Τα ενεργειακά θέματα και τα σοβαρά προβλήματα που συνδέονται με αυτά είναι πολύπλοκα και δεν προσφέρονται για υπεραπλουστεύσεις και φθηνούς λαϊκισμούς. Είναι σαφές επίσης ότι θα παίζουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων και με αυξανόμενο ρυθμό θα επηρεάζουν οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Έτσι στο οικονομικό πεδίο ήδη κατέχουν δεσπόζουσα 

θέση στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και σε μεγάλο βαθμό κατευθύνουν τις παγκόσμιες εξελίξεις, οι οποίες -ως φαίνεται- είναι ευνοϊκές σε νέες μορφές κρατικών παρεμβάσεων, άρα ενισχύουν τον ήδη αυξημένο διεθνή κρατισμό.

Αυτό σημαίνει ότι μέσω των αποκαλούμενων «πράσινων επενδύσεων» και των νέων τεχνολογικών καινοτομιών στην ενέργεια δημιουργούνται και οι συντεχνιακές αρθρώσεις του μέλλοντος, που προδιαγράφονται εντελώς διαφορετικές από τις αντίστοιχες των τριών προηγούμενων βιομηχανικών επαναστάσεων.

Στον ενεργειακό τομέα, πάντως, είναι πλήρως ορατά τα σημερινά και τα αυριανά προβλήματα. Με πρώτο και εξόχως σοβαρό αυτό της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας. Όπως επισημάνθηκε σε τελευταία εκδήλωση του Κέντρου Προοδευτικής Πολιτικής (ΚΕΠΠ), η κλιματική αλλαγή και η παρουσία νέων παικτών στη διεθνή οικονομία δημιουργούν νέες ενεργειακές συνθήκες, που απαιτούν σοβαρές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ικανούς να ικανοποιήσουν αυξημένη ενεργειακή ζήτηση.

Σε τελευταία έκθεση της ελβετικής τράπεζας USB για τις ενεργειακές προκλήσεις τονίζεται ιδιαίτερα η περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ διεθνής συζήτηση για την παραγωγή ενέργειας και τους τρόπους που αυτή μπορεί να παραχθεί. Στο πλαίσιο αυτό, με στόχο να αποφεύγονται επικίνδυνα φυσικά φαινόμενα απότοκα της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη, η Συμφωνία του Παρισιού το 2015 για την κλιματική αλλαγή έθεσε ως στόχο τον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στους δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή. Στην προοπτική αυτή, στόχος της συμφωνίας είναι η μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας με αποκλιμάκωση της στήριξης της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο, αυστηρούς περιορισμούς στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και παρεμβάσεις στην τιμολόγηση του άνθρακα - μέσω της φορολογίας ή των αγορών. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής εντάσσεται η υιοθέτηση το 2019 από την Ε.Ε. της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, συνολικού κόστους ενός τρισ. ευρώ, με στόχο τη μετατροπή της Ένωσης το 2050 σε κλιματικά ουδέτερη ζώνη χωρών. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (Next Generation EU), που έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή, έχει ως κεντρικό στόχο την προώθηση της «πράσινης ανάπτυξης».

Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις, ύψους -σύμφωνα με αρχικές εκτιμήσεις- πάνω από 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε παγκόσμια κλίμακα, σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και σε ενεργειακή αποτελεσματικότητα. Στις 31 Οκτωβρίου έως 12 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί στη Γλασκόβη νέα Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή, σε συνέχεια εκείνης του Παρισιού, για επιβεβαίωση και επικαιροποίηση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί. Πλην, όμως, οι όποιες αποφάσεις θα αφορούν το μέλλον, τη στιγμή που η Ευρώπη ειδικά αντιμετωπίζει σοβαρή ενεργειακή κρίση σήμερα.

Το Bloomberg παρατηρεί ότι η Ευρώπη οδεύει προς τον χειμώνα, αντιμετωπίζοντας μία άνευ προηγουμένου ενεργειακή πίεση, με τους πολιτικούς να προσπαθούν να βρουν πώς να μην παγώσουν οι πολίτες τους. Επισημαίνει έτσι ότι εάν οι ελλείψεις σε φυσικό αέριο, για παράδειγμα, επιδεινωθούν, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να καταφύγουν στον περιορισμό των πωλήσεων φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας προς άλλες περιοχές. Υπό ένα ακόμη πιο ακραίο σενάριο, θα μπορούσαν να σταματήσουν τις ροές μεταξύ τους, προκαλώντας πολιτική και οικονομική κρίση.

«Αν κάνει πολύ κρύο, ακόμη και εντός της Ευρώπης, θα δείτε χώρες να λένε: “Έχω το φυσικό αέριο εντός των συνόρων μου και πρόκειται να περάσω ένα επείγον μέτρο ασφαλείας υπό το οποίο κανείς δεν μπορεί να κάνει εξαγωγές τις επόμενες δύο εβδομάδες”» δήλωσε ο Μάρκο Αλβέρα, διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής εταιρείας ενεργειακών υποδομών Snam SpA. «Με έχουν απειλήσει σε πολλές χώρες τα τελευταία 20 χρόνια. Πολιτική προτεραιότητα είναι να κρατήσουν τους ψηφοφόρους τους».

Οι δεξαμενές φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γεμάτες κατά περίπου 77%. Αυτό είναι πολύ κάτω από το φυσιολογικό γι’ αυτή την εποχή του χρόνου και αφήνει τα μέλη ιδιαίτερα ευάλωτα, εάν ο χειμώνας είναι έντονος.

Γιατί όμως παρατηρούνται αυτές οι ελλείψεις σε φυσικό αέριο;

«Η Ευρώπη έχει κυρίως δύο επιλογές για πρόσθετες προμήθειες φυσικού αερίου, καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές: τη Ρωσία και τα φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου» λέει ο Tom Marzec-Manser της εταιρείας συμβούλων ICIS. «Καμία απ’ αυτές τις πηγές δεν λειτούργησε όπως θα μπορούσε να ελπίζει η Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης». Υπάρχει έτσι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που είναι το εφαλτήριο και για αρκετά άλλα.

Για παράδειγμα, η μετάβαση σε καθαρότερη ενέργεια, όπως η αιολική και η ηλιακή, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση για φυσικό αέριο - που συχνά θεωρείται από τη βιομηχανία ως μεσοπρόθεσμο «καύσιμο γεφύρωσης» μεταξύ της αλλαγής εποχής από τους υδρογονάνθρακες στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Από μόνο του, το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με άλλα, είναι μία από τις αιτίες της κρίσης σήμερα.

*(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")

Διαβάστε ακόμα