αλεξανδρούπολης για την ασφάλεια της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, ενώ εξίσου σημαντική είναι και η ενεργειακή διασύνδεση για την ενεργειακή ασφάλεια της Βουλγαρίας. Ακόμα, η εξαγορά της Enel Romania από τη ΔΕΗ είναι ενδεικτική της επενδυτικής/οικονομικής επανόδου της χώρας μας.

Υπάρχει τέλος, σε αυτή τη γεωπολιτική συγκυρία, μια θετική αλληλεπίδραση μεταξύ της σύσφιγξης των στρατηγικών σχέσεών μας με τις ΗΠΑ και της αναβάθμισης του ρόλου μας στα Βαλκάνια. Το ένα βοηθάει και ανατροφοδοτεί το άλλο.

Με τη δημοσιότητα στραμμένη στην Τουρκία και την τουρκική επιθετικότητα, έχει περάσει απαρατήρητη αυτή η ουσιαστική επανάκαμψη και ο αναβαθμισμένος ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια, που αποτελούν τη φυσική της ενδοχώρα. Δεν απαιτείται παρά μια μικρή γνώση της Ιστορίας και της Γεωγραφίας για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία της σταθερότητας και της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης των Βαλκανίων, για την ασφάλεια αλλά και την οικονομία της χώρας μας. Μια Ελλάδα που διατηρεί καλές σχέσεις με όλα τα μέρη, με μια ανεπτυγμένη οικονομία και ισχυρές Ε.Δ., μπορεί με αυτοπεποίθηση να αρθεί πάνω από τους μικροκαβγάδες, τις εθνοτικές έριδες και τους αναχρονιστικούς αλυτρωτισμούς, που ιστορικά ταλανίζουν την περιοχή, για να επιτελέσει τον σταθεροποιητικό και ηγετικό της ρόλο στη ΝΑ Ευρώπη.

* Ο κ. Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι αντιναύαρχος Π.Ν. (ε.α.), πρώην σύμβουλος Εθν. Ασφαλείας, ειδικός σύμβουλος ΕΛΙΑΜΕΠ.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")