Η παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου αναμένεται να μειωθεί ελαφρά φέτος λόγω των υψηλότερων τιμών και των διαταραχών της αγοράς που προκλήθηκαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σύμφωνα με την τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA). Η έκθεση αναθεώρησε την πρόβλεψη του Οργανισμού για την παγκόσμια αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου για το 2022 από την προηγούμενη πρόβλεψη 1% σε ελαφρώς κάτω από το μηδέν, που αντιστοιχεί σε αρνητική αναθεώρηση της ζήτησης 

φυσικού αερίου κατά 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις της προηγούμενης τριμηνιαίας έκθεσης. 

Η αναμενόμενη συρρίκνωση της παγκόσμιας ζήτησης φυσικού αερίου ισοδυναμεί με περίπου το ήμισυ των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου των ΗΠΑ του περασμένου έτους. 

Η παγκόσμια κατανάλωση φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 4,5% πέρυσι παρά την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, ειδικά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αυξήσει την πίεση και την αβεβαιότητα στην ήδη στενή αγορά φυσικού αερίου, ειδικά στην Ευρώπη, σύμφωνα με τον ΙΕΑ. «Ενώ δεν υπάρχουν νομικοί περιορισμοί στην εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή τη στιγμή, ο πόλεμος ώθησε τις κυβερνήσεις της ΕΕ να επιδιώξουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων όσο το δυνατόν γρηγορότερα», αναφέρει ο Οργανισμός. 

Οι τιμές του φυσικού αερίου spot έχουν εκτοξευθεί σε υψηλά ρεκόρ, καθώς η βούληση της Ευρώπης να διαφοροποιήσει την προσφορά φυσικού αερίου έχει εντείνει τη ζήτηση για φορτία LNG, με κάποια από αυτά να εκτρέπονται από την Ασία. 

Ασία: Τέσσερεις Φορές Ακριβότερο το Spot LNG σε Σχέση με τον Μ.Ο. Πενταετίας – Πέντε Φορές στην Ευρώπη 

Σύμφωνα με την έκθεση, οι μέσες τιμές spot LNG στην Ασία κατά την χειμερινή περίοδο 2021-2022 ήταν τέσσερεις φορές μεγαλύτερες από τον μέσο όρο της πενταετίας. Στην Ευρώπη, οι τιμές spot LNG ήταν πέντε φορές υψηλότερα από τον μέσο όρο της πενταετίας, παρά τον ήπιο χειμώνα. 

«Οι τιμές ενισχύθηκαν επίσης από τις κινήσεις της Ρωσίας, ακόμη και πριν από τον πόλεμο, να μειώσει δραστικά τις βραχυπρόθεσμες πωλήσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη, οι οποίες είχαν αφήσει τα επίπεδα αποθήκευσης στην Ευρώπη κατά 17% κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας στην αρχή της ευρωπαϊκής περιόδου θέρμανσης», ανέφερε ο IEA στην έκθεση. 

«Η απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πάνω από όλα μια ανθρωπιστική καταστροφή, αλλά έχει επίσης πυροδοτήσει μια μεγάλη κρίση εφοδιασμού σε ενέργεια και ασφάλειας», δήλωσε ο Keisuke Sadamori, διευθυντής Ενεργειακών Αγορών και Ασφάλειας του IEA, σύμφωνα με την έκθεση. Ο Sadamori τόνισε ότι, ενώ ο σκληρότερος ανταγωνισμός για την προμήθεια LNG είναι αναπόφευκτος καθώς η Ευρώπη μειώνει την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, η καλύτερη και πιο διαρκής λύση στις σημερινές ενεργειακές προκλήσεις θα ήταν η επιτάχυνση της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε όλες τις οικονομίες και η επιτάχυνση της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα σε πηγές ενέργειας με χαμηλή περιεκτικότητα άνθρακα, καθώς και των χαμηλών εκπομπών άνθρακα. 

Μείωση 6% στην Κατανάλωση στην Ευρώπη, Αύξηση 3% στην Ασία το 2022 

Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της Ευρώπης, αφού κάλυψε το 33% της ζήτησης στην Γηραιά Ήπειρο το 2021, από 25% το 2009. Η ροή φυσικού αερίου που διέρχεται μέσω της Ουκρανίας συνεχίστηκε μέχρι στιγμής από την έναρξη του πολέμου, παρά το γεγονός ότι η ίδια η Ουκρανία αντιμετωπίζει διακοπές στον εφοδιασμό και ζημιές στην υποδομή φυσικού αερίου της, ανέφερε ο IEA. Σύμφωνα με την έκθεση, η κατανάλωση φυσικού αερίου φέτος αναμένεται να μειωθεί κατά σχεδόν 6% στην Ευρώπη, ενώ στην Ασία αναμένεται να αυξηθεί κατά 3% το 2022, μια σημαντική επιβράδυνση από την ανάπτυξη 7% το 2021.

Περιοχές όπως η Αμερική, η Αφρική και η Μέση Ανατολή αναμένεται να επηρεαστούν λιγότερο άμεσα από την αστάθεια της αγοράς φυσικού αερίου, καθώς βασίζονται κυρίως στην εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου. «Ωστόσο, επηρεάζονται από τις ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων τιμών των εμπορευμάτων, της ασθενέστερης αγοραστικής δύναμης και των χαμηλότερων επενδύσεων λόγω της μειωμένης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης», ανέφερε ο Οργανισμός.