Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς αισθάνονταν οι άνθρωποι στις αρχές του 20ού αιώνα, που έβλεπαν τον κόσμο να κατευθύνεται προς τον όλεθρο ενός παγκοσμίου πολέμου, διαπιστώνοντας ότι αντί να επιβραδύνουν ή να αλλάζουν κατεύθυνση, οδηγούνταν ολοένα και πιο γρήγορα προς μια καταστροφή. Διότι τα σημάδια ήταν εκεί, ήταν ορατά. Δεν μπορεί να μην τα έβλεπαν. Αρκούσε να διαβάσεις τα πρωτοσέλιδα 

της εποχής για να έχεις ξεκάθαρη την εικόνα της διολίσθησης ή, μάλλον, της κλιμάκωσης και της δυσοίωνης προοπτικής της.

Φυσικά είναι εύκολο να το διαπιστώνουμε τώρα, με την απόσταση του χρόνου. Υποθέτω ότι εκείνη την εποχή το ντόμινο τον εξελίξεων παρέσυρε τους άμεσους θεατές τους, που προφανώς αδυνατούσαν να δουν τη μεγάλη εικόνα που βλέπουμε σήμερα, μέσα από την ιστορική προσέγγιση. Αλλά και τι μπορούσε να κάνει ο απλός άνθρωπος που ήταν απλώς παρατηρητής και ένιωθε ότι στροβιλιζόταν στη δίνη των γεγονότων, αδύναμος απέναντι σε εξελίξεις που τον υπερέβαιναν;

Μια παρόμοια αίσθηση ιλίγγου νιώθω συχνά, παρακολουθώντας τις σημερινές εξελίξεις στον κόσμο. Επιστροφή του λαϊκισμού και του εθνικισμού, υποχώρηση της δημοκρατίας, πόλεμος στην Ουκρανία, άστοχες ενέργειες που σωρεύουν ένταση στη διεθνή σκηνή, κάνοντας τις εξελίξεις ολοένα πιο απρόβλεπτες. Η πολυετής Belle Époque της μεταπολεμικής ευημερίας και σταθερότητας σαν να έχει ξεφτίσει και έχει αρχίσει να ξηλώνεται με ραγδαία επιταχυνόμενους ρυθμούς. Κι εμείς παρακολουθούμε με την επίγνωση του αναπότρεπτου την εύθραυστη ευδαιμονία μας να απειλείται ζωτικά.

Θυμάμαι τον μεγάλο αυστριακό συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ να γράφει στο «Ο κόσμος του χθες»: «Κι εγώ καθόμουν, όπως κι όλοι οι άλλοι, στο δωμάτιό μου, ανυπεράσπιστος σαν μύγα, αδύναμος σαν σαλιγκάρι, ενώ εκεί έξω κρινόταν η ίδια μου η ζωή», υπογραμμίζοντας την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στα παγκόσμια γεγονότα.

Πολλές φορές υποκύπτω στον πειρασμό του «τι θα είχε γίνει εάν…» επιχειρώντας να ξαναγράψω την Ιστορία ως μυθιστόρημα φαντασίας με βάση λογικές –αν και αυθαίρετες– υποθέσεις. Είναι προφανώς μια μάταιη άσκηση. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα την εξέλιξη της Ιστορίας από μια διαφορετική απόφαση που ίσως αρκούσε να αλλάξει τον ρου των γεγονότων.

Αν όμως αυτή η αναζήτηση είναι μάταιη ως προς το παρελθόν, αυτό δεν ισχύει και στο παρόν. Θα διαπιστώσουμε το αμέσως επόμενο διάστημα πόσο καταλυτικό θα αποδειχθεί το επικίνδυνα άκαιρο και αχρείαστο –αυτή τη στιγμή– ταξίδι Πελόζι στην Ταϊβάν για την πορεία της παγκόσμιας σταθερότητας.

Πρόκειται για ένα ταξίδι που όχι μόνο ανέδειξε την πολιτική ματαιοδοξία της πρωταγωνίστριάς του, αλλά και την αδυναμία του προέδρου Μπάιντεν, δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής του διεθνούς συστήματος, εν μέσω ενός υφιστάμενου πολέμου απρόβλεπτης εξέλιξης που μαίνεται παράλληλα με μια παγκόσμια ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.

Χωρίς να λύνει κανένα πρόβλημα, η επίσκεψη Πελόζι δημιουργεί μια εστία έντασης και αποσταθεροποίησης, με τον κίνδυνο μιας γεωπολιτικής αυτοπαγίδευσης της Δύσης.

Εχει γίνει απόλυτα σαφές ότι η Κίνα θα είναι το μεγάλο παγκόσμιο «πρόβλημα», μετά τη Ρωσία. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι δεν είναι τώρα το κατάλληλο timing για να αντιμετωπισθεί αυτό το ζήτημα, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο Πελόζι, και όχι εν μέσω αυτής της μεγάλης διεθνούς αστάθειας και αταξίας.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Κίνα δεν έχει πραγματοποιήσει τις απειλές της, η πρόεδρος της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων ετοιμάζεται να αναχωρήσει από τη διακεκαυμένη περιοχή και όσοι δεν είμαστε διακοπές πηγαίνουμε αμέριμνα βαριεστημένοι στη δουλειά μας, υπό το βάρος της θερινής ραστώνης. Πόσο μπορεί εξάλλου να μας επηρεάσει μια επίσκεψη στην άλλη άκρη του κόσμου; Κάπως έτσι σκεφτόταν και ο Τσβάιχ, που τον βρήκε η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σεράγεβο, τον Ιούνιο του 1914, στο θέρετρο του Μπάντεν, νοτιοδυτικά της Βιέννης.

Αργότερα θα έγραφε: «Το καλοκαίρι ήταν όμορφο όσο ποτέ και υποσχόταν να γίνει ακόμα πιο όμορφο· αμέριμνοι ατενίζαμε όλοι τον κόσμο και τη ζωή. Θυμάμαι ακόμα έναν γέρο αμπελουργό, που καθώς περπατούσα μ’ ένα φίλο μου μέσα στ’ αμπέλια, μία μόλις μέρα προτού φύγω από το Μπάντεν, μας είπε: “Τέτοιο καλοκαίρι είχαμε να δούμε πολύ καιρό. Αν συνεχίσει έτσι, θα ’χουμε ένα κρασί που όμοιό του δεν ξαναγευτήκαμε. Θα ’ναι ένα καλοκαίρι που δύσκολα θα ξεχάσουμε!”. Μα δεν ήξερε, εκείνος ο γεροντάκος με τη λερωμένη απ’ τα σταφύλια ποδιά του, πόσο φριχτά αληθινά θ’ αποδεικνύονταν τα λόγια του».

Η Ιστορία σίγουρα δεν μας διδάσκει, αλλιώς θα πηγαίναμε γραμμικά από το καλό στο καλύτερο. Ελπίζω ότι ούτε και επαναλαμβάνεται.

*(Από το Protagon.gr)