Ίσως αυτή η Σύνοδος του ΟΗΕ για το κλίμα στην Αίγυπτο (COP27) να ήταν η πιο προδιαγεγραμμένη από όλες. Για την αποτυχία της. Διότι πως είναι
δυνατόν να επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία για τη μείωση των εκπομπών όταν οι περισσότερες χώρες έχουν αθετήσει τις δεσμεύσεις τους. Όταν
σχεδόν όλες οι αναπτυγμένες χώρες έχουν επιστρέψει στα ορυκτά καύσιμα και οι έρευνες για φυσικό αέριο ή ακόμη και για πετρέλαιο έχουν αρχίσει εκ νέου σε όλο τον κόσμο και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς.

Είτε πρόκειται για την επιστροφή στον λιγνίτη, είτε στο πετρέλαιο, είτε στην πυρηνική ενέργεια, είναι γεγονός ότι άλλοτε ιστορική συμφωνία των Παρισίων ή αυτά που συμφωνήθηκαν πέρσι στην Γλασκώβη φαντάζουν πια υπερβολικά φιλόδοξα, αν όχι αδύνατα.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Σαρμ ελ Σέιχ μετά από μια μαραθώνια συνεδρίαση που διήρκεσε 40 ώρες μετά το πέρας της προθεσμίας για να
αποφευχθεί το φιάσκο, χαιρετίστηκε για την παροχή οικονομικής βοήθειας στις φτωχές χώρες. Αυτό που συμφωνήθηκε εν ολίγοις είναι να δημιουργηθεί ένα ταμείο από πλούσιες κυβερνήσεις για τη διάσωση και την ανοικοδόμηση ευάλωτων περιοχών που επλήγησαν από την κλιματική καταστροφή, βασικό αίτημα των αναπτυσσόμενων χωρών τα τελευταία 30 χρόνια των συνομιλιών για το κλίμα.

Ωστόσο, δεν ευοδώθηκαν διόλου οι προσπάθειες μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα, αφού οι χώρες παραγωγής πετρελαίου και οι μεγάλοι
ρυπαντές αποδυνάμωσαν και αφαίρεσαν βασικές δεσμεύσεις για τα αέρια του θερμοκηπίου και τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων.
Συγκεκριμένα, το κείμενο για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου προκάλεσε αντιδράσεις, με πολλές χώρες να καταγγέλλουν ότι υστερεί έναντι των δεσμεύσεων που είχαν οριστεί σε προηγούμενες διασκέψεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας της Γης στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.  Αν και η πρόβλεψη αυτή αναφέρεται στην τελική ανακοίνωση, με βάση τις τρέχουσες δεσμεύσεις των χωρών ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί, ενώ ανέφικτος φαντάζει και ο στόχος του περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας της Γης στους 2 βαθμούς Κελσίου.

Σύμφωνα με τις τρέχουσες δεσμεύσεις των χωρών, ο κόσμος οδεύει προς μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,4 βαθμούς Κελσίου έως το τέλος του αιώνα και με τον υφιστάμενο ρυθμό εκπομπών προς το καταστροφικό σενάριο των 2,8 βαθμών Κελσίου.

Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες είχαν αποτρέψει τις προσπάθειες ενίσχυσης της συμφωνίας, ανέφερε η Λορένς Τουμπιάνα από τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα του 2015, διευθύνουσα σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για το Κλίμα. «Η επιρροή της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων βρίσκεται παντού».

Δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενο [της συμφωνίας] δεν κάνει καμία αναφορά στη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και
ελάχιστη αναφορά στον στόχο 1,5 C.».

Επιβεβαιώνοντας τα πενιχρά αποτελέσματα της Συνόδου , ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, Πέτρος Βαρελίδης, έχοντας εκπροσωπήσει τη χώρα μας καθ’ όλη τη διάρκεια της Συνόδου, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Η αλήθεια είναι ότι στις τάξεις των αξιωματούχων της ΕΕ υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της απογοήτευσης. Προφανώς, δεν είμαστε εκεί που θα θέλαμε να είμαστε. Για να πετύχουμε τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, θα πρέπει έως το 2030 να έχουμε μείωση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 43% σε σχέση με το 2019.

Σήμερα, το άθροισμα των δεσμεύσεων των χωρών φθάνει μόλις το 0,3%. Πρόκειται για τεράστια απόκλιση, που δεν μπορεί να γεφυρωθεί
χωρίς την πολύ πιο ουσιαστική συμμετοχή όλων των χωρών στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών».
Όπως τελικά αποδεικνύεται ήδη η επιστροφή στον άνθρακα, που για τα μάτια του κόσμου τουλάχιστον αποτελούσε μέχρι πρότινος θέμα ταμπού, πλέον όχι μόνο συζητείται ανοικτά, αλλά εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες.

Σε ολόκληρη την Ευρώπη εγκαταστάσεις ορυκτών καυσίμων που ήταν αδρανείς ή επρόκειτο να κλείσουν άρχισαν να επαναλειτουργούν με το επιχείρημα ότι πρέπει να διασφαλιστεί η ασφάλεια του ηλεκτρικού ρεύματος. Η Γερμανία, η Πολωνία και η Ιταλία αύξησαν τη χρήση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κατά 15%, 14% και 5% αντιστοίχως. Άρα οποιαδήποτε συζήτηση περί ενναλακτικών πηγών ενέργειας και πιο πράσινων επιλογών είναι μάλλον ουτοπική αν όχι και υποκριτική.