Πίσω από την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ, για πρώτη φορά εδώ και επτά μήνες, κρύβεται η επιδείνωση των αμερικανοκινεζικών σχέσεων και η όξυνση του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος επισημαινόταν πως ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συνομίλησε με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ προκειμένου να προσπαθήσει να εξασφαλίσει ότι ο «ανταγωνισμός» μεταξύ των δύο χωρών δεν θα μετατραπεί σε «σύγκρουση»

Όπως ανέφερε Αμερικανός αξιωματούχος ενημερώνοντας τους δημοσιογράφους, ο Μπάιντεν διαβίβασε το μήνυμα ότι η Ουάσιγκτον θέλει να εξασφαλίσει πως «η δυναμική θα παραμείνει ανταγωνιστική» και ότι «δεν θα βρεθούμε στο μέλλον σε μια κατάσταση στην οποία θα πάμε σε απρόβλεπτη σύγκρουση». Η χρήση και μόνον του όρου «απρόβλεπτη σύγκρουση» είναι αρκούντως ανησυχητική για την τροπή που θα μπορούσε να πάρει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο και πυρηνικές υπερδυνάμεις.

Δυστυχώς η εκλογή Μπάιντεν στην αμερικανική προεδρία κάθε άλλο παρά έφερε αλλαγή ρότας, όσον αφορά τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις.

Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος συνέχισε να χρησιμοποιεί το ζήτημα του κορονοϊού και τις εικασίες ότι δημιουργήθηκε σε εργαστήριο στην κινεζική πόλη Γουχάν. Θέτει θέμα καταπίεσης της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ, χρησιμοποιώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα ως μοχλό πίεσης προς το Πεκίνο.

Ενισχύει τους αμερικανικούς δεσμούς με την Ταϊβάν, υπονομεύοντας την πολιτική της μιας ενιαίας Κίνας, που χαρακτήριζε τις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες επί μια τριαντακονταετία. Το 1979 οι ΗΠΑ διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊπέι, αναγνωρίζοντας έμμεσα πως το Πεκίνο δικαίως θεωρεί την Ταϊβάν μέρος μιας ενιαίας κινεζικής επικράτειας.

Διατήρησε τους δασμούς 360 δισ. δολαρίων και πλέον κατά κινεζικών προϊόντων που είχε επιβάλει ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, εξωθώντας την Κίνα να προχωρήσει σε αντίποινα με την επιβολή δασμών άνω των 110 δισ. δολαρίων σε αμερικανικά προϊόντα. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης επιβάλει απαγορεύσεις σε κινεζικούς κολοσσούς της τεχνολογίας, όπως η Huawei.

Ο αμερικανοκινεζικός ανταγωνισμός κλιμακώνεται επικίνδυνα, δημιουργώντας κινδύνους τόσο για την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας όσο και για τον κόσμο γενικότερα.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")