Οι μάσκες έπεσαν. Και όσοι πίστευαν ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση θα κάνει την μεγάλη ανατροπή στην οικονομική πολιτική, διαψεύστηκαν. Από την Ρώμη ο νέος Καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σόλτς απηύθυνε ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Δήλωσε ότι είναι έτοιμος για μεγαλύτερες συγκλίσεις με τον Ιταλό Πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι αρκεί να μην μπαίνει στην μέση..το χρήμα. Εκεί υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ Βερολίνο, Ρώμης και Παρισιού. Όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας που έχει εισέλθει επιτακτικά

 

στο τραπέζι, ο Ντράγκι μίλησε για την ανάγκη «απαραίτητων αλλαγών όσον αφορά στους δημοσιονομικούς κανόνες και τις κρατικές ενισχύσεις προκειμένου να είναι συνεπείς με τους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ στους τομείς του περιβάλλοντος, της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιοποίησης, αλλά και στον τομέα της άμυνας». Ο Σολτς από την πλευρά του επανέλαβε την πάγια θέση του Βερολίνου ότι οι υφιστάμενοι κανόνες για το χρέος «έδειχναν πάντα μεγάλη ευελιξία και [ακόμα] το κάνουν». Και πρόσθεσε: «Έχουμε δείξει τι μπορούμε να κάνουμε, στο πλαίσιο των κανόνων που έχουμε, και ως εκ τούτου θα μπορέσουμε να τους χρησιμοποιήσουμε και στο μέλλον. Αποτελούν μια καλή βάση για αυτό». Είπε επίσης ότι η ΕΕ έχει διαθέσει κονδύλια σε χώρες, αναφερόμενος στο ταμείο ανάκαμψης των 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς και πρόσθετη βοήθεια 300 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω δανείων και ενός νέου προγράμματος για την ανεργία. «Πολλά χρήματα έχουν ήδη κινητοποιηθεί στην Ευρώπη», είπε ο Γερμανός Καγκελάριος. «Και η προτεραιότητά μας τώρα είναι να χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα», επεσήμανε ο ίδιος.

Αλλά και προ 10 ημερών, ο νέος Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ είχε προειδοποιήσει από το Παρίσι για τους κινδύνους του πληθωρισμού στην Ευρώπη, ζητώντας νομισματική σταθερότητα, στην πρώτη του συνάντηση με τον Γάλλο ομόλογό του. Σε διαφορετικό τόνο ο Μπρυνό Λε Μέρ είχε τονίσει ότι πρώτη προτεραιότητα για την Ευρώπη θα πρέπει να είναι οι επενδύσεις για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο Γάλλος υπουργός είχε μάλιστα προτείνει οι χώρες της ΕΕ να μπορούν να ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους για την επαναφορά των προϋπολογισμών τους μετά την πανδημία, ανάλογα με το σημείο εκκίνησής τους. «Ειλικρινά, Γαλλία και Γερμανία, δεν μοιραζόμαστε πάντα τις ίδιες ιδέες στην αρχή της διαδικασίας, αλλά ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σχέσης μας καθορίζεται από την ικανότητα να βρούμε συναίνεση στο τέλος», κατέληξε ο Λίντνερ.

Κοντολογίς, η νέα γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται αρκετά επιφυλακτική όσον αφορά την αλλαγή των υφιστάμενων κανόνων, κάνοντας λόγο για την ανάγκη οι κανόνες να είναι «πιο απλοί και πιο διαφανείς», αλλά και να επιβάλλονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα από τις Βρυξέλλες. Στην αντίπερα όχθη, το Παρίσι ένωσε την φωνή με τις χώρες του Νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάς φυσικά, ζητώντας την εφαρμογή μεγαλύτερης ευελιξίας στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Αποτελεί εξάλλου μια από τις προτεραιότητες της εξάμηνης γαλλικής προεδρίας της ΕΕ, που ξεκινά την 1η Ιανουαρίου. Υπενθυμίζεται ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας, λόγω της πανδημίας έχει ανασταλεί από το 2020 και έως το 2022 ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να λαμβάνουν μέτρα για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Στο επίκεντρο της συζητήσεως είναι η ρήτρα του 3% και του ποσοστού χρέους 60% επί του ΑΕΠ. Πρόκειται για τη ρήτρα που υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρουσιάζουν έλλειμμα μέχρι 3% του ΑΕΠ τους και να μειώνουν κατά 1/20 κάθε χρόνο το ποσοστό χρέους που ξεπερνάει το 60% του ΑΕΠ, κάτι που αφορά πρωτίστως τη χώρα μας.
Σύμφωνα με μελέτη του Τμήματος Μελετών του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα χρειαζόταν 53 χρόνια προκειμένου να μειώσει το χρέος της στο 70% του ΑΕΠ! Η Ιταλία θα χρειαζόταν 45 χρόνια, η Πορτογαλία 39, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Κύπρος και η Ισπανία 35, η Αυστρία και η Σλοβενία 25. Και ενώ ο ευρωπαϊκός Νότος επιθυμεί διακαώς όπως είναι λογικό την αλλαγή των αυστηρών κανόνων, οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης και δη οι λεγόμενοι « τέσσερις φειδωλοί» (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία ) δεν θέλουν ούτε να τα ακούσουν. Κάπου στην μέση βρίσκεται η Γερμανία, που τάσσεται υπέρ μικρών και συγκρατημένων αλλαγών. Σε κάθε περίπτωση το μόνο βέβαιο είναι ότι πριν καν αρχίσει, το 2022 ανακηρύσσεται το έτος της μεγάλης διαπραγμάτευσης.