Η Τουρκία κατανάλωσε περίπου 1,15 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2025 και εισάγει το μεγαλύτερο μέρος του αργού πετρελαίου που χρειάζεται για να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της από την Ρωσία, το Ιράκ και την Σαουδική Αραβία.
Όσον αφορά στο πώς θα επιτευχθεί αυτός ο φιλόδοξος στόχος της TPAO, το σχέδιο βασίζεται στο κοίτασμα φυσικού αερίου Sakarya, στην Μαύρη Θάλασσα, όπου η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 9,5 εκατ. κυβικά μέτρα την ημέρα, σε 20 εκατ. κυβικά μέτρα την ημέρα, έως το τέλος του νέου έτους, 2026.
Με την επίτευξη αυτού του στόχου, η εγχώρια παραγωγή αερίου θα επαρκεί για την κάλυψη 8 εκατομμυρίων νοικοκυριών ετησίως, έναντι περίπου 4 εκατ. σήμερα.
Αυτό θα συμβεί χάρη στον στόλο υπεράκτιων γεωτρητικών της TPAO, που περιλαμβάνει τέσσερα ενεργά γεωτρύπανα, καθώς και δύο νεοαποκτηθέντα πλοία έβδομης γενιάς, που αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία στην αρχή του 2026. Με αυτές τις προσθήκες ο στόλος γεωτρητικών σκαφών της Τουρκίας θα γίνει ο τέταρτος μεγαλύτερος παγκοσμίως για έρευνες σε βαθέα ύδατα.
Τα σχέδια της Τουρκίας δεν εντάσσονται απλώς στο πλαίσιο μιας πολιτικής για ενεργειακή αυτάρκεια, αλλά συγκροτούν μια ευρύτερη γεωοικονομική και γεωπολιτική πολιτική σύγκρουση ισχύος με την Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Άγκυρα επιχειρεί να μετατρέψει την ενέργεια από αδύναμο κρίκο σε εργαλείο ισχύος, σε αντίθεση με την Αθήνα, η οποία έχει επιλέξει να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο ενεργειακής στρατηγικής.
Οι βασικές διαφορές είναι ότι η Τουρκία στρέφεται στο upstream με αιχμή την TPAO, μέσω της εγχώριας παραγωγής και τις επενδύσεις σε κοιτάσματα υψηλού ρίσκου, όπως στην Σομαλία και το Πακιστάν, φιλοδοξώντας σε μια μακροπρόθεσμα ενεργειακή κυριαρχία.
Επίσης η TPAO επενδύει στην παραγωγή χρυσού στον Νίγηρα, όπου επτά κοιτάσματα βρίσκονται υπό ανάπτυξη, ενώ η Άγκυρα επιδιώκει να ενισχύσει τις δραστηριότητές της στην εξόρυξη σπάνιων γαιών, που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για τα ηλεκτρικά οχήματα, τις ανεμογεννήτριες και τα προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μεγάλη μονάδα επεξεργασίας σπάνιων γαιών στην περιοχή του Εσκίσεχιρ, αναμένεται να ξεκινήσει να λειτουργεί το 2026.
Η Ελλάδα, αντίθετα, μόλις πρόσφατα επέστρεψε στη λογική του upstream με τις συμφωνίες που υπογράφηκαν με τις Chevron και ExxonMobil, με την ΕΔΕΥΕΠ να λειτουργεί τα τελευταία χρόνια περισσότερο ως ρυθμιστικός φορέας παρά ως μοχλός στρατηγικής, ενώ φαίνεται ότι η προτεραιότητα έχε δοθεί στο πώς η χώρα θα εδραιώσει τη θέση της ως ενεργειακός κόμβος για το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο, μέσω μονάδων FSRU και χερσαίων αγωγών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η Τουρκία επιχειρεί τώρα να ανταγωνιστεί την Ελλάδα από θέση δυνητικού παραγωγού υδρογονανθράκων μεγάλης κλίμακας.
Η σύγκριση είναι σαφής: Η TPAO διαθέτει σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους κρατικούς στόλους υπεράκτιων γεωτρήσεων παγκοσμίως. Αυτό της επιτρέπει να δρα αυτόνομα και να δραστηριοποιείται σε περιοχές υψηλής γεωπολιτικής αστάθειας και ρίσκου, όταν η χώρα μας βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και επενδύει στο διεθνές δίκαιο και τις στρατηγικές συμμαχίες της στην περιοχή και με τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, η Ελλάδα προβάλλεται ως πρωτοπόρος στις ΑΠΕ και την πράσινη μετάβαση, ενώ η Τουρκία συνεχίζει να επενδύει επιθετικά στα ορυκτά καύσιμα, στις κρίσιμες πρώτες ύλες, την ώρα που δεν υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλουν οι κανόνες της Ε.Ε.
Αυτό μπορεί να αποδειχθεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ένα περιβάλλον όπου η ενεργειακή ασφάλεια επανέρχεται ως ύψιστη προτεραιότητα.
Σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα, ο ανταγωνισμός δεν θα κριθεί μόνο από το ποιος σέβεται το διεθνές δίκαιο, αλλά και από το ποιος διαθέτει τα μέσα να το υποστηρίξει στο ενεργειακό πεδίο.