Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ακόμα σε ανισορροπία, αν και υπάρχουν σημάδια βελτίωσης. Οι αλυσίδες εφοδιασμού, από τα εμπορεύματα έως τα είδη πολυτελείας, εξαρθρώθηκαν εξ αιτίας της πανδημίας. Οι οικονομίες επιταχύναν γρήγορα μετά την άρση 

των περιορισμών και η συνολική ζήτηση αυξήθηκε ακόμη ταχύτερα λόγω της πλεονάζουσας ρευστότητας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μείωσε τις ροές ενέργειας και τροφίμων προς τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η ιστορικά μοναδική αλληλεπίδραση τριών δυναμικών ανάδειξε τον πληθωρισμό, οδήγησε σε αύξηση επιτοκίων και επιβράδυνε την παγκόσμια ανάπτυξη.

Δεδομένου ότι επί του παρόντος δεν φαίνεται να υπάρχει εμφανής μακροπρόθεσμη παγκόσμια έλλειψη ενέργειας και πρώτων υλών, το ζήτημα είναι η ταχύτητα αποκατάστασης των ροών της ενέργειας και του παγκοσμίου εμπορίου. Ήδη τα ισοζύγια προσφοράς/ζήτησης έχουν αρχίσει να επανέρχονται σε ισορροπία, συγκρατώντας τις τιμές, διεγείροντας την κατανάλωση και τροφοδοτώντας την ανάπτυξη.

Η μεγάλη πηγή αβεβαιότητας,  η κατάσταση Ρωσίας-Ουκρανίας, εξελίσσεται σε πόλεμο φθοράς ο οποίος πιθανότατα θα διαρκέσει και το 2023. Η σωρευτική απώλεια στρατιωτικού προσωπικού, εξοπλισμού και εφοδίων θα καθορίσει την αντοχή και των δύο πλευρών. Οι υψηλές τιμές ενέργειας και ο κίνδυνος ενεργειακής ανεπάρκειας ασκούν μεγάλη πίεση στις κυβερνήσεις της Ευρώπης και την ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, το ρωσικό καθεστώς μπορεί να αντέξει περισσότερο στην πολιτική πίεση από τις κυρώσεις και την οικονομική απομόνωση. Με λίγα λόγια, αν δεν υπάρξει σύντομα μια νέα de facto κατάσταση στρατιωτικής απεμπλοκής μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, θα διατηρηθεί η πολιτική και οικονομική πίεση στην Ευρώπη.

Με την τρέχουσα δυναμική και τις ακολουθούμενες σήμερα πολιτικές οι ΗΠΑ και η Κίνα θα έχουν ανακάμψει μέχρι το τέλος του 2023, με τις αλυσίδες εφοδιασμού σε μεγάλο βαθμό αποκαταστημένες και τον πληθωρισμό και τα επιτόκια σε πτωτική τροχιά. Η ΕΕ δυσκολεύεται να διαφοροποιήσει αρκετά γρήγορα τον ενεργειακό εφοδιασμό  της και οι χώρες της πιθανότατα θα έχουν το 2023 χαμηλή ή καθόλου ανάπτυξη με υψηλό πληθωρισμό, λόγω των τιμών  ενέργειας και πρώτων υλών.

Τα εφοδιαστικά προβλήματα που αντιμετώπισε η παγκόσμια βιομηχανία την περίοδο της πανδημίας οδηγούν στην μεταφορά παραγωγής από την Κίνα, την ΝΑ Ασία  και την Ταιβάν προς την ΕΕ και την Β. Αμερική (συμπεριλαμβανομένου του Μεξικού). Η μαζική αναδιάταξη των αλυσίδων εφοδιασμού εμπορευμάτων και αγαθών και το on-shoring έχουν ήδη ανοίξει έναν γύρο μεγάλων επενδύσεων αιχμής στις δυτικές οικονομίες.

Η διαπίστωση της αμυντικής ανεπάρκειας της ΕΕ σαν σύνολο και η συνεχής παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία μεταφράστηκαν σε πολιτική δέσμευση των ευρωπαϊκών ηγεσιών για σχεδόν τριπλασιασμό των αμυντικών δαπανών. Οι ανάγκες για πολεμικό υλικό θα «γεννήσουν» πρόσθετες επενδύσεις με υψηλό τεχνολογικό περιεχόμενο.

Οι υψηλότερες τιμές ενέργειας αποτελούν βραχυπρόθεσμα μεγάλο πρόβλημα, αλλά ταυτόχρονα διευκολύνουν τη μετάβαση σε μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα. Καθώς καθιστούν τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, εναλλακτικές πηγές ενέργειας, αποθήκευση και ενεργειακές υποδομές αποδοτικότερες θα αυξήσουν την  χρηματοδότησή τους από τις αγορές και κατ’ επέκταση τον ρυθμό τους.

Μεσοπρόθεσμα, η ΕΕ μπορεί να βελτιώσει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητά της, αλλά και την ασφάλεια της, πληθωρίζοντας  ήπια την οικονομία της με επενδύσεις. Για να τιθασεύσει το κόστος της ενέργειας , αλλά και για να έχει λιγότερες εκπομπές CO2 πρέπει να επεκτείνει και ενισχύσει τα ενεργειακά δίκτυα και τις υποδομές. Για να μειώσει του κινδύνους επάρκειας, πρέπει να διαφοροποιήσει τις συμβατικές πηγές ενέργειας, να αποκτήσει περισσότερες λιμενικές εγκαταστάσεις ΥΦΑ και να αυξήσει την παραγωγή πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας. Για να γίνει ανταγωνιστικότερη πρέπει να επανασχεδιάσει τις βιομηχανικές αλυσίδες, να επενδύσει στις ευρωπαϊκές ΑΠΕ να διευρύνει το δίκτυο των χωρών-προμηθευτών της . Για να βελτιώσει την ασφάλεια της θα  επενδύσει στην αμυντική βιομηχανία. Με μια τέτοια προσέγγιση η Ευρώπη μπορεί να γίνει γρήγορα πιο διασυνδεδεμένη, λιγότερο εξωτερικά εξαρτημένη, πιο αποτελεσματική και  με ισχυρότερη αμυντικά.

Οι επενδύσεις αυτές θα επιταχύνουν την οικονομία  και σε συνδυασμό με τον υψηλό, αλλά μειούμενο πληθωρισμό, θα δημιουργήσουν πρόσθετο  δημοσιονομικό χώρο. Τα φορολογικά έσοδα θα μεγαλώσουν και το βάρος του εθνικού και ιδιωτικού χρέους θα ελαφρυνθεί, φέρνοντας ξανά τις οικονομίες της Νότιας Ευρώπης σε τροχιά διατηρήσιμης  ανάπτυξης. Τρείς είναι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία αυτού του σεναρίου που στηρίζεται σε επενδύσεις: ισχυρή εθνική και ευρωπαϊκή ηγεσία με ουσιωδώς κοινές απόψεις, ταχεία λήψη αποφάσεων και αμοιβαιοποίηση της χρηματοδότησης.

Η Ελλάδα επιτάχυνε γρήγορα το 2022 και ενισχύθηκε από μια ισχυρή τουριστική χρονιά. Οι αυξήσεις των τιμών ενέργειας και τροφίμων πέρασαν σταδιακά στα αγαθά και τις υπηρεσίες, με τον πληθωρισμό να βρίσκεται κοντά στο 9% ετησίως. Για το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται γύρω στο 1,5%,  παρόμοιος η λίγο καλύτερος από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Βέβαια, αν οι ευρωπαϊκές οικονομίες επιβραδύνουν πέραν των προβλέψεων, θα επηρεασθούν αρνητικά οι εξαγωγές και ο τουρισμός και κατ’ επέκταση  το ΑΕΠ της χώρας.

Στρατηγικά, πέρα από την εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο , η χώρα δεν είναι αυτάρκης σε ενέργεια και πρώτες ύλες και είναι απομονωμένη από τα ενεργειακά δίκτυα και τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης. Για να αντιμετωπίσει τις όποιες περιστασιακές διακοπές εφοδιασμού με φυσικό αέριο, θα πρέπει πολύ γρήγορα να προσαρμόσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθυστερώντας την απολιγνιτοποίηση , να διασυνδεθεί πολύ πιο έντονα με την αγορά της  Κεντρικής Ευρώπης  και να αναπτύξει σημαντική ικανότητα αποθήκευσης φυσικού αερίου και περισσότερους τερματικούς σταθμούς/ μονάδες αεριοποίησης ΥΦΑ.

Μεσοπρόθεσμα, η ενέργεια και το περιβάλλον θα αναδειχθούν σε κύριους επενδυτικούς προορισμούς για την  Ελλάδα. Οι νέες on shore βιομηχανικές μονάδες και η επαναβελτιστοποίηση  των εισερχόμενων και τοπικών αλυσίδων εφοδιασμού θα διεκδικήσουν  σημαντικό επενδυτικό μερίδιο. Η αμυντική βιομηχανία θα αποκτήσει νέα σημασία, από τον συνδυασμό των ευρωπαϊκών πολιτικών και της γεωπολιτικής πραγματικότητας της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά  και την ανάγκη  στήριξης του ενεργειακού τομέα.

Από αυτή τη σύντομη ανάλυση  προκύπτουν  τέσσερα σημεία ενδιαφέροντος. Πρώτον, η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα των προσωρινών περιορισμών εφοδιασμού που ενισχύθηκαν από τις επιπτώσεις του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και διευκολύνθηκαν από την υπερβάλλουσα ρευστότητα. Δεύτερον, η ΕΕ υποφέρει περισσότερο εξ αιτίας δομικών στρεβλώσεων και ανεπαρκειών και υπολείπεται σε σχετική ανταγωνιστικότητα λόγω έλλειψης συνεκτικών πολιτικών και διαφορετικής προσέγγισης των προβλημάτων από τις χώρες της.  Τρίτον, η αντιμετώπισή των αδυναμιών της ΕΕ δημιουργεί μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες, οι οποίες θα δώσουν νέα ορμή στην ανάπτυξη, θα εξασφαλίσουν ενεργειακή επάρκεια και θα ενισχύσουν την ασφάλεια.  Τέλος, η Ελλάδα σχεδόν αναπόφευκτα θα μοιραστεί την πορεία της Ε.Ε., αλλά αν δράσει γρήγορα και εστιασμένα μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από άλλες χώρες.

*Ο κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων

(Το άρθρο περιλαμβάνεται στο ειδικό αφιέρωμα του energia.gr για τον ένα χρόνο από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία)