Με το Τεράστιο Ενεργειακό της Μειονέκτημα η ΕΕ Δεν Είναι σε Θέση να Υπαγορεύει Όρους και να Επιβάλει Κυρώσεις

Με το Τεράστιο Ενεργειακό της Μειονέκτημα η ΕΕ Δεν Είναι σε Θέση να Υπαγορεύει Όρους και να Επιβάλει Κυρώσεις
του Κ. Ν. Σταμπολή
Παρ, 27 Μαΐου 2022 - 17:25

Την περασμένη εβδομάδα ήταν η ανακοίνωση του εξαιρετικά φιλόδοξου, δαπανηρού και με λάθος κατεύθυνση ενεργειακού σχεδίου, του αναθεωρημένου REPowerEU ύψους € 210 δισεκ, που στοχεύει στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών ενεργειακών υποδομών και στην μεγαλύτερη χρήση του υδρογόνου και της ενεργειακής απόδοσης και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ενώ αυτή η εβδομάδα είναι αφιερωμένη στην προσπάθεια της ηγεσίας της ΕΕ να επιβάλει την πρότασή της για εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο στη σύνοδο κορυφής της επόμενης εβδομάδας

Ο απώτερος στόχος είναι η πλήρης αποσύνδεση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Μαΐου επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη των κρατών μελών για το έκτο πακέτο κυρώσεων, το οποίο θα περιλαμβάνει το σταδιακό εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο. Προσπάθησε δε, χωρίς επιτυχία έως τώρα, να πείσει την Ουγγαρία να υποστηρίξει το πακέτο, καθώς και άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό πετρέλαιο, όπως η Σλοβακία και η Τσεχία. Η Ουγγαρία, και με το δίκιο της, θέλει να γνωρίζει εάν η Ε. Επιτροπή θα βάλει το χέρι στην τσέπη και θα χρηματοδοτήσει την κατασκευή των απαραίτητων υποδομών που προϋποθέτει η απεξάρτηση της από το ρωσικό αέριο (λ.χ. νέοι αγωγοί, αναβάθμιση διυλιστηρίων).

Ωστόσο, η πραγματικότητα της αγοράς είναι μάλλον διαφορετική αν κρίνουμε από την αύξηση των εσόδων από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Ρωσίας το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Αυτό συμβαίνει επειδή οι ρωσικές ροές πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώθηκαν οριακά, ενώ οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αυξήθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, καθώς παρατηρείται στενότητα στην προμήθεια στις διεθνείς αγορές. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι παράλληλα ενισχύεται διαρκώς το ρούβλι, έναντι του δολαρίου και του ευρώ. Με αποτέλεσμα η ισοτιμία του έναντι του δολαρίου να είναι η καλύτερη, για την Ρωσία, από το 2018 ενώ έναντι του ευρώ καταγράφεται η καλύτερη ισοτιμία από το 2015. Στα 70,67 ρούβλια στο ευρώ το Ρωσικό νόμισμα έχει ανατιμηθεί σχεδόν 58% από τις αρχές Μαρτίου εφέτος. Παρά την δύσκολη φάση που διέρχεται η Ρωσική οικονομία η ενίσχυση του ρουβλίου οφείλεται πρωτίστως στην αύξηση της κυκλοφορίας του με πολλές μεγάλες Ρωσικές ενεργειακές να είναι υποχρεωμένες, μετά την αδυναμία ανανέωσης δανεισμού τους από δυτικές τράπεζες, να μετατρέπουν τα αποθεματικά τους που είναι σε ρούβλια σε δολάρια και ευρώ.

Το σχέδιο αντικατάστασης του ρωσικού φυσικού αερίου με ιδιαίτερα αυξημένες εισαγωγές LNG δεν φαίνεται να πετυχαίνει, καθώς η Ευρώπη στερείται των απαραίτητων υποδομών, ενώ χρόνια υποεπένδυσης- αποτέλεσμα λανθασμένων επενδυτικών πολιτικών της ΕΕ στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου - άφησαν την ήπειρο με ελλιπείς και προβληματικές διασυνδέσεις. Ορισμένοι πολιτικοί που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα εκφράζουν την απόλυτη έκπληξή τους που η Ισπανία δεν μπορεί, για παράδειγμα, να στείλει το φυσικό της αέριο στη Γαλλία ή μακρύτερα!

Όμως, ακολουθώντας την αντιρωσική πολιτική τους, οι Βρυξέλλες έδωσαν άθελά τους το πράσινο φως στην ΕΕ να καταναλώνει περισσότερο άνθρακα την επόμενη δεκαετία, καθώς θα προσπαθούν να τερματίσουν τη χρήση ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Ο άνθρακας είναι το καύσιμο με τη μεγαλύτερη ένταση CO2, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι η ΕΕ θα χρησιμοποιήσει 5% περισσότερο από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, κατά τα επόμενα πέντε έως 10 χρόνια, καθώς το μπλοκ προσπαθεί να αντικαταστήσει τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας. Θα χρησιμοποιηθεί επίσης περισσότερη πυρηνική ενέργεια, σύμφωνα με άρθρο των Financial Times την περασμένη εβδομάδα (βλ. «Η ΕΕ αποδέχεται ότι θα καίει περισσότερο άνθρακα απομακρύνοντας το ρωσικό αέριο», 18 Μαΐου 2022).

Η απόφαση της ΕΕ ότι έναντι οποιοδήποτε κόστους θα πρέπει να τερματιστεί η χρήση ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου φαίνεται ότι είναι από τις μεγαλύτερες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία. Οι Βρυξέλλες θέλουν να εξαλείψουν τους δεσμούς τους με τη ρωσική ενέργεια έως το 2027, τόσο για να στερήσουν από τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν έσοδα με τα οποία χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και για να δώσουν στον εαυτό τους μεγαλύτερη ελευθερία ελιγμών για να ενεργήσουν εναντίον της Μόσχας. Κάτι που όμως αμφισβητείται έντονα από πολλούς οικονομολόγους και αναλυτές.

Ωστόσο, η αυξημένη χρήση άνθρακα δείχνει τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες για την πράσινη ατζέντα της ΕΕ, αν και η Επιτροπή επιμένει ότι τελικά θα πετύχει τους στόχους της για τη μείωση χρήσης άνθρακα. Ο άνθρακας αναμένεται να παράγει άλλες 100 τεραβατώρες ενέργειας, περίπου όσο η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του Βελγίου, ετησίως τα επόμενα πέντε έως 10 χρόνια. Η δε πυρηνική ενέργεια η οποία έχει μηδενικές εκπομπές άνθρακα αλλά δεν είναι δημοφιλής στους περιβαλλοντολόγους λόγω των παραγόμενων αποβλήτων, πρόκειται να παράγει άλλες 44 τεραβατώρες ετησίως.

Η νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι φιλόδοξη, αλλά φαίνεται ήδη από την αρχή ελαττωματική. Η επιτάχυνση των ΑΠΕ, με παράλληλη αφαίρεση του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από το ενεργειακό μείγμα και την επιβολή αυξημένων μέτρων ενεργειακής μετάβασης στη βιομηχανία και τους καταναλωτές, πιθανότατα θα επανέλθει ως μπούμερανγκ. Η προώθηση αντιοικονομικών πολιτικών με βάση τις τρέχουσες τιμές της ενέργειας, τις γεωπολιτικές αναταραχές και το αντιρωσικό αίσθημα δεν είναι μόνο πολύ δύσκολο αλλά και στερείται απόλυτης σύνεσης. Με την ταυτόχρονη επιδίωξη όλων αυτών των στρατηγικών το μόνο που θα καταφέρει η ΕΕ είναι να ωθήσει τις τιμές των εμπορευμάτων στα ύψη με τους καταναλωτές να πλήττονται βάναυσα από τον συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού και αυξημένων τιμών.

Με σχεδόν 62% εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας, με πολιτική που ενθαρρύνει τις εισαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα και μια πεισματική απροθυμία να αξιοποιήσει τα δικά της όχι ευκαταφρόνητα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου – που απαντώνται στη Βόρεια Θάλασσα, στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Αδριατική και στη Μαύρη Θάλασσα - η ΕΕ δεν είναι σε θέση να μειώσει σημαντικά την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο πόσο μάλλον να υπαγορεύσει πολιτικές στους εκτός Ευρώπης προμηθευτές της. Η δε άρνηση από τους γραφειοκράτες της ΕΕ να αντιληφθούν την σημερινή άβολη πραγματικότητα (και να αναγνωρίσουν το ενεργειακό handicap της Ευρώπης) οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις, με τις ενεργειακές πρώτες ύλες δυσεύρετες και τις τιμές των καυσίμων να κινούνται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα μέχρι το 2023.