Οι οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζουν Ευρώπη και η ΗΠΑ κατά της Ρωσίας μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία (24/3) έχουν επικεντρωθεί στον τραπεζικό και ενεργειακό τομέα ενώ παράλληλα έχει πληγεί σημαντικά ο χώρος του εμπορίου και της βιομηχανίας με την αποχώρηση όλων σχεδόν των μεγάλων ξένων εταιρειών. Και ενώ οι τραπεζικές κυρώσεις και αυτές εναντίον συγκεκριμένων ατόμων, όπως είναι οι Ρώσοι ολιγάρχες, δεν αντιμετωπίζουν

ιδιαίτερο πρόβλημα στην εφαρμογή τους στο θέμα της ενέργειας η δομή του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος είναι τέτοια που καθιστά την οποία εφαρμογή όχι μόνο προβληματική αλλά και επιφέρουσα τα αντίθετα αποτελέσματα αφού συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών και οδηγούν σε έλλειμα προμήθειας.

Το πόσο δύσκολο είναι τελικά να εφαρμοστούν ενεργειακές κυρώσεις κατά της Μόσχας μειώνοντας η και τερματίζοντας την προμήθεια πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα φάνηκε από το 5ο πακέτο ευρωπαϊκών κυρώσεων που ανακοινώθηκε στις αρχές Απριλίου και της παράτασης που δόθηκε ευθύς μετά για τις εισαγωγές Ρωσικού άνθρακα, με κύριο αποδεκτή την Γερμανία. Αφού οι βιομηχανίες της και οι ηλεκτροπαραγωγοί της δεν μπορούν σε τόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξεύρουν εναλλακτικό προμηθευτή. Και ασφαλώς ούτε αυτή την φορά συμπεριλήφθηκαν το Ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο στα προς αποκλεισμό ενεργειακά καύσιμα. 

Μία ενδεχόμενη άμεση αποκοπή της Ευρώπης από Ρωσικές ενεργειακές προμήθειες προκειμένου να στερήσει σημαντικά συναλλαγματικά έσοδα στην Μόσχα, τα οποία την βοηθούν να χρηματοδοτεί τον κρατικό της προϋπολογισμό και έμμεσα τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, θα είχε καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις στην Ευρώπη η οποία αίφνης θα ευρίσκετο ενεργειακά ξεκρέμαστη αφού ως γνωστό εισάγει περίπου το 40% του φυσικού αερίου και το 25% του πετρελαίου από την Ρωσία. Ενώ η απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο στο μεγαλύτερο ποσοστό προμήθειας είναι εφικτή σε βάθος χρόνου (6-9 μήνες) λόγω ύπαρξης αρκετών εναλλακτικών προμηθευτών, στην περίπτωση του φ. αερίου κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο.  

Έχοντας αποκλείσει την οικειοθελή αποχή από εισαγωγές Ρωσικού φυσικού αερίου, ο φόβος που διακατέχει τώρα τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής, είναι η διακοπή της ροής από την Μόσχα με αφορμή την απόφαση του Προέδρου Πούτιν για την πληρωμή των εισαγωγών σε ρούβλια. Που όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό να συμβεί αφού, βάσει του Προεδρικού Διατάγματος της 31/3, οι ευρωπαίοι εισαγωγείς θα εξακολουθούν να πληρώνουν σε ευρώ και αυτά θα μετατρέπονται αυτομάτως σε ρούβλια άμα τη καταβολή. 

Επιπλέον, η Μόσχα θα είναι η τελευταία που θα επισπεύσει την διακοπή ροής αερίου προς την Ευρώπη καθότι θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα διάθεσης του αερίου που εξάγει στις Ευρωπαϊκές χώρες και αντιστοιχεί σχεδόν στο 28%  της συνολικής της παραγωγής, που το 2020 έφθασε τα 639 δισεκ.κυβ.μετρα (bcma) και στο 75% των συνολικών εξαγωγών αερίου. Με πολλές χιλιάδες χιλιομέτρων αγωγών και ένα εκτενές πλέγμα συμπιεστών, μετρητικών σταθμών και υπόγειων δεξαμενών, υποδομές που έχουν αναπτυχθεί συστηματικά τα τελευταία 50 χρόνια, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και για την ίδια την Ρωσία να επαναπροσανατολίσει τις εξαγωγές της προς την Ανατολή (Κίνα) και τον Νότο (Ινδία, Πακιστάν) όπου δεν διαθέτει αντίστοιχο δίκτυο μεταφοράς αερίου, ενώ ο τερματισμός παραγωγής στα μεγάλα κοιτάσματα αερίου στη χερσόνησο Yamal είναι εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία με υψηλό κόστος. 

Επειδή όμως έχει προ πολλού απωλεσθεί η όποια συναλλαγματική πίστη ανάμεσα στην Ρωσία και την Ευρώπη, υπάρχει διάχυτη η καχυποψία ότι η απόφαση για πληρωμές σε ρούβλια αποτελεί μια καλοστημένη παγίδα του Κρεμλίνου ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να διακόψει την ροή του φυσικού αερίου, η μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση μετά την άλλη ενεργοποιούν προγράμματα έκτακτης ανάγκης. Μέσω αυτών σχεδιάζουν ακόμα και περιορισμούς στην ηλεκτροδότηση προκειμένου να αντιμετωπίσουν τυχόν ελλείψεις στην ενεργειακή τροφοδοσία από την Ρωσία.  

Καθίσταται εμφανές πλέον το ποσό ενεργειακά ευάλωτη είναι τελικά η Ευρώπη έναντι της Ρωσίας. Μια Ευρώπη η οποία χάριν στην μονόφθαλμη προσήλωση της στο θέμα της κλιματικής αλλαγής και της επίτευξης φιλόδοξων στόχων για απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και την έναντι οποιουδήποτε κόστους προώθηση των ΑΠΕ και των πέριξ αυτών τεχνολογιών, παρέβλεψε την αναγκαιότητα τους στην λειτουργία του ενεργειακού συστήματος στην περίοδο μετάβασης, και υποβάθμισε εγκληματικά το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας. Τώρα, εν μέσω ενεργειακής κρίσης και πολύ υψηλών τιμών που υποσκάπτουν την οποία οικονομική πολιτική, η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί την χρησιμότητα του άνθρακα, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, (που μεταξύ τους παρέχουν πολύτιμα ηλεκτρικά φορτία βάσης) μεταθέτοντας για αργότερα την πολυπόθητη απεξάρτηση από αυτά τα «πρωτόγονα» καύσιμα. 

Το σχέδιο REPowerEU 

Προκειμένου να προχωρήσει σε μια γρήγορη απεξάρτηση από το Ρωσικό αέριο και να ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία της ΕΕ, η Κομισιόν στις 8 Μαρτίου ανακοίνωσε ένα κατεπείγον  πρόγραμμα ενεργειακού μετασχηματισμού, γνωστό ως REPowerEU. Το πρόγραμμα, πέρα από την προφανή ενίσχυση του δυναμικού των ΑΠΕ με χρονικό ορίζοντα το 2030, έχει θέσει υπέρ φιλόδοξους στόχους για την άμεση αντικατάσταση του Ρωσικού φυσικού αερίου. Ετσι μεταξύ άλλων προβλέπει μέχρι το τέλος του 2022 την αντικατάσταση 100 bcma εισαγόμενου Ρωσικού αερίου με ένα συνδυασμό LNG, υδρογόνου και βιομεθανίου. Ουσιαστικά μιλάμε για την αντικατάσταση μιας μορφής εξάρτησης από μια άλλη αφού προβλέπονται επιπλέον εισαγωγές 60  bcma LNG που θα έρθουν να προστεθούν στα 100 bcma που ήδη εισάγει η Ευρώπη και αντιστοιχούν στο 25% της συνολικής κατανάλωσης. 

Στο πλαίσιο αυτό ο πρόεδρος Τζό Μπαιντεν κατά την διάρκεια της επίσκεψης του στις Βρυξέλλες στις 25/3 υποσχέθηκε 15 bcma αμερικανικού LNG. Όπως υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς αυτή την στιγμή δεν υπάρχουν διαθέσιμες τέτοιου μεγέθους extra ποσότητες LNG στην διεθνή αγορά για να προμηθεύσουν την ΕΕ, αλλά ούτε υφίστανται οι απαραίτητες υποδομές σε τέρμιναλ LNG ,αποθηκευτικούς χώρους και αγωγούς. Βάσει υπολογισμών του ΙΕΝΕ εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν περί τα € 60 δισεκ. επενδύσεων σε ένα χρονικό ορίζοντα 3-5 ετών ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές που θα επιτρέψουν στην ΕΕ να εισάγει αέριο από εναλλακτικούς προμηθευτές, μέσω αγωγών αλλά και LNG ώστε να μειώσει κατακόρυφα την εξάρτηση της από το Ρωσικό αέριο. 

Εντύπωση προκαλεί πάντως ότι ακόμα στην ύστατη αυτή στιγμή που διακυβεύεται η ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ το επιτελικό σχέδιο της Κομισιόν δεν αναφέρει λέξη για την προφανή ανάγκη ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και αερίου. Με τους ευρωπαίους ιθύνοντες να εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα ορυκτά καύσιμα δεν έχουν θέση στο αυριανό ενεργειακό μίγμα, και την επίτευξη μηδενικών ρύπων το 2050 ,η και νωρίτερα, να αποτελεί αδιαπραγμάτευτο όρο την στιγμή που η ΕΕ είναι υπεύθυνη μόνο για το 7.0% των παγκόσμιων εκπομπών του θερμοκηπίου. Δίδοντας όμως το καλό παράδειγμα εις πείσμα της αρνητικής συμπεριφοράς των μεγάλων ρυπαντών (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, ΗΠΑ),  η ΕΕ θα κινδυνεύει με την  απόλυτη ενεργειακή φτωχοποίηση.