Πριν από 50 χρόνια, το έτος 1972, δημοσιεύτηκε η μελέτη «Τα Όρια της Ανάπτυξης», η οποία σηματοδότησε την απαρχή ενός ατέρμονος επιστημονικού διαλόγου γύρω από το θέμα της διατηρήσιμης ανάπτυξης, καθώς και τα πιθανά φυσικά εμπόδια που την καθιστούν ανέφικτη. Οι υψηλοί αναπτυξιακοί ρυθμοί που καταγράφηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια έδωσαν σημαντική τροφή για προβληματισμό σχετικά με την πορεία της ανθρωπότητας και τα προβλήματα

 

που ενδεχομένως γεννούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της. Είχε προηγηθεί η έκδοση του ιστορικού πλέον κειμένου του John Kenneth Galbraith «Η Κοινωνία της Αφθονίας», ο οποίος τάραξε τα νερά του ευδαιμονούντος δυτικού κόσμου της εποχής και μπόλιασε την αμφισβήτηση στα μυαλά της φοιτητιώσας νεολαίας, με αποτέλεσμα τις εξεγέρσεις του Μάη του ’68 σε Γαλλία και Γερμανία και πιο περιορισμένα στις ΗΠΑ. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε από μια διευρυμένη ομάδα οικονομολόγων, επιχειρηματιών και διπλωματών από όλον τον κόσμο ο ανεξάρτητος όμιλος «Club of Rome», ο οποίος ανέθεσε τη μελέτη εναλλακτικών σεναρίων για την πιθανή εξέλιξη της ανθρωπότητας, στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου μοντέλου. Το βασικό ερώτημα ήταν: Πώς μπορούμε να ζήσουμε καλά στη Γη μας, χωρίς όμως να καταστρέψουμε τις βάσεις πάνω στις οποίες στηριζόμαστε; Αποτέλεσμα ήταν η έκδοση του κειμένου «Τα Όρια της Ανάπτυξης», υπό τον Dennis Meadows (MIT), το κεντρικό συμπέρασμα του οποίου συνοψίζεται στα εξής: «Αν η σημερινή ανάπτυξη του παγκόσμιου πληθυσμού, της εκβιομηχάνισης, της ρύπανσης του περιβάλλοντος, της παραγωγής τροφίμων και της αλόγιστης χρήσης πρώτων υλών παραμείνει στα ίδια επίπεδα, τότε τα φυσικά όρια του πλανήτη θα έχουν εξαντληθεί στα επόμενα 100 χρόνια».

Όπως ήταν φυσικό, η μελέτη αιφνιδίασε τους πάντες, τόσο τους σκεπτικιστές όσο και τους υποστηρικτές του οικονομικού συστήματος. Οι μεν κέρδισαν σε τεκμηριωμένα επιχειρήματα για να στηρίξουν τις θέσεις τους, οι δε θορυβήθηκαν από την αποδοχή που είχαν οι απόψεις που εκφράζονταν στη μελέτη από πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Επρόκειτο άλλωστε όχι για ένα φυλλάδιο κάποιας ακτιβιστικής οργάνωσης, αλλά για μια μελέτη του MIT, την οποία διεξήγαγαν 17 εξέχοντες νέοι επιστήμονες με τη χρησιμοποίηση των πλέον σύγχρονων μέσων και μεθόδων.

Και ενώ διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις γύρω από την ορθότητα των προβλέψεων, κανείς δεν αμφισβήτησε σοβαρά την αρτιότητα της μελέτης, λαμβανομένων υπόψη των μέσων και των δεδομένων που είχαν οι ερευνητές στη διάθεσή τους. Η ομάδα ανέπτυξε ένα παγκόσμιο μοντέλο, το λεγόμενο «Model World3», το οποίο στηρίχτηκε στα ακόλουθα πέντε βασικά μεγέθη: Πληθυσμός της Γης, Αποθέματα πρώτων υλών, Βιομηχανική παραγωγή (κατά κεφαλήν), Τρόφιμα (κατά κεφαλήν) και Ρύπανση της ατμόσφαιρας. Αυτές οι μεταβλητές συνδέθηκαν μεταξύ τους σε σύνθετες αλληλεπιδράσεις, τις οποίες έτρεξαν με προσομοιώσεις σε υπολογιστές μεγάλης κλίμακας. Αποτέλεσμα ήταν η παρουσίαση 12 σεναρίων για την εξέλιξη του συνόλου αλλά και των επιμέρους τομέων, τα αποτελέσματα των οποίων δεν διεκδίκησαν βέβαια εγκυρότητα προγνώσεων. Άλλωστε, για έναν τόσο μεγάλο χρονικό ορίζοντα κανείς δεν είναι σε θέση να παράγει προγνώσεις ακόμη και σήμερα, στην εποχή της blockchain τεχνολογίας.

Η βασική υπόθεση της διαχρονικής αναπτυξιακής διαδικασίας με τον ίδιο ρυθμό αποτέλεσε την πρώτη ύλη για τους επικριτές της μελέτης. Η προέκταση του ρυθμού ανάπτυξης της εποχής εκείνης δέχθηκε τη σφοδρότερη κριτική για τις αδυναμίες της, κυρίως σε τρία σημεία. Την υποεκτίμηση της τεχνολογικής προόδου, τη δυνατότητα υποκατάστασης των πρώτων υλών και την αγνόηση του μηχανισμού των τιμών, ο οποίος φροντίζει όταν εμφανίζεται στενότητα προσφοράς ενός αγαθού ή πρώτης ύλης να κινητοποιεί την εξοικονόμηση και την εφευρετικότητα για εναλλακτικές λύσεις.

Ρίχνοντας μια αναδρομική ματιά, διαπιστώνουμε ότι εκεί που υπήρξε αστοχία στις εκτιμήσεις ήταν η χρονική διάρκεια μέχρι την εξάντληση των αποθεμάτων των πρώτων υλών. Το αργό πετρέλαιο, ο σίδηρος, το κάρβουνο, το αλουμίνιο, ο χαλκός, το μαγγάνιο, καθώς και μια σειρά ακόμη πρώτων υλών, οι οποίες βρίσκονταν στον πλανήτη μας εδώ και εκατομμύρια χρόνια, ξαφνικά με την εντατική εκμετάλλευσή τους απέκτησαν χρονολογία εξάντλησης. Για κάθε ύλη αναφέρονται δύο συγκεκριμένοι χρονικοί προσδιορισμοί. Ο ένας αφορά το απόγειο της χρήσης της και ο άλλος το τέλος της εκμετάλλευσης και συνεπώς της συμβολής της στην παραγωγική διαδικασία. Για τις περισσότερες πρώτες ύλες οι υπολογισμοί έδειχναν ότι πλησιάζει το τέλος το αργότερο μέχρι το έτος 2000. Αυτό όμως γνωρίζουμε ότι δεν συνέβη.

Στη συνεισφορά της μελέτης ανήκει η εμπεριστατωμένη δημοσιοποίηση μιας βασικής αλήθειας που εκείνη την εποχή γινόταν αποδεκτή. Ότι δηλαδή για την ευημερία των βιομηχανικών χωρών έπρεπε να πληρωθεί ένα βαρύ τίμημα σε βάρος των επόμενων γενεών που προερχόταν από τις καταστροφικές επιδράσεις στη φύση. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος της δημοσιοποίησης της μελέτης στο ευρύ κοινό με απλό τρόπο, ακριβώς για να αποτελέσει μοχλό πίεσης στο πολιτικό σύστημα, ώστε να αφυπνισθεί και να πάρει μέτρα ανάσχεσης της καταστροφικής πορείας. Το αποτέλεσμα έγινε γρήγορα ορατό. Εκατοντάδες μη κερδοσκοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις ιδρύθηκαν, χρησιμοποιώντας ως βασικά τους επιχειρήματα για να περάσουν τις απόψεις τους τα ευρήματα της μελέτης. Ακολούθησε πλήθος πράσινων κομμάτων, τα οποία σταδιακά απέκτησαν δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης.

Ειδικά στο θέμα της κλιματικής αλλαγής οι μελετητές επαληθεύτηκαν πλήρως. Παρότι εκείνη την εποχή πολλές πτυχές του προβλήματος ήταν άγνωστες, οι αναφορές τους για τη θερμική ρύπανση μέσω της καύσης του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του κάρβουνου με τη συνεπαγόμενη έκλυση του διοξειδίου του άνθρακα, υπήρξαν πρωτοποριακές. Σήμερα, μισό αιώνα μετά, γνωρίζουμε σίγουρα πολύ περισσότερα για το μέγεθος και τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των βασικών μεταβλητών, όπως είναι τα αποθέματα πρώτων υλών, η ατμοσφαιρική ρύπανση και οι αντοχές των οικοσυστημάτων. Επίσης είναι πλέον μετρήσιμες οι επιδράσεις της ανθρώπινης παρέμβασης σε αυτά, όπου πλέον το αποτύπωμα παραπέμπει σε πραγματική απειλή για την ανθρωπότητα. Και ενώ το μέγεθος του προβλήματος φαίνεται να γίνεται αποδεκτό από τους πάντες, οι αναγκαίες παρεμβάσεις για την ανάσχεσή του δυστυχώς έρχονται πάντα καθυστερημένα. Το αποτέλεσμα είναι ότι το μεν πρόβλημα οξύνεται, το δε κόστος αυξάνεται, αφού οι απαιτούμενοι συχνά πιθανοί περιορισμοί και περικοπές προϊόντος του χρόνου μεγεθύνονται, κάτι που είχαν ήδη επισημάνει στην αρχική τους μελέτη «Τα Όρια της Ανάπτυξης» οι συντάκτες της, μετά την ανάθεση που τους έγινε από τον όμιλο «Club of Rome» το μακρινό 1972.

 

* Χαράλαμπος Γκότσης -Καθηγητής Οικονομικών, τ. πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

(Αναδημοσίευση από τη Ναυτεμπορική)

 

Διαβάστε ακόμα