Η παραγωγή ενέργειας και η διασφάλιση της επάρκειάς της  επηρεάζουν καθοριστικά την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών και μπορεί να θεωρηθούν ως η κρισιμότερη και σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα παγκοσμίως. Δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι και διαφορετικά στο βαθμό που δίχως 

ενεργειακή επάρκεια δεν είναι δυνατή η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών.

Η ορθή εκτίμηση των μελλοντικών τεχνολογικών και γεωπολιτικών εξελίξεων, η έγκαιρη δημιουργία υποδομών προς εκμετάλλευση τυχόν υπαρχόντων εγχώριων πηγών ενέργειας και η διασφάλιση των οδών μεταφοράς και τροφοδοσίας ενεργειακών πρώτων υλών συνιστούν καθοριστικής σημασίας εργαλεία ανεξαρτησίας και γεωπολιτικής ισχύος, με αποτέλεσμα, συχνά, η συμβολή τους στην πρόκληση και την εξέλιξη των μεγάλων σύγχρονων γεωπολιτικών συγκρούσεων -μη εξαιρουμένης και της σημερινής σύγκρουσης στην Ουκρανία- na υπήρξε καθοριστική.

Στις χώρες με ελεύθερη οικονομία ένας από τους συντελεστές που διαμορφώνουν την ενεργειακή τους πολιτική είναι η επιρροή των ισχυρών ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων τα οποία, και λόγω του περιορισμένου χρονικού τους ορίζοντά, δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται πάντοτε με τα ευρύτερα συμφέροντα των χωρών τους και να συμβάλλουν θετικά στη λήψη ορθών αποφάσεων. Όχι πάντα, αλλά συνήθως, έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν μηχανισμούς, παράγοντες της πολιτικής και της επιστήμης προκειμένου, οι αποφάσεις που αφορούν τις ενεργειακές πολιτικές να διαμορφώνονται, πρωτίστως, σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντά.

Κατά την τελευταία τριακονταετία όμως, οι προβληματισμοί περί του πρακτέου στον τομέα της ενέργειας έγιναν περισσότερο σύνθετοι, ιδιαίτερα από τη στιγμή που εδραιώθηκε και επιστημονικά η βεβαιότητα για τη συμβολή των εκπομπών του CO2 που προέρχονται από την καύση ορυκτών καυσίμων σε ανεπιθύμητες κλιματικές αλλαγές στον πλανήτη μας. Οι προγραμματισμοί για τη δραστική μείωσή τους, με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών (κυρίως στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών και των μεθόδων εξοικονόμησης και αποθήκευσης ενέργειας) στα πλαίσια μιας ανάπτυξης που ονομάστηκε “πράσινη”, διαμόρφωσαν ένα νέο, περισσότερο σύνθετο, ενεργειακό περιβάλλον το οποίο οδήγησε σε σημαντικές αναθεωρήσεις και στη διεύρυνση των δυσκολιών  κατά τη κατάρτιση ενεργειακών προγραμμάτων.

Στην Ελλάδα, παραδείγματα προνοητικών και ορθών αποφάσεων στον ενεργειακό τομέα, μπορούν να θωρηθούν, η έγκαιρη αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων λιγνίτη και η κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και, δευτερευόντως, αποφάσεις όπως η κατασκευή, του τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Ρεβυθούσα, τη δεκαετία του 1980, η καλωδιακή διασύνδεση των ηλεκτρικών συστημάτων Ελλάδας – Ιταλίας και η κατασκευή του Αγωγού Φυσικού Αερίου (TAP) την προηγούμενη δεκαετία.

Από τις διακηρυγμένες θέσεις που αναφέρονται στον ενεργειακό τομέα και τις πρόσφατες αποφάσεις, δεν προκύπτει κάποια συγκροτημένη ελληνική ενεργειακή πολιτική. Ενδεικτικά μόνο, μπορούν να γίνουν οι εξής αναφορές:  

- Οι μεγαλοϊδεατισμοί για μια Ελλάδα πρωτοπόρο στην “πράσινη” ανάπτυξη, για μια Ελλάδα με δυνατότητες εκμετάλλευσης τεράστιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, αποπροσανατολίζουν και δεν συνεισφέρουν στη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής ενεργειακές πολιτικής, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον μιας δεκαετίας.

Ιδιαίτερα η διακηρυγμένη βεβαιότητα για την ύπαρξης τεράστιων εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων είναι δυνατό να έχει αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα διότι, αφενός δεν αποδεικνύεται εάν δεν προηγηθούν οι απαιτούμενες ερευνητικές εργασίες, αφετέρου δε το σχετικά υποτονικό ενδιαφέρον που εκδηλώνουν μέχρι σήμερα οι πολυεθνικές εταιρείες κολοσσοί στον τομέα των υδρογονανθράκων, δεν συνηγορεί υπέρ αυτής της βεβαιότητας. Σο βαθμό δε που θεωρείται σήμερα ως ένα βασικό επίδικο στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ενισχύει περαιτέρω την ένταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωράν, η οποία τις οδηγεί σε τεράστιες δαπάνες για την προμήθεια πανάκριβών εξοπλισμών και ενισχύει τον κίνδυνο μιας εμπόλεμης σύρραξης.

- Η απόφαση του 2019 για γρήγορη απολιγνιτοποίηση, το κλείσιμο δηλαδή των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα, μπορεί να διέθετε το στοιχείο του εντυπωσιασμού (η Ελλάδα στην πρωτοπορία για την πράσινη ανάπτυξη), στην ουσία όμως, η συνεισφορά της στη μείωση των εκπομπών CO2 σε παγκόσμιο επίπεδο είναι μηδαμινή, έως και μηδενική, για το χρονικό διάστημα που η παραγωγή της θα αντικαθίσταται από εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται επίσης, σε σημαντικό βαθμό, από λιγνιτικές μονάδες άλλων χωρών, με υψηλότερο μάλιστα συντελεστή εκπομπών. Ταυτόχρονα, είχε ως συνέπεια την απαξίωση μιας εξαιρετικά μεγάλης για τα ελληνικά δεδομένα επένδυσης (περί το 1,5 δις €), αυτή της 5ης λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδας, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η κατασκευή της και τεθεί σε λειτουργία. Αλλά και η εξαγγελία δε για τη μετατροπή της σε μονάδα φυσικού αερίου πρέπει, επίσης, να θεωρηθεί λανθασμένη διότι θα συνοδευθεί από σημαντικό πρόσθετο οικονομικό κόστος, χωρίς να συνεισφέρει αισθητά στη μείωση των εκπομπών CO2. (Να σημειωθεί εδώ ότι και η απόφαση για την κατασκευή της μονάδας αυτής, το 2014, είχε θεωρηθεί από ορισμένους επίσης λανθασμένη διότι, λόγω των διεθνών τάσεων, για απεξάρτηση της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, που είχαν εκδηλωθεί ήδη έντονα, ο απαιτούμενος χρονικός ορίζοντας για την οικονομική της απόσβεση δεν ήταν διασφαλισμένος).

- Τέλος, αποφάσεις όπως η επιδότηση της αγοράς ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων δείχνουν, αν μη τι άλλο, την έλλειψη κάθε σοβαρού προγραμματισμού και την υποκατάσταση σοβαρών αποφάσεων από σπασμωδικές  και αναποτελεσματικές ενέργειες με τις οποίες το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η οικονομική ωφέλεια ιδιωτικών συμφερόντων, διότι η ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης, παρά το αναμενόμενο πρόβλημα για την ανακύκλωση των συσσωρευτών τους, μπορεί ασφαλώς να θεωρείται για το μέλλον επωφελής, όμως, για το χρονικό διάστημα που η φόρτιση των συσσωρευτών τους θα επιβάλλει τη λειτουργία συμβατικών μονάδων παραγωγής ενέργειας, η συνεισφορά τους στη μείωση των εκπομπών θερμοκηπίου θα είναι ουσιαστικά ασήμαντη και η Ελλάδα, που δεν προσβλέπει στην ανάπτυξη βιομηχανίας αυτοκινήτων, δεν είχε λόγους να υποστηρίζει οικονομικά την ανάπτυξη της τεχνολογίας αυτής.

- Θα μπορούσαν να γίνουν αναφορές και σε άλλες σπασμωδικές αποφάσεις ή σε αποφάσεις που επιβάλλεται να ληφθούν (ιδίως στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας), αυτό όμως που προέχει είναι να αναγνωρισθεί ως επειγόντως επιδιωκόμενο, η κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου ενεργειακού σχεδιασμού, ευρείας αποδοχής, με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα της χώρας.

*Ο κ. Αιμίλιος Μπούσιος είναι Ηλ/γος Μηχ/κός, Πρώην Γ. Δ/ντής Ανάπτυξης ΔΕΗ