Το 2021 ο μισός περίπου ηλεκτρισμός που κατανάλωσε η Ελλάδα προήλθε από εισαγωγές ή από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα (φυσικό αέριο 34%, πετρέλαιο 10%, καθαρές εισαγωγές 3,5%). Το άλλο μισό περίπου προήλθε από αιολικά (18%-19%), φωτοβολταϊκά (9%),  υδροηλεκτρικά (11%) και λιγνίτη (12%). Όπως απέδειξε ο πόλεμος, η ενεργειακή ανεξαρτησία είναι εθνικό θέμα. Τα ορυκτά καύσιμα γίνονται

 

εύκολα όπλο στα χέρια του επιτιθέμενου. Από την άλλη πλευρά οι ανανεώσιμες παράγουν εγχώρια ενέργεια.

Τις προηγούμενες δεκαετίες η Ελλάδα στήριξε τον εξηλεκτρισμό της στον εγχώριο λιγνίτη. Από το 2010 έχει ξεκινήσει η απολιγνιτοποίηση και εξελίσσεται με αμείωτο, και σχεδόν σταθερό, ρυθμό. Η ετήσια παραγωγή από λιγνίτη που το 2010 ήταν περίπου 30GWh υποχώρησε σε κάτι περισσότερο από 25GWh το 2014, σε 17GWh το 2018 και 10GWh το 2020. Ο λόγος είναι κυρίως οικονομικός. Η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη (και γενικά άνθρακα) είναι ακριβή και θα παραμείνει ακριβή ακόμα και αν η σημερινή κρίση τελειώσει και αποκλιμακωθούν οι τιμές του φυσικού αερίου. Το κόστος αυτό υπήρχε πάντοτε αλλά η κοινωνία και οι φορολογούμενοι το κατέβαλαν εμμέσως και όχι μέσω της τιμής του λιγνίτη όπως γίνεται πλέον.

Παρ΄ όλα αυτά, ο λιγνίτης μπορεί να διαδραματίσει ρόλο εφεδρείας. Για τέτοιες έκτακτες συνθήκες, όπως η σημερινή κρίση και ο πόλεμος, και μέχρι να αναπτυχθούν πλήρως οι κατάλληλες εναλλακτικές, η κοινωνία θα πρέπει να αναλαμβάνει το αυξημένο κόστος του λιγνίτη.

Για το ποιες είναι αυτές οι κατάλληλες εναλλακτικές πρέπει να ληφθεί υπόψη το κόστος και ο χρόνος ανάπτυξής τους.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ο 100% βεβαιωμένος εθνικός ενεργειακός πλούτος της Ελλάδας. Οι τεχνολογίες αξιοποίησής τους (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά) είναι ώριμες, γνωστές και ασφαλείς. Η χρηματοδότηση από τράπεζες και άλλα ιδιωτικά κεφάλαια είναι διαθέσιμη. Το κατασκευαστικό και επενδυτικό δυναμικό στην Ελλάδα μπορεί να παραδώσει τους φιλόδοξους στόχους. Και πάνω από όλα οι ανανεώσιμες παράγουν πολύ φθηνό ηλεκτρισμό με σταθερό και γνωστό κόστος που δεν εξαρτάται από τις διεθνείς ισορροπίες.

Το κόστος παραγωγής από νέα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα είναι της τάξης των 55 ευρώ/ΜWh. Το κόστος αυτό είναι πολλές φορές μικρότερο από την τιμή ηλεκτρισμού που έχει εκτοξευθεί πάνω από 200 ή 300 ή και παραπάνω ευρώ στην ημερήσια αγορά εξαιτίας των ορυκτών καυσίμων και η οποία βαραίνει τους καταναλωτές. Χάρη σε αυτή τη διαφορά, η Κυβέρνηση μπορεί και διοχετεύει πόρους στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) και από εκεί να επιδοτεί τα τιμολόγια.  Είναι η «Πίστωση ΤΕΜ» που βλέπουμε στους λογαριασμούς. Δηλαδή αν δεν υπήρχαν τα αιολικά πάρκα, η κρίση θα ήταν ακόμα πιο δυσβάσταχτη.

Το ότι η αιολική ενέργεια, και γενικά οι Α.Π.Ε., είναι πολύ φθηνότερη από το λιγνίτη και το φυσικό αέριο, δεν οφείλεται μόνο στην κρίση. Ίσχυε και πριν την πρόσφατη εκτόξευση των τιμών. Ενδεικτικά η τελευταία  ετήσια έκδοση του διεθνούς οίκου Lazard που εκδόθηκε τον Οκτώβριο 2021 καταγράφει απολογιστικά στοιχεία κόστους πριν την εκτόξευση των τιμών: σε διεθνές επίπεδο, τον προηγούμενο χρόνο, κατά μέσο όρο, το κόστος των αιολικών πάρκων και των μεγάλης κλίμακας φωτοβολταϊκών ήταν 43 δολάρια/MWh. Οι πιο ακριβές τεχνολογίες ήταν τα νέα πυρηνικά με 205 δολάρια/MWh, οι σταθμοί αιχμής φυσικού αερίου με 197 δολάρια/MWh, και οι ανθρακικοί σταθμοί με 130 δολάρια/MWh. Ενδιαμέσως είχαμε τους σταθμούς αερίου συνδυασμένου κύκλου με 64 δολάρια/MWh και τη γεωθερμία με 87 δολάρια/MWh.

Από την άλλη πλευρά οι υδρογονάνθρακες είναι πιθανολογούμενοι. Εάν βρεθούν και εάν το κόστος εκμετάλλευσής τους είναι λογικό, τότε ίσως αξιοποιηθούν σε πολλά χρόνια. Ο πόλεμος όμως συμβαίνει τώρα. Τώρα είναι η ανάγκη για φθηνή εγχώρια ενέργεια.

Το συμπέρασμα είναι ένα: πρέπει να είναι αντικαταστήσουμε τα ακριβά με τα φθηνά. Τα εισαγόμενα με τα εγχώρια. Τα βρώμικα με τα καθαρά. Και πρέπει να το κάνουμε τώρα.

Κλείνω με δύο σχόλια:

Πρώτον. Λίγοι μεγάλοι συμβατικοί ή πυρηνικοί σταθμοί που παράγουν το ρεύμα που χρειαζόμαστε, είναι ευάλωτοι στόχοι. Πολλά διασπαρμένα σε όλη τη χώρα αιολικά πάρκα και φωτοβολταϊκοί σταθμοί είναι πολύ πιο απαιτητικοί και δύσκολοι στόχοι για τον αντίπαλο.

Δεύτερον. Το αιολικό δυναμικό του Αιγαίου. Έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να μετατρέψουμε το Αιγαίο σε κέντρο πλούτου, ειρήνης και ασφάλειας. Η ανάπτυξη θαλάσσιων αιολικών πάρκων στο Αιγαίο σημαίνει γεωπολιτική ενδυνάμωση της πατρίδας.  Παράλληλα, τα θαλάσσια αιολικά έχουν πολύ μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία (της τάξης του70%) και συμβάλουν στην ανάπτυξη μιας εγχώριας εφοδιαστικής αλυσίδας που εμπλέκει παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας μας: ναυπηγία, λιμάνια, καλώδια, τσιμεντοβιομηχανία, μεταφορές, υπηρεσίες.

 

*Λίγα λόγια για τον κ. Παναγιώτη Παπασταματίου, Γενικό Διευθυντή, Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας ΕΛΕΤΑΕΝ

Ο Παναγιώτης Παπασταματίου είναι Διευθυντής Ανάπτυξης του ομίλου ΕΝΤΕΚΑ, Γενικός Διευθυντής της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας ΕΛΕΤΑΕΝ και εκλεγμένο μέλος του ΔΣ του ΕΣΗΑΠΕ. Διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην ανάπτυξη ενεργειακών έργων. Είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός με Διδακτορικό στην Επιχειρησιακή Έρευνα και την Ενεργειακή Πολιτική.

 

(το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ΕΣΤΙΑ στις 27/3/2022)

Διαβάστε ακόμα