Πολύ δε περισσότερο να μας εκφράσει την πολιτική και προσωπική άποψή της για τα όσα έγιναν στο χώρο, αλλά και για εκείνα που ενδεχομένως δεν πρόλαβαν να γίνουν έως σήμερα.
Η κα Σδούκου, πραγματοποιεί μια αναδρομή σε όλο το φάσμα της ενεργειακής πολιτικής που ακολουθήθηκε αυτά τα τέσσερα χρόνια. Από την «απροθυμία» των επενδυτών να «ρίξουν» χρήμα στις ΑΠΕ και στα ελλειματικά ενεργειακά δίκτυα και υποδομές της χώρας, μέχρι τα προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία του Covid-19 και το πώς αντιμετωπίστηκαν. Μας μίλησε επίσης, για τα ζητήματα ασφαλείας που προέκυψαν λόγω εκείνης της κρίσης και για τον πόλεμο στην Ουκρανία που ανέτρεψε την πορεία επιστροφής στην «κανονικότητα». Αναφέρεται στις πολιτικές άμβλυνσης των συνεπειών της μεγάλης ενεργειακής κρίσης, ενώ μιλά και για τα θέματα πολιτικής για τα οποία αισθάνεται υπερήφανη ως στέλεχος του ΥΠΕΝ.
Ακόμη, υποστηρίζει ότι παρά τα σοβαρά προβλήματα, δεν υπήρξαν καθυστερήσεις στην εκτέλεση των στρατηγικών ενεργειακών projects στη χώρα και ισχυρίζεται πως για τα έργα που έχουν μείνει πίσω, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν «οι καθυστερήσεις οφείλονται σε μια στείρα γραφειοκρατία ή μια δυσλειτουργία των θεσμικών οργάνων ή και σε κάποιες περιπτώσεις προθέσεις εταιρείων.»
Μιλά επίσης για την αναγκαιότητα των επενδύσεων καθώς για τη βελτίωση του ρυθμιστικού και νομοθετικού πλαισίου που θα επιταχύνουν την πορεία προς την πράσινη μετάβαση. Αναφέρεται τέλος στην ανάγκη η Ελλάδα να μην είναι «έρμαιο» της πολιτικής βούλησης των Βρυξελλών, αλλά, ταυτόχρονα και να μην επιλέξει μια πολιτική εσωστρέφειας και περιχαράκωσης «που δεν μπορεί να δώσει λύσεις στη σύνθετη γεωπολιτική πραγματικότητα που βιώνουμε.»
Ας δούμε όμως μαζί, τί μας απάντησε στις έξι ερωτήσεις που τις θέσαμε:
Η κοινοβουλευτική θητεία αυτής της κυβέρνησης και της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ πλησιάζει στο τέλος της. Σχεδόν τέσσερα χρόνια αφότου αναλάβατε θέση ευθύνης στο Υπουργείο, ως Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, ποια είναι τα συναισθήματά σας; Τί άλλαξε στην Αλεξάνδρα Σδούκου από το καλοκαίρι του 2019;
Κοιτώντας πίσω, αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν πιστεύω τα πιο πυκνά και καθοριστικά της ζωής μου. Με την ανάληψη των καθηκόντων της Γενικής Γραμματέως Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, τον Ιούλιο του 2019, βρέθηκα αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις που ήθελα -μάλλον που όφειλα είναι πιο σωστό- να αντιμετωπίσω: το «βρώμικο» ενεργειακό μείγμα, η απροθυμία επενδυτών να ρίξουν κεφάλαια στις ΑΠΕ, τα κακοσχεδιασμένα και υπολειτουργούντα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, τα διαχρονικά τελούντα σε καθεστώς υποεπένδυσης ενεργειακά δίκτυα, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τις τεχνολογικές εξελίξεις στον ενεργειακό κλάδο είναι μόνο μερικές από τις προκλήσεις.
Αυτές οι προκλήσεις αντιμετωπίστηκαν από την Κυβέρνηση, το Υπουργείο και την Γενική Γραμματεία, με πολλή δουλειά και με σκέψη «έξω από το κουτί»: τέθηκε ορατό τέλος στη χρήση λιγνίτη, ανακτήθηκε η επενδυτική εμπιστοσύνη στον κλάδο των ΑΠΕ, σχεδιάστηκαν και υλοποιούνται μια σειρά από προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας για κατοικίες, επιχειρήσεις, τον δημόσιο τομέα. Στηρίχθηκαν και κινητροδοτήθηκαν οι Διαχειριστές να επενδύσουν στα δίκτυα, υιοθετήθηκαν ρυθμίσεις και στηρίχθηκαν επενδύσεις σε καινοτόμες ενεργειακές τεχνολογίες (ηλεκτροκίνηση, υπεράκτια αιολικά, αποθήκευση, δέσμευση διοξειδίου άνθρακα) και πολλά άλλα.
Δεν πρέπει να παραβλέπει δε κανείς, ότι όλα αυτά έγιναν σε καθεστώς κάθε άλλο παρά «κανονικότητας». Η πανδημία αρχικά έφερε μια σειρά προβλημάτων που ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει: Πώς διασφαλίζεις, για παράδειγμα, ότι ένα εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής θα κάνει τη νόμιμη συντήρησή του και θα το έχεις στο Σύστημα όταν ο νόμος περιορίζει τη δυνατότητα μετακίνησης των ευρωπαίων πιστοποιημένων συντηρητών του; Πώς μεριμνάς ότι οι 24ωρες βάρδιες στις κρίσιμες ενεργειακές εγκαταστάσεις θα τηρούνται αδιάλειπτα, χωρίς όμως κίνδυνο για την υγεία των εργαζομένων; Μια ατελείωτη σειρά από τέτοια ερωτήματα ήταν η καθημερινότητά μας, όσο τα έκτακτα μέτρα διατηρούνταν σε ισχύ, ερωτήματα που απαντήσαμε με αποφασιστικότητα και σκληρή δουλειά.
Αλλά και η συνέχεια δεν ήταν καλύτερη: ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε νέο σετ προβλημάτων για να διαχειριστούμε: αφενός την εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας εφοδιασμού της Χώρας, αφετέρου την απορρόφηση του τεράστιου κόστους των ενεργειακών προϊόντων, συνεπεία του πολέμου. Κι εκεί όμως εφαρμόσαμε μια σειρά από διεθνείς πρωτοβουλίες και λάβαμε γενναία και δίκαια εθνικά μέτρα ώστε να αποσοβηθεί το μεγαλύτερο μέρος της ζημιάς.
Πρωτίστως, απλώσαμε μια ομπρέλα προστασίας της ελληνικής κοινωνίας και επιχειρηματικότητας από το άλμα στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Για να είναι ακριβής, νομίζω πως η κεντρική πολιτική απόφαση να επιδοτήσουμε και να συνεχίζουμε να επιδοτούμε τους λογαριασμούς του ρεύματος και του φυσικού αερίου, σχεδόν από την ημέρα «μηδέν», όταν δηλαδή ξέσπασε η αρχική κρίση τιμών, έκανε και κάνει τη μεγάλη διαφορά. Και αυτό θεωρώ πως αναλογίζεται σήμερα και ο κάθε Έλληνας πολίτης που είδε αυτή τη “μεγάλη διαφορά”, να αποτυπώνεται στον οικογενειακό προϋπολογισμό του.
Κοιτώντας λοιπόν πίσω, τα τέσσερα αυτά χρόνια, αυτό βλέπω: προκλήσεις και κρίσεις, αλλά και τη δική μας θέληση και αποφασιστικότητα να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων για την Ελλάδα, για το ενεργειακό σύστημα, για τον Έλληνα πολίτη.
Ποια θεωρείτε την κορυφαία στιγμή της θητείας σας και σε ποια πολιτική θα φροντίζατε να δώσετε προτεραιότητα στο μέλλον, με δεδομένο την γνώση, την εμπειρία και τα βιώματά σας στο Υπουργείο, αλλά και με γνώμονα τις ανάγκες της ελληνικές κοινωνίας;
Το να μου ζητάτε να επιλέξω την «κορυφαία» στιγμή μιας τόσο πυκνής αλλά και δημιουργικής περιόδου είναι σαν να μου ζητάτε να διαλέξω ποιο από τα τρία παιδιά μου αγαπώ περισσότερο! Η αλήθεια είναι ότι είναι πολλά αυτά για τα οποία είμαι περήφανη, θα ήθελα να μείνω όμως σε κάποια που έχουν, αν το θέλετε, περισσότερο την προσωπική μου σφραγίδα, την σφραγίδα της Αλεξάνδρας αντί της Γενικής Γραμματέως. Πρώτο θα έβαζα το project της ηλεκτροκίνησης, έναν τομέα που ξεκίνησα να δουλεύω ως Σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη όταν ακόμη εκείνος ήταν Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Δεύτερο, την απλοποίηση των δύο φάσεων της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό για την επενδυτική «έκρηξη» στον κλάδο αυτό τα τελευταία χρόνια. Τρίτο, το θεσμικό πλαίσιο για τα υπεράκτια αιολικά, που είμαι σίγουρη ότι θα φέρει μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα αλλά και θα συντελέσει καθοριστικά στο να πιάσουμε τους φιλόδοξους στόχους μας για το 2030.
Όσα πολλά κι αν κάναμε όμως, η αλήθεια είναι ότι μένουν ακόμα πολλά να γίνουν. Για το μέλλον, θα έθετα ως πρώτη προτεραιότητα τις ακόμα πιο μεγάλες και γενναίες παρεμβάσεις στον τρόπο που παράγουμε την ενέργεια (όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πολίτη και από καθαρές ενεργειακές πηγές) και που χρησιμοποιούμε την ενέργεια (με τρόπους ορθολογικούς, αποδοτικούς και «έξυπνους»). Συνεχίζοντας να δίνουμε τη μεγαλύτερη έμφαση σ’αυτό το δίπτυχο «καθαρής παραγωγής – αποδοτικής χρήσης» θα εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες της ενεργειακής μετάβασης και τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας ταυτόχρονα.
Σε ποιο βαθμό η ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης άλλαξε τη νοοτροπία των Ελλήνων πολιτών- καταναλωτών; Πόσο έχει ενστερνιστεί η –δύσπιστη- ελληνική κοινωνία το όραμα για την Ελλάδα του 2050;
Η μετάβαση σε μια οικονομία και μια κοινωνική δραστηριότητα μηδενικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, που ρητά αποτυπώνεται πια και στον Κλιματικό Νόμο του 2022, δεν είναι απλά ένα όραμα της παρούσας Κυβέρνησης. Είναι μια ανυπέρβλητη, υπαρξιακή για την ανθρωπότητα ανάγκη και, ταυτόχρονα, μια ύψιστη μορφή διαγενεακής αλληλεγγύης. Πρέπει σήμερα να εξασφαλίσουμε ότι ο πλανήτης μας θα παραμείνει βιώσιμος, ότι τα πολλά ευαίσθητα οικοσυστήματα θα προστατευτούν, ότι θα αναπτυχθούν στιβαρά μέτρα προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή και ότι, ταυτόχρονα, θα αναστρέψουμε την πορεία των τελευταίων δεκαετιών με γενναίες και φιλόδοξες πολιτικές.
Αυτά τα παραπάνω είναι σαφή και ξεκάθαρα σε μας που ασχολούμαστε με την ενέργεια και το περιβάλλον. Και είναι δική μας ευθύνη και υποχρέωση να πείσουμε την κοινωνία για την αναγκαιότητα της δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής. Με σύμμαχό μας την επιστήμη, με καθαρή φωνή και χωρίς επαμφοτερίζουσες στάσεις και απόψεις. Κυρίως, με ξεκάθαρη πολιτική στάση και σαφή προσανατολισμό, πρέπει όλοι να ανταποκριθούμε σ’αυτό το κάλεσμα και από κοινού και χωρίς περιθώρια παρερμηνειών, να περάσουμε ένα καθαρό και δυνατό μήνυμα στην κοινωνία.
Χαίρομαι ιδιαίτερα που παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια και ακριβώς λόγω της συνεπούς στάσης αυτής της Κυβέρνησης στο συγκεκριμένο θέμα, η κοινωνία πράγματι αλλάζει και αντιλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο την ανάγκη για πιο ξεκάθαρες και άμεσες δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής. Από την υιοθέτηση νέων τεχνολογικών λύσεων στην καθημερινότητα (ηλεκτροκίνηση) ως τη διάχυση του πνεύματος ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης στη χρήση ενεργειακών πόρων, από την αυξημένη περιβαλλοντική ευαισθησία ως το τεράστιο ενδιαφέρον για λύσεις ενεργειακής δημοκρατίας (αυτοπαραγωγή, ενεργειακές κοινότητες), ο Έλληνας πολίτης καταλαβαίνει ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι ένα θέμα που μας αφορά όλους.
Τί θα χρειαστεί να γίνει έως το 2030 ώστε οι εθνικές φιλοδοξίες να μετουσιωθούν σε εθνικά έργα; Αρκούν μόνο οι επενδύσεις, το ρυθμιστικό πλαίσιο και οι συνέργειες κράτους-ιδιωτικού τομέα, ή μήπως απαιτείται να «επανεκπαιδευτεί» η ελληνική κοινωνία στις νέες απαιτήσεις των καιρών;
Σίγουρα χρειάζονται επενδύσεις για να πραγματοποιηθεί η τεράστια αλλαγή που σχεδιάζεται, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για τη σχέση των κοινωνιών μας με τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον. Σίγουρα η νομοθεσία και το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι απαραίτητα για να προσελκύσεις τις απαιτούμενες επενδύσεις και να κατευθύνεις κεφάλαια στις επιθυμητές δράσεις με κανόνες «win – win». Και σίγουρα το Κράτος έχει πολύ σημαντικό ρόλο να παίξει κινητοποιώντας δημόσιους πόρους (με εθνικά κονδύλια αλλά και ευρωπαϊκά, όπως το νέο ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης) που με τη σειρά τους θα μοχλεύσουν πολλαπλάσιους ιδιωτικούς.
Έχω πει πολλές φορές όμως δημόσια ότι η ενεργειακή μετάβαση, για να πετύχει, πρέπει να αποκτήσει μαζικότητα. Ακριβώς επειδή ο κίνδυνος από τη «μη δράση» είναι συλλογικός, έτσι και τα μέτρα για να αποφευχθεί ο κίνδυνος πρέπει να μας αφορούν όλους. Εδώ το διακύβευμα είναι να κατανοήσει ο κάθε πολίτης την αναγκαιότητα για δράση κατά της κλιματικής αλλαγής και να εκπαιδευτεί στις ορθές πρακτικές αντιμετώπισης της, να αλλάξει δηλαδή τον τρόπο ζωής του, χωρίς όμως να μειώσει το βιοτικό του επίπεδο. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε σε επίπεδο πολίτη, ώστε το κέρδος αυτό να γίνει και κέρδος σε επίπεδο κοινωνίας, ηπείρου και πλανήτη.
Κατά πόσο οι χρονοβόρες καθυστερήσεις στην εκτέλεση στρατηγικών επενδύσεων στον τομέα των υποδομών, (π.χ., έξυπνοι μετρητές) αποτελούν τροχοπέδη για την εφαρμογή της κυβερνητικής εξαγγελίας για φθηνή και προσιτή ενέργεια για όλους;
Καταρχάς, επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι «καθυστερήσεις» σε έργα του ενεργειακού τομέα τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι η πολύ μικρή εξαίρεση μπροστά σε έναν τεράστιο κανόνα, που είναι η ταχύτατη υλοποίηση σχεδίων και επενδύσεων. Από τα νέα έργα ΑΠΕ που συνδέονται στο Σύστημα μέχρι την επέκταση των δικτύων και την υλοποίηση νέων αναγκαίων υποδομών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, σύνθετα και απαιτητικά έργα υλοποιούνται σήμερα σε χρόνους – ρεκόρ, και μάλιστα χωρίς να διακυβεύεται στο παραμικρό η πλήρης αρτιότητα και συμβατότητά τους με τα αυστηρότερα κανονιστικά ή περιβαλλοντικά standards που έχουν τεθεί πανευρωπαϊκά.
Ένα παράδειγμα οι επενδύσεις του ΔΕΔΔΗΕ που από 156 εκ. το 2019 ανέβηκαν στα 311 εκ. το 2022 και από 300MW ΑΠΕ που είχαν ενεργοποιηθεί την περίοδο 2014-2018, το 2022 θα κλείσει το 2022 με νέα 1.080 MW ΑΠΕ στο δίκτυό του και με ενεργοποίηση 4.800 έργων, δηλαδή μια αύξηση πάνω από 600% σε αριθμό και 346% σε MW σε σχέση με μια τετραετία!
Ερχόμενη τώρα στις μικρές, όπως είπα, εξαιρέσεις: πράγματι κάποια έργα, για διάφορους λόγους δεν προχωρούν τόσο γρήγορα όσο άλλα. Κι εδώ όμως πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι καθυστερήσεις οφείλονται σε μια στείρα γραφειοκρατία ή μια δυσλειτουργία των θεσμικών οργάνων ή και σε κάποιες περιπτώσεις προθέσεις εταιρείων. Στο παράδειγμα που φέρνετε, αυτό δεν ισχύει.
Πρόκεται για ένα έργο μεγάλης τεχνικής πολυπλοκότητας και τεράστιου οικονομικού ενδιαφέροντος, το οποίο ήταν μπλοκαρισμένο για 10 έτη (εξαιτίας του διψήφιου αριθμού ενστάσεων), οπότε έπρεπε να επανακινήσει, και επίσης έπρεπε να διασφαλιστεί ότι η λύση που τελικά θα δοθεί θα είναι η αρτιότερη τόσο τεχνικά όσο και οικονομικά. Η διαδικασία που ακολουθείται, βασισμένη πλήρως στην ευρωπαϊκή νομοθεσία δημοσίων συμβάσεων, εξασφαλίζει και τα δύο παραπάνω σημεία, της τεχνικής αρτιότητας και της οικονομικότητας, επιτρέποντας στο τέλος σε τρεις εταιρείες να παράσχουν υλικό. Η διαδικασία έτρεξε σε χρόνους ρεκόρ για δημόσιες προμήθειες ο διαγωνισμός παρόλες τις μεμονωμένες ενστάσεις, προχωράει, επιβεβαιώνοντας τις αποφάσεις τόσο του φορέα όσο των παραπάνω σημείων αρτιότητας που ανέφερα, και έχοντας κιολας επιτύχει τόσο να προσελκύσει τις καλύτερες εταιρείες παγκοσμίως, όσο και να διασφαλίσει ότι δεν απειλείται η διαδιακασία του διαγωνισμου, όπως συνέβη σστο παρελθόν. Είναι δε, για μένα, προτιμότερη και πιο ασφαλής μια σωστή λύση μερικούς μήνες αργότερα από μια βεβιασμένη λύση λίγο νωρίτερα, και με ρίσκο στο τέλος να μη τελεσφορήσει.
Η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, τη διάσταση σε επίπεδο χάραξης και εφαρμογής πολιτικής στην Ε.Ε. Η Ελλάδα διαχώρισε τις θέσεις της από εκείνες των Βρυξελλών σε ορισμένα κομβικά θέματα. Πιστεύετε πως θα πρέπει να ακολουθούμε άκριτα τις ευρωπαϊκές επιταγές, ή μήπως υπάρχει χώρος για μια πιο συνεκτική εσωτερική πολιτική που θα εξυπηρετεί καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα;
Όπως σε πολλά πράγματα, η λύση βρίσκεται στη μέση. Σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι «έρμαιο» της πολιτικής βούλησης των Βρυξελλών και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει κιόλας αφού οι θεσμικές δικλείδες ασφαλείας του ενωσιακού εγχειρήματος επιτρέπουν σε κάθε κυρίαρχο Κράτος – Μέλος να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του και να συνδιαμορφώσει την κοινή βούληση της Ένωσης. Από την άλλη, εξίσου –αν όχι περισσότερο- επικίνδυνο θα ήταν το να περιχαρακωθούμε σε μια εσωστρεφή λογική, που δεν μπορεί να δώσει λύσεις στη σύνθετη γεωπολιτική πραγματικότητα που βιώνουμε.
Ο ρόλος της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι, πιστεύω, ο ρόλος που η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε ότι είναι και εφικτός και επικερδής για τα εθνικά συμφέροντα τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν: μια Ελλάδα που κοιτάζει πέρα από τα σύνορά της, που συνάπτει διεθνείς συμμαχίες, που συνδιαμορφώνει τα διεθνή δρώμενα και που πρωτοπορεί προτείνοντας λύσεις που γίνονται δεκτές στη διεθνή σκηνή. Αποφεύγω να θυμίσω τα πολλά παραδείγματα από άλλους τομείς και εστιάζω σε συγκεκριμένα του χώρου της ενέργειας: οι προτάσεις μας για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (πλαφόν στην τιμή φυσικού αερίου, μηχανισμός φορολόγησης υπερεσόδωνενεργειακών εταιρειών, πρόταση μετασχηματισμού ενεργειακών αγορών, μεταξύ άλλων) ενέπνευσαν τους ευρωπαίους εταίρους μας και κατέστησαν κομβικά σημεία της πανευρωπαϊκής συζήτησης γύρω από την ενεργειακή θεματολογία. Παράλληλα, μια σειρά από ενεργειακές πρωτοβουλίες μας ενίσχυσαν τους δεσμούς φιλίας με τους γείτονές μας: από τις πρωτοβουλίες για διασυνδέσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο με Ισραήλ και Αίγυπτο ως το ρόλο μας στην ασφάλεια εφοδιασμού στα Βαλκάνια, η χώρα μας αναδεικνύεται σε περιφερειακό ηγέτη στην ενέργεια αλλά και τη γεωπολιτική.
Αυτή είναι η Ελλάδα που οραματίζομαι για τα επόμενα χρόνια και τις επόμενες δεκαετίες: με ισχυρή διεθνή φωνή, που προάγει τα εθνικά συμφέροντα μέσα από στενές συμμαχίες και στιβαρή επιχειρηματολογία.