Oταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, το 2011, οι περισσότεροι ξένοι δημοσιογράφοι που καλύπταμε τον εμφύλιο πόλεμο επιλέξαμε να μεταφερθούμε από τη Βεγγάζη, το κέντρο της εξέγερσης κατά του συνταγματάρχη Καντάφι, στην πρωτεύουσα Τρίπολη, όπου ήταν φανερό πλέον ότι θα δινόταν η τελική μάχη. Οι Αρχές μάς εγκατέστησαν στο πεντάστερο

ξενοδοχείο Rixos al Nasr, λιβυκή εκδοχή του Hotel California, όπου μπορούσες να μπεις, αλλά όχι να βγεις, τουλάχιστον όχι μόνος σου: βγαίναμε μόνο ομαδικά, σε πούλμαν, μαζί με τους συνοδούς-φρουρούς μας, που μας πήγαιναν σε επιλεγμένες συγκεντρώσεις οπαδών του Καντάφι, νοσοκομεία ή τόπους βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ.

Τουλάχιστον είχαμε καθημερινά μπρίφινγκ από τον ευγενέστατο Μούσα Ιμπραΐμ, εκπρόσωπο Τύπου της κυβέρνησης και άνθρωπο του Σαΐφ αλ Ισλάμ, δευτερότοκου γιου του συνταγματάρχη και ανεπίσημου διαδόχου του.

Ο ίδιος ο Σαΐφ αλ Ισλάμ εμφανίστηκε κάμποσες φορές στο Rixos. Οι φήμες έλεγαν ότι το ξενοδοχείο επικοινωνούσε υπόγεια με το μεγάλο στρατόπεδο-αρχηγείο της κυβέρνησης, το Μπαμπ αλ Αζίζια, που δεν βρισκόταν πολύ μακριά.

Στα 38 του χρόνια τότε, ο Σαΐφ αλ Ισλάμ, με σπουδές στο London School of Economics, τακτικός θαμώνας στο Σεν Τροπέ και το Μονακό, με ακριβό κοστούμι και γραβάτα, έμοιαζε με τυπικό δείγμα του διεθνούς τζετ σετ. Στη Λιβύη είχε το όνομα του μεταρρυθμιστή, που έριχνε γέφυρες προς τη Δύση και απελευθέρωσε πολιτικούς κρατουμένους.

 

Η εξέγερση
Ολα αυτά μέχρι το ξέσπασμα της εξέγερσης, οπότε ο γιος τάχθηκε στο πλευρό του πατέρα μέχρις ότου συλληφθεί από πολιτοφύλακες στην πόλη Ζιντάν και καταδικαστεί σε θάνατο, ύστερα από μια αμφιβητούμενη δίκη, το 2015. Ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ, καθώς το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ του έδωσε αμνηστία.

Την προπερασμένη Κυριακή, οι Λίβυοι αντίκρισαν έναν εντελώς διαφορετικό Σαΐφ αλ Ισλάμ. Στα 49 του χρόνια πλέον, ο υιός Καντάφι εμφανίστηκε με βεδουίνικη μπέρτα, τουρμπάνι και καφετί φουλάρι, παραπέμποντας ευθέως στα ενδυματολογικά ήθη του πατέρα του, για να καταθέσει την υποψηφιότητά του ενόψει των προεδρικών εκλογών που υποτίθεται ότι θα διεξαχθούν στις 24 Δεκεμβρίου. Αυτό συνέβη στην πόλη Σαμπά, μια όαση στην καρδιά της ερήμου, όπου η δυναστεία Καντάφι διατηρεί ισχυρή επιρροή στις τοπικές φυλές.

Αποδοκιμάζοντας τόσο την κυβέρνηση της Τρίπολης όσο και την παράλληλη κυβέρνηση της Βεγγάζης, που οδήγησαν τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο, ο Σαΐφ αλ Ισλάμ φιλοδοξεί να συσπειρώσει όσους απογοητεύτηκαν από τη λιβυκή εκδοχή της «Αραβικής Ανοιξης» και κατέληξαν να νοσταλγούν τις ημέρες που η χώρα τους είχε κράτος, ασφάλεια και πλούτο.

Αναλυτές που μίλησαν στους Financial Times εκτιμούσαν ότι αν διεξάγονταν εκλογές με στοιχειωδώς ελεύθερες συνθήκες ήταν πιθανό να κερδίσει, και μια άτυπη δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε μέσω Facebook και μνημονεύθηκε από την εφημερίδα Le Figaro τον έφερε πρώτο στην πρόθεση ψήφου.

Ο υιός Καντάφι ήταν ο πρώτος που έθεσε υποψηφιότητα, προκαλώντας ντόμινο εξελίξεων. Τη Δευτέρα, ο μεταβατικός πρωθυπουργός Αμπντουλχαμίντ αλ Ντιμπέιμπα, που εκπροσωπεί το στρατόπεδο της Τρίπολης, άφησε να εννοηθεί ότι θα κατέβει στην εκλογική μάχη, ενώ την επομένη ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του ο ισχυρός άνδρας της Βεγγάζης, Χαλίφα Χαφτάρ. Ωστόσο το πολιτικό σκηνικό είχε ήδη πάρει φωτιά.

Απειλή μποϊκοτάζ
Στη Μισράτα, τρίτη σε πληθυσμό πόλη της χώρας και οχυρό της εξέγερσης κατά του Καντάφι, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να μποϊκοτάρει τις προεδρικές εκλογές (και τις βουλευτικές, που προβλέπεται να διεξαχθούν ταυτόχρονα), αποδοκιμάζοντας το Κοινοβούλιο που «επιτρέπει σε εγκληματίες (δηλαδή στους Καντάφι και Χαφτάρ) να θέσουν υποψηφιότητα». Στην Τρίπολη εμφανίστηκαν αφίσες με τα πρόσωπα των δύο ανδρών και την επιγραφή «εγκληματίες πολέμου».

Στη διεθνή διάσκεψη του Παρισιού για τη Λιβύη, την προπερασμένη Παρασκευή, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία επέμειναν στην ανάγκη διεξαγωγής των εκλογών και απείλησαν με κυρώσεις όσους, εντός ή εκτός Λιβύης, επιχειρήσουν να τις υπονομεύσουν. Ωστόσο ο δρόμος προς τις κάλπες είναι ναρκοθετημένος.

Εξι εβδομάδες πριν από την εξαγγελθείσα ημερομηνία, οι αντίπαλες παρατάξεις δεν έχουν συμφωνήσει ούτε καν επί της συνταγματικής βάσης διεξαγωγής τους (αν η Λιβύη θα ακολουθήσει προεδρικό ή πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα), ούτε για την εκλογική νομοθεσία (ο νόμος που έχει ψηφίσει το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ απαγορεύει στον Ντιμπέιμπα να θέσει υποψηφιότητα). Με τα σημερινά δεδομένα, μόνο ως ανέκδοτο ακούγεται το ενδεχόμενο να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν εκλογικές συγκεντρώσεις ο Χαφτάρ ή ο Καντάφι στην Τρίπολη και ο Ντιμπέιμπα στη Βεγγάζη.

Η Διάσκεψη του Παρισιού
Επιπλέον, η Διάσκεψη του Παρισιού δεν έλυσε το μεγάλο πρόβλημα που αφορά την απόσυρση των ξένων στρατευμάτων και μισθοφόρων, κυρίως της Ρωσίας και της Τουρκίας, που υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα. Ο Εμανουέλ Μακρόν ήθελε στο Παρίσι τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά οι δύο ηγέτες προτίμησαν να στείλουν κατώτερου επιπέδου αντιπροσωπείες. Οπως δήλωσε η Αγκελα Μέρκελ, η Ρωσία εμφανίστηκε δεκτική στην απόσυρση των στρατευμάτων της, εφόσον κάτι τέτοιο πράξει και η Τουρκία, αλλά η τουρκική αντιπροσωπεία διατύπωσε, με αστερίσκο, τις επιφυλάξεις της. Με βάση τα παραπάνω είναι πολύ πιθανό η πορεία προς τις εκλογές, αντί να αποτελέσει σημαντικό βήμα προς την εθνική συμφιλίωση, να εγκαινιάσει μια καινούργια, ζοφερή σελίδα του λιβυκού δράματος.

Στην Αγκυρα το πρώτο μήνυμα
Επικαλούμενη πολιτικό αναλυτή της Τρίπολης, η γαλλική Le Monde έγραψε ότι η υποψηφιότητα Καντάφι υποστηρίζεται από τη Ρωσία, κάτι που δεν έχει επιβεβαιωθεί ούτε από τη Μόσχα ούτε από άλλες πηγές. Το βέβαιο είναι ότι ο Σαΐφ αλ Ισλάμ έστειλε, μέσω του εκπροσώπου του Μούσα Ιμπραΐμ, το πρώτο του μήνυμα όχι προς τη Μόσχα, αλλά προς την Αγκυρα. «Νομίζω ότι η Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα στη Μέση Ανατολή, έχει την ευκαιρία να συνεισφέρει στην ειρήνη και τη σταθερότητα της Λιβύης συνεργαζόμενη με όλους τους υποψηφίους, αλλά ιδιαίτερα με τον δρα Σαΐφ αλ Ισλάμ», δήλωσε ο Ιμπραΐμ στην τουρκική Sabah. Επί συνταγματάρχη Καντάφι, η Τουρκία ήταν σημαντικός οικονομικός εταίρος της Λιβύης. Τις παραμονές της εξέγερσης οι συμβάσεις της στη χώρα ήταν ύψους 15 δισ. δολαρίων – μεταξύ άλλων και το ξενοδοχείο Rixos που ανήκει σε τουρκικό όμιλο. Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είδε με καλό μάτι την επέμβαση του ΝΑΤΟ και μόνο την τελευταία στιγμή τάχθηκε υπέρ της αντιπολίτευσης, όταν η μάχη είχε κριθεί.

*(Από την Καθημερινή)