Προπάτορας του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), στοιχεία του οποίου δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, είναι η «Έκθεσις επί της Ενεργειακής Στρατηγικής της Ελλάδος» που εκδόθηκε τον 

Ιούλιο του 1976 εις άπταιστον καθαρεύουσαν και επικαιροποιήθηκε στη δημοτική το Δεκέμβριο του 1977. Συντάκτης των Εκθέσεων ήταν το πρώτο Εθνικό Συμβούλιο Ενεργείας που δημιουργήθηκε  από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και είχε ως Πρόεδρο τον αείμνηστο καθηγητή του ΜΙΤ Ηλία Γυφτόπουλο.

Το κείμενο έθετε ως βασικό στόχο της ενεργειακής πολιτικής την  εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας για την πραγματοποίηση του αναπτυξιακού προγράμματος της χώρας παράλληλα με: 1) Μείωση του ρυθμού αυξήσεως της καταναλώσεως ενέργειας σε σχέση προς το ρυθμό αυξήσεως του εθνικού εισοδήματος και 2) Ελαχιστοποίηση του συνολικού κοινωνικού κόστους της ενέργειας.

Ο πρώτος από τους παραπάνω δύο παράλληλους στόχους εισήγαγε την ανάγκη για εξοικονόμηση ενέργειας και την επιδίωξη υψηλής ενεργειακής αποδοτικότητας, ενώ ο δεύτερος αναδείκνυε τη σημασία όχι μόνο του καθαρά οικονομικού αλλά και του κοινωνικού παράγοντα του κόστους. Σε μια εποχή δηλαδή που ο όρος «αέρια του θερμοκηπίου» δεν είχε  γίνει  διεθνές πρωτοσέλιδο,  που δεν είχε ακόμη γίνει αντιληπτό ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία ή ότι ο αμίαντος είναι καρκινογόνος ουσία, το ΕΣΕ αναγνώριζε την ανάγκη «προλήψεως της μολύνσεως και αλλοιώσεως του περιβάλλοντος εκ της παραγωγής και χρησιμοποιήσεως των διαφόρων μορφών ενέργειας»!

Βάση αναφοράς του νέου  όπως και προηγούμενων πιο σύγχρονων Ελληνικών ΕΣΕΚ, είναι τα κατά καιρούς προγράμματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα τελευταία φέρουν πάντα αγγλοπρεπείς και διαφημιστικά ελκυστικούς τίτλους, όπως, 20/20/20 Targets, Internal Energy Market Package, Roadmap 2050, Clean Energy for all Europeans Package, Green Deal, και Fit55. Όλα αυτά τα προγράμματα έδιναν μικρή ή και μηδενική βαρύτητα στον παράγοντα της ενεργειακής εξάρτησης από τρίτες χώρες. Το πόσο μεγάλη υπήρξε αυτή η παράλειψη έφερε στο φως η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που άλλαξε απότομα ενεργειακούς στόχους και ορίζοντες και έρχεται να διορθώσει το τελευταίο και πάντα αγγλοπρεπές Ευρωπαϊκό Σχέδιο REPowerEU.

Τα Ευρωπαϊκά προγράμματα και κατ’ ακολουθία τα αντίστοιχα Ελληνικά, χαρακτηρίζονται από τη σαφήνεια με την οποία προσδιορίζονται διαχρονικά οι περιβαλλοντολογικοί στόχοι. Είναι λεπτομερής, με Πίνακες και Διαγράμματα, η παράθεση των ρυθμών εξέλιξης των εκπομπών καυσαερίων, των ποσοστών συμμετοχής των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα καθώς και  οι απαιτούμενες για την επίτευξη των στόχων πάγιες επενδύσεις. Οι παράγοντες που κυριαρχούσαν στις εκθέσεις του παλιού ΕΣΕ, δηλαδή η εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας, η ενεργειακή αποδοτικότητα και το ενεργειακό κόστος, περιέχονται ασφαλώς ως επιθυμητοί στόχοι και στα σημερινά προγράμματα αλλά αναφέρονται με γενικότητα χωρίς συγκεκριμένους ποσοτικούς και διαχρονικούς στόχους. Βλέπουμε ποσοτικά εναλλακτικά σενάρια για τις ΑΠΕ και τις εκπομπές αλλά ο όρος «χαμηλό κόστος» αποτελεί απροσδιόριστη ευχή και επιθυμία.

Ενώ δηλαδή επιγραμματικά, η παλαιά ενεργειακή πολιτική στόχευε στο περισσότερα ανταγωνιστικό για την οικονομία ενεργειακό τοπίο με τη μικρότερη δυνατόν αρνητική επίδραση στο περιβάλλον, τα τωρινά σχέδια στοχεύουν στο περισσότερα φιλικό προς το περιβάλλον ενεργειακό τοπίο με τη μικρότερη δυνατόν αρνητική επίδραση στο ενεργειακό κόστος και την ανταγωνιστικότητα.

Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής είναι οπωσδήποτε σοβαρό και η αλλαγή προσέγγισης στον ενεργειακό σχεδιασμό είναι ευεξήγητη. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στους Πίνακες και τα Διαγράμματα του νέου ΕΣΕΚ που ήδη δόθηκαν στη δημοσιότητα, είναι προφανώς προϊόντα μελέτης προσώπων που γνωρίζουν το αντικείμενο και έχουν στη διάθεσή τους πολύ ισχυρά αναλυτικά εργαλεία. Δεν είναι λοιπόν το περιεχόμενο που επιδέχεται οποιασδήποτε κριτικής αλλά κάποια στοιχεία στα οποία απουσιάζει η παραμικρή αναφορά. Συγκεκριμένα:

Διαβάζουμε και ακούμε από τα πιο επίσημα χείλη, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ελληνική επικράτεια, κυρίως νοτίως της Κρήτης, ότι τα αποτελέσματα των πρόσφατων ερευνών τις οποίες διεξάγουν διεθνείς κολοσσοί, αυξάνουν την πιθανότητα ύπαρξής τους και συντομεύουν το χρόνο που υπολογίζεται ότι θα μεσολαβήσει μέχρι την έναρξη ουσιαστικής εκμετάλλευσης. Διαβάζουμε ανακοινώσεις σύμφωνα με τις οποίες το κοίτασμα στην Κρήτη θα αναπτυχθεί το 2027 και η παραγωγή του θα αρχίσει το 2029 και μάλιστα ότι η εταιρία θα επιδιώξει να προχωρήσει πιο γρήγορα ώστε η παραγωγή του κοιτάσματος να αρχίσει το 2027 ή και νωρίτερα.  Εύλογα  λοιπόν διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν επίσημα χείλη να εμφανίζουν τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες ως επικείμενη  λύση όχι απλά του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού ενεργειακού προβλήματος, χωρίς αυτά να εμφανίζονται ως τουλάχιστον ένα δυνητικό σενάριο  στον εγχώριο ενεργειακό σχεδιασμό και χωρίς να εμφανίζεται ούτε ένα ευρώ στους Πίνακες με τα επί μέρους επενδυτικά κονδύλια.

Δεύτερον, σημαντικές επενδύσεις κατευθύνονται στη δημιουργία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, προβλέπεται αύξηση του ποσοστού συμμετοχής τους στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο  και μέσω αυτής, μείωση του κόστους της ηλεκτροπαραγωγής.  Διαβάζουμε όμως  και ακούμε επίσης από τα πιο επίσημα χείλη, ότι προγραμματίζεται κατασκευή υποθαλάσσιου καλωδίου μέσω του οποίου θα εισάγεται «πολύ φθηνή» ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από ΑΠΕ στην Αίγυπτο.  Πώς συνάδει η προοπτική φθηνού κόστους από τις ελληνικές ΑΠΕ με τη σκοπιμότητα κατασκευής ενός καλωδίου με αυτό το σκοπό;

Τρίτο και σχετικά παρεμφερές, το Σχέδιο αναφέρει τη δημιουργία οικονομίας πράσινου υδρογόνου για χρήση σε ορισμένες μεταφορές, στη βιομηχανία και υπό συνθήκες στην ηλεκτροπαραγωγή και ότι αυτή, σε συνδυασμό με ανταγωνιστικές ΑΠΕ,  μπορεί να δώσει συγκριτικό πλεονέκτημα στην ελληνική οικονομία. Πώς ταιριάζει όμως αυτή η προοπτική με τα σχέδια που διαβάζουμε  και ακούμε πάλι από τα πιο επίσημα χείλη, ότι προγραμματίζεται κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού μέσω του οποίου θα εισάγεται πράσινο υδρογόνο από την Ανατολική Μεσόγειο ή από την Αφρική;

Και τέλος, ένας άσχετος με το ΕΣΕΚ αλλά πολύ σχετικός με το αντικείμενο προβληματισμός: Διάφορες σοβαρές μελέτες υποστηρίζουν ότι περιορισμός ανόδου της θερμοκρασίας του Πλανήτη κατά 1,50  βαθμούς μέχρι το 2100, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί αν συνεχίσει να χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή το φυσικό αέριο. Αν αυτό είναι σωστό,  πώς εξηγείται το ενδιαφέρον το δικό μας αλλά και των ξένων εταιρειών -κολοσσών για τα τυχόν υπάρχοντα κοιτάσματα της Μεσογείου;

Θέλω να πιστεύω ότι οι συντάκτες του ΕΣΕΚ συμμερίζονται τους παραπάνω προβληματισμούς και ότι απαντήσεις στα ερωτήματα θα περιλαμβάνονται στο πλήρες ΕΣΕΚ το οποίο, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον προσεχή Απρίλιο.   

*Ο κ. Ραφαήλ Μωυσής είναι πρώην διοικητή της ΔΕΗ, πρ. προέδρου της ΔΕΠΑ και πρ. προέδρου του Συμβουλίου Ενεργειακής Στρατηγικής, Επίτιμος Πρόεδρος ΙΟΒΕ - Επίτιμος Πρόεδρος Συμβουλίου των Επιτρόπων, CYA

(Το άρθρο περιλαμβάνεται στο ειδικό αφιέρωμα του energia.gr για τον ένα χρόνο από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία)