Δεν είναι μόνο ορισμένοι ορθολογιστές αναλυτές και αντίθετοι στο ισοπεδωτικό θρήσκευμα της κλιματικής αλλαγής οικονομολόγοι (δηλ. contrarian) που ανησυχούν για τις επικίνδυνες παρενέργειες της βίαιης ενεργειακής μετάβασης στις ΑΠΕ. Στις φωνές της λογικής έρχεται τώρα να προστεθεί και αυτή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) η οποία μέσω δηλώσεων της υπευθύνου για την λειτουργία των

αγορών (market operations) Isabel Schnabel προειδοποιεί ότι « η προγραμματισμένη (γρήγορη) μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη και χαμηλών εκπομπών οικονομία ενέχει μετρήσιμα και σημαντικά ρίσκα στις προβλέψεις μας για τον μεσοπρόθεσμο δομικό πληθωρισμό στην ευρωζώνη». Μιλώντας μέσω video link στο ετήσιο συνέδριο του American Finance Association το περασμένο Σάββατο (8/1) το ανώτερο στέλεχος της ΕΚΤ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου λόγω των ιδιαίτερα υψηλών τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού που έχουν επικρατήσει στην Ευρώπη το τελευταίο εξάμηνο και έχουν την αφετηρία τους στην ακολουθούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτική βίαιης αλλαγής ( δηλ.μέχρι το 2030) του ενεργειακού μίγματος χωρίς να ληφθούν υπ´οψη οι αρνητικές παρενέργειες στην οικονομία αλλά και στον ίδιο τον καταναλωτή.

«Όταν η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, μετά το πρώτο τρίμηνο του 2021, καθώς υποχωρούσε η πανδημία του κορωνοϊού η απότομη αύξηση των ενεργειακών τιμών οδήγησε τον πληθωρισμό στο 5% τον περασμένο Δεκέμβριο, σε ιστορικό υψηλό. Όμως η ΕΚΤ προβλέποντας ότι σταδιακά οι ενεργειακές τιμές θα μειωθούν έχει δεσμευθεί να συνεχίσει το πρόγραμμα πιστωτικής υπέρ χαλάρωσης (ultra loose monetary policy) για τουλάχιστον ακόμα ένα έτος. Όμως οι εμφανείς πλέον πληθωριστικές επιπτώσεις από την πράσινη μετάβαση θα υποχρεώσουν την Τράπεζα να αναθεωρήσει την θέση της», δήλωσε μεταξύ άλλων η κα. Schnabel. Συμπληρώνοντας, προκειμένου να αποσαφηνίσει πλήρως τις απόψεις της ΕΚΤ, ότι «υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι κεντρικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διαφοροποιήσουν τις θέσεις τους από το επικρατούν consensus βάσει του οποίου η πιστωτική πολιτική οφείλει να αγνοεί τις (πρόσκαιρα) υψηλές τιμές ενέργειας προκειμένου να εξασφαλίσει σταθερότητα στις τιμές σε μεσοπρόθεσμη βάση».

Τα σχόλια αυτά από ένα ανώτερο στέλεχος της ΕΚΤ όπως η Isabel Schnabel έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς η Τράπεζα έχει σκοπό να συνεχίσει το πρόγραμμα ελεύθερης πιστωτικής χαλάρωσης για δυο ακόμα χρόνια προχωρώντας σε αγορές ομολόγων. Να σημειωθεί ότι από τότε που ξεκίνησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πριν από 7 χρόνια η ΕΚΤ έχει συσσωρεύσει ομόλογα συνολικής αξίας € 4,7 τρισεκ. ενώ μόνο η παρέμβαση της για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος εν όψει της πανδημίας την ώθησε, τους τελευταίους 20 μήνες, να αγοράσει ομόλογα αξίας € 1,85 τρισεκ.

Τώρα, εν όψει μιας διαρκώς επιδεινούμενης ενεργειακής κρίσης και την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι οι τιμές φ. αερίου και ηλεκτρισμού στην Ευρώπη δεν πρόκειται να υποχωρήσουν αισθητά το 2022, η Τράπεζα εξετάζει πλέον σοβαρά τον πρόωρο τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων. Αυτό θα έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις για χώρες με υψηλό δανεισμό όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Να σημειωθεί ότι τον περασμένο μήνα οι ενεργειακές τιμές σε επίπεδο καταναλωτή στις 19 χώρες της ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 26%,σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2021, ενώ οι χόνδρο εμπορικές τιμές του φυσικού αερίου που ανήλθαν στα € 196/MWh τον περασμένο Νοέμβριο ήσαν τετραπλάσιες σε σύγκριση με αυτές πριν ακριβώς ένα χρόνο πριν. «Ενώ οι τιμές πολλών ενεργειακών προϊόντων συνήθως αποκλιμακώνονται τόσο γρήγορα όσο αυξάνονται στην σημερινή συγκυρία δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο αφού οι τιμές πρόκειται να κρατηθούν σε υψηλά επίπεδα λόγω των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η ΕΕ στο πλαίσιο του συμφώνου των Παρισίων που προϋποθέτει υψηλές ενεργειακές τιμές», παρατήρησε μεταξύ άλλων η κα. Isabel Schnabel επιβεβαιώνοντας πλήρως την αρθρογραφία μας ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας στην ΕΕ απορρέουν από πολιτικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί εδώ και αρκετό καιρό.

Απλούστατα οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών από πλευράς ζήτησης και γεωπολιτικής δημιούργησαν το τέλειο υπόβαθρο για την απότομη αύξηση των τιμών, το β' εξάμηνο του περασμένου έτους. Με τις τιμές να μην υποχωρούν αφού το κονκλάβιο της ΕΕ προωθεί παράλληλα πολιτική υψηλών τιμών δικαιωμάτων εκπομπών, μέσω του μηχανισμού ETS, που ελέγχει πλήρως, υποστηρίζοντας με αυτό τον τρόπο τις πάγιες θέσεις του ότι η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με υψηλές ενεργειακές τιμές. Για να αποφύγει δε ευρείας κλίμακας κοινωνικές αναταραχές στα κράτη μέλη προωθεί το μόνιμο μηχανισμό στήριξης των ευάλωτων καταναλωτών επιφέροντας την πλήρη στρέβλωση του τρόπου λειτουργίας της εσωτερική αγοράς

Όμως με αυτή την ριψοκίνδυνη, για να μην πούμε πολιτικά και οικονομικά καιροσκοπική, πολιτική που έχει επιλέξει το κονκλάβιο και στόχο έχει την ανάδειξη της Ευρώπης στην πρώτη «ανθρακικά ουδέτερη» (και λοιπόν τι το σπουδαίο με αυτό; And so what?) η Ευρώπη καθίσταται η πλέον ακριβή περιοχή στον κόσμο υποσκάπτοντας απόλυτα τον παραγωγικό της ιστό και θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την πολιτική της συνοχή. Μια ακατανόητη οικονομική αυτοκτονία την στιγμή που οι βασικοί ανταγωνιστές της (Κίνα, Ινδία, ΝΑ Ασία) δεν δίνουν δεκάρα για την κλιματική αλλαγή περιοριζόμενοι μόνο στην διατύπωση προσχηματικών πολιτικών και δηλώσεις καλών προθέσεων.