Δεδομένης της σχεδόν αποκλειστικής και συνεχούς ενασχόλησής μας με την Τουρκία, συχνά και ανάλογα τις εξελίξεις υπερτιμούμε ή υποτιμούμε τον ρόλο της, με αποτέλεσμα να καλλιεργούνται είτε φοβίες και ανησυχίες είτε προσδοκίες για το μέλλον. Η Τουρκία δεν είναι απομονωμένη, ωστόσο δεν αποτελεί φόβητρο. Η Τουρκία είναι εκ των ωφελημένων της κρίσης στην Ουκρανία, εντούτοις οι νέες συνθήκες λειτουργούν περιοριστικά σε σχέση με την επιθετικότητά της

Ο Ερντογάν είναι αντιφατικός, αλλά δεν είναι τόσο απρόβλεπτος όσο θέλει να δείχνει.

Στην παρούσα φάση η Αγκυρα έχει καταφέρει να αναπτύξει ρόλο, άρα και να αποκτήσει αναβαθμισμένο λόγο, με αιχμή την απελευθέρωση σημαντικού μέρους των ουκρανικών σιτηρών για να τροφοδοτηθεί η παγκόσμια αγορά. Εσχάτως δε βλέπει ένα παράθυρο ευκαιρίας στην ανάγκη ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη Ρωσία και της συμφωνίας με το Αζερμπαϊτζάν, επικαλούμενη τη χρήση της επικρατείας της για την προμήθεια της ευρωπαϊκής αγοράς με αζέρικο φυσικό αέριο. Παράλληλα, επιχειρεί να αναδείξει τη χρησιμότητά της στη συγκράτηση της Μόσχας και των μεγαλεπήβολων πλάνων της, όπως διατείνεται ότι κάνει στη Λιβύη, ισχυριζόμενη ότι αν δεν είχε στρατιωτική παρουσία εκεί, η Μόσχα θα είχε φτάσει μέχρι την Τρίπολη – και ανάλογοι είναι οι ισχυρισμοί της για Συρία και Καύκασο. Εφόσον λοιπόν στη Δύση αρκετοί πείθονται για τις προθέσεις της Αγκυρας και αποδέχονται εν τοις πράγμασι την πολιτική ισορροπιών που ακολουθεί, η Τουρκία κερδίζει ανοχή και χρόνο. Και αυτό της προσφέρει αυτοπεποίθηση για να διεκδικήσει την αναγνώριση μιας ιδιαιτερότητας και συνακόλουθα ενίοτε προβληματικής συμπεριφοράς ως κάτι φυσιολογικό ή τέλος πάντων αποδεκτό. Ομως, αυτή η αντίληψη, την οποία κάποιοι χαρακτηρίζουν ως ασύνετη αυταπάτη, συνδυάζοντάς την με τις δεσμεύσεις – μέτωπα που η Τουρκία έχει δημιουργήσει στο εξωτερικό, οδηγεί και στα αντίθετα αποτελέσματα. Αυτό δεν αφορά μόνο τα κράτη της Δύσης, αλλά και σε γειτονικές χώρες, οι οποίες βλέπουν την Αγκυρα να αναπτύσσει μια αναθεωρητική προς την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων πολιτική, με την ίδια στο επίκεντρο και προφανή στόχευση τη μετεξέλιξή της σε διαπεριφερειακή δύναμη με παγκόσμια απήχηση. Εχει μεν τη θέληση αλλά στερείται των μέσων για να εκπληρώσει τις επιθυμίες της.

Αποδεικνύεται βέβαια από την περίπτωση της μη επέμβασης στη Συρία, όπως και της ύφεσης στη ρητορική της έντασης που η ίδια είχε προκρίνει εναντίον της Ελλάδας, ότι ο Ερντογάν, όπως παραδοσιακά και οι προκάτοχοί του, δεν κάνει ακραίες ενέργειες, εκτός εάν έχει τη συναίνεση ισχυρών παικτών, την οποία επιδιώκει ή ακόμη και εκβιάζει, έχοντας προηγουμένως αναπτύξει έναν αξιοπρόσεκτο ρόλο στις εξελίξεις. Εδώ βρίσκεται το κλειδί της στρατηγικής της Αγκυρας, η οποία πολλές φορές κόντρα στο διεθνές δίκαιο και σε αποφάσεις ή συμφωνίες – συνθήκες κινείται με αποφασιστικότητα προκειμένου να εξασφαλίσει μόνιμη θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η αλαζονεία της ηγεσίας της, πάντως, καταλήγει στη συρρίκνωση των περιθωρίων ελιγμών της, διότι έτσι ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά εταίρων και αντιπάλων, εμπεδώνεται ένα κοινό αίσθημα ανησυχίας για τις συνέπειες σε περίπτωση που δεν χαλιναγωγηθεί η αμετροέπειά της και γίνεται απαραίτητη η επιβολή ορίων και ενός πλαισίου συμπεριφοράς. Υποχρεώνεται δηλαδή ο Ερντογάν σε μια συνθήκη, όχι ιδιαίτερα γνώριμη, αυτή της αυτοσυγκράτησης, προκειμένου να διατηρήσει ένα modus operandi με όλα τα μέρη. Και εδώ «κουμπώνει» η υπόθεση των F-16, μια και το Κογκρέσο φαίνεται πως θα δυσκολέψει την αγορά και τον εκσυγχρονισμό τους, βάζοντας προϋποθέσεις που ο τουρκικός εγωισμός δεν μπορεί να κάνει δεκτούς. Ακόμη και αν αυτό ανατραπεί, θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, γι’ αυτό η Αγκυρα κοιτάει πλέον και εναλλακτικές.

Η αμοιβαία δυσπιστία με τη Δύση, όπως και η επιδείνωση των σχέσεων με γειτονικά κράτη, αλλά και πολλές αραβικές ηγεσίες, έχουν επιφέρει μια συνειδητή στροφή, η οποία πρέπει να φτιασιδωθεί προκειμένου να μη δείξει ο Ερντογάν στο εγχώριο ακροατήριο πως αναδιπλώνεται. Επειδή λοιπόν η πολιτική της υπερέκτασης (overstretching) ανάμεσα στο 2019 και 2021 έχει αρχίσει από τις αρχές του 2022 να συμμαζεύεται, ο Τούρκος πρόεδρος είναι αναγκασμένος να κρατάει υψηλούς τους τόνους της ρητορικής αντιπαράθεσης με τη Δύση και συγκεκριμένα κράτη, ώστε στο εσωτερικό να συντηρείται η εικόνα του ισχυρού και αδιάλλακτου ηγέτη. Ο Ερντογάν έχει άλλωστε επενδύσει πολλά στον πολυπολικό κόσμο και την αυτονόμηση της χώρας του από τις ΗΠΑ, για να διαφοροποιείται από τους κεμαλιστές, στους οποίους χρεώνει υποτακτικότητα έναντι του ξένου παράγοντα. Και ο πυρήνας του εγχώριου αφηγήματός του βασίζεται μεν στην εξαιρετικότητα της Τουρκίας, που ο ίδιος φέρεται να υπηρετεί στην κατεύθυνση ενός συγκερασμού θρησκείας και εθνικισμού, προϋποθέτει εξωτερικούς εχθρούς και ειδικότερα τη Δύση. Εξάλλου, για τους κεμαλιστές εθνικιστές η συνύπαρξη με τις ΗΠΑ ήταν προϊόν εξαναγκασμού, ώστε να προωθούνται τα τουρκικά συμφέροντα από τη στιγμή που η χώρα ανήκε στο δυτικό στρατόπεδο και έτσι απέφευγαν ρήξεις αλλά και «γλίτωναν» την προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, αφήνοντας την Τουρκία σε μια παρατεταμένη φάση εκδημοκρατισμού που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Πάντως, η εσωτερικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η εξάρτηση Ερντογάν από τον Μπαχτσελί, η ανάγκη αποπροσανατολισμού από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας που σχετίζονται με την οικονομία, που δύσκολα θα αναταχθεί μέχρι τις επόμενες εκλογές ώστε να ξαναγίνει το ισχυρό χαρτί της τουρκικής ηγεσίας, εξωθούν την τελευταία στην υιοθέτηση μιας ασταθούς και αμφιταλαντευόμενης τακτικής, που είναι εν τέλει αποκαλυπτική του αυτο-εγκλωβισμού της.

(το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 25/07/2022)

* Λίγα λόγια για τον Δρ. Κωνσταντίνο Φίλη,  διευθυντή IGA και αναπληρωτή καθηγητή του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι ειδικός σε θέματα που αφορούν στο χώρο της Ρωσίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στρατηγικός αναλυτής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Κατέχει Πτυχίο Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας, Μεταπτυχιακό στην Παγκόσμια Διακυβέρνηση και Διδακτορικό στη διαμόρφωση και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, με έμφαση στη ρωσική κατά την πρώτη περίοδο Putin (2000-2004). Έχει διατελέσει Διευθυντής για θέματα Ρωσίας του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου και από το Νοέμβριο του 2004 ορίστηκε Επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας και Ευρασίας του ΙΔΙΣ, το οποίο μετονομάστηκε σε Κέντρο Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης τον Σεπτέμβριο του 2008.

Εξελέγη Ανώτερο Συνεργαζόμενο Μέλος (SAM) στο St. Antony’s College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (2007-2009) και παράλληλα υπήρξε Μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου του Ερευνητικού Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών Σπουδών. Εν συνεχεία, αναλαμβάνει ερευνητής στο Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEESOX) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (2008 – 2010). Σε αυτό το διάστημα ολοκληρώνει κύκλο αναλύσεων και διαλέξεων, με έμφαση στο ρόλο της Ρωσίας στην ΝΑ Ευρώπη, καθώς και γύρω από ζητήματα γεωπολιτικής της ενέργειας. Ενδιάμεσα τοποθετείται Επιστημονικός Διευθυντής στο Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (2009-2010).

Τον Ιούλιο του 2012 διορίστηκε από το ΔΣ του ΙΔΙΣ, Διευθυντής Ερευνητικών Προγραμμάτων του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου. Διετέλεσε υπεύθυνος του προγράμματος Jean Monnet για την Εξωτερική Πολιτική της Ε.Ε. (2013 – 2014), Διευθυντής Ομάδας Διoίκησης Έργου του Υπουργείου Ενέργειας με έμφαση στην ενεργειακή διπλωματία (2013-2015) αλλά και μέλος ομάδας εργασίας του ΚΕΜΕΑ, επιφορτισμένης με την ανάλυση κινδύνων ριζοσαπστικοποίησης για την εθνική ασφάλεια.

Έχει συνεργαστεί με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, καθώς και πολυεθνικές εταιρείες. Είναι διαλέκτης της Σχολής Διοίκησης Επιτελών Πολεμικού Ναυτικού, διδάσκει σε μεταπτυχιακά προγράμματα πανεπιστημίων και είναι μέλος του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ καθώς και του Ελληνορωσικού Συνδέσμου.

Έχει σειρά επιστημονικών δημοσιεύσεων και σημαντικό αριθμό διαλέξεων στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων στα πανεπιστήμια Harvard, Oxford και London School of Economics, αλλά και τακτικές δημόσιες παρεμβάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό.

Κυκλοφορεί το βιβλίο «Το μέλλον της Ιστορίας. Πώς ο πόλεμος της Ουκρανίας αλλάζει το παγκόσμιο τοπίο» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).

Διαβάστε ακόμα