Ο κινητήρας της αγοράς πετρελαιοειδών ξαναπαίρνει μπροστά ύστερα από ένα χρόνο που σημαδεύτηκε από μια σχεδόν καταστροφική πτώση της ζήτησης καυσίμων λόγω της πανδημίας. Αυτό γίνεται φανερό από ανιούσα που πήραν οι τιμές των υγρών καυσίμων ιδίως κατά το πρώτο τετράμηνο του έτους, όταν η χώρα παρέμενε ακόμη στον «πάγο» των μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του φονικού ιού. Η αναζωογόνηση μιας αγοράς που η παγκόσμια κοινότητα έθεσε στο περιθώριο για χάρη της προώθησης καθαρών λύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή, τις μεταφορές και τη μετακίνηση, αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στην τιμή του Brent

που θεωρείται το διεθνές benchmark που κινείται σταθερά πάνω από τα 74 δολάρια ανά βαρέλι –πέρυσι τον Απρίλιο το Brent έφθασε ακόμη και στα 20 δολάρια το βαρέλι, προτού ανακάμψει στα 40 δολάρια τον Ιούλιο του 2020- με την ετήσια μεταβολή του να κυμαίνεται στα όρια του 79% !  

Καθώς η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης έχει ανατιμηθεί σε ποσοστό περίπου 12%, κατά 0,175 ευρώ το λίτρο, από τις αρχές του 2021, αυτό το γεγονός μοιάζει φαινομενικά να ικανοποιεί τα διυλιστήρια και τις εταιρείες του κλάδου, καθώς οι αυξημένες τιμές αποφέρουν και υψηλότερα έσοδα.

Οι επικεφαλείς των εταιρειών έχουν όμως, άλλη άποψη. Όπως ανέφερε στο energia. gr, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΙΝΟΙΛ και πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ, Γιάννης Αληγιζάκης, οι αυξημένες τιμές είναι πιθανό να αποτρέψουν τους καταναλωτές να προμηθεύονται, συχνότερα, υγρά καύσιμα κίνησης και θέρμανσης, εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων τους. Μια τέτοια εξέλιξη, αν συνδυαστεί με τα ακριβά δικαιώματα ρύπων και τα κόστη που συνεπάγονται για τον κλάδο η προσαρμογή του στις απαιτήσεις της Ενεργειακής Μετάβασης, δεν προιωνίζεται ευοίωνες προοπτικές γι' αυτόν, ενώ απειλεί με λουκέτο τις μικρότερες εταιρείες που δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις των καιρών.

«Η ΕΛΙΝΟΙΛ έχει αποφασίσει να επενδύσει στα καθαρά καύσιμα και να περάσει σε ένα νέο σχέδιο στρατηγικής για το μέλλον όπως το απέδειξε και με την ίδρυση της BlueFuel, σε συνεργασία με την ελληνική Blue Grid, που πρωταγωνιστεί στην αγορά του downstream υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στη ΝΑ Ευρώπη. Το δίκτυο  ανεφοδιασμού οχημάτων με LNG, μια επένδυση της τάξης του 1,5 εκατ. ευρώ, θα προσφέρει «πράσινο» καύσιμο κίνησης κυρίως σε βαρέα οχήματα από το πρώτο τρίμηνο του 2022. Κρίναμε πως αυτή η συμφωνία, εξυπηρετεί τόσο τις ανάγκες της αγοράς, αφού υπάρχουν πολλά φορτηγά που κινούνται με LΝG στους ευρωπαϊκούς δρόμους, όσο και τον ευρύτερο μετασχηματισμό μας σε έναν πλήρη ενεργειακό όμιλο. », είπε ο κ. Αληγιζάκης.

Αυτό έγινε φανερό και μετά την υπογραφή, στις αρχές του μήνα, του MoU μεταξύ της ΕΛΙΝΟΙΛ και της ΔΕΗ για συνεργασία στην παροχή υπηρεσιών ηλεκτροκίνησης μέσω σταθμών φόρτισης που θα εγκατασταθούν στο πανελλαδικό δίκτυο πρατηρίων της εταιρείας. «Η ΔΕΗ θα αναλάβει να τοποθετήσει φορτιστές ηλεκτρικών οχημάτων στα πρατήριά μας και εμείς θα δώσουμε τη δυνατότητα στους συνεργάτες μας να περάσουν στην επόμενη ημέρα των καθαρών και βιώσιμων μετακινήσεων», τόνισε.

Με τον τρόπο αυτό η εταιρεία ξετυλίγει το κουβάρι των επενδύσεων στο χώρο της ηλεκτροκίνησης και των μεταφορών, με χρήση φυσικού αερίου, ώστε να μπορεί να είναι έτοιμη να καλύψει τις μελλοντικές ανάγκες των καταναλωτών.

Πώς αντιμετωπίζει, όμως, η Πολιτεία τις εταιρείες πετρελαιοειδών στον απόηχο των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας του COVID-19 και κατά πόσο η αποστασιοποίηση των επίσημων Αρχών από τις επενδύσεις υδρογονανθράκων επηρεάζει την ελληνική αγορά καυσίμων; Αρκετά στελέχη εταιρειών θεωρούν ότι ο κλάδος δεν αποτελεί, πλέον, προτεραιότητα για το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. «Τα υγρά  καύσιμα θα εξακολουθήσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή και στην οικονομία για αρκετές ακόμη δεκαετίες. Κάνουν λάθος όλοι όσοι θεωρούν ότι μπορούμε να διαβούμε το κατώφλι της νέας πράσινης εποχής, από τη μια ημέρα στην άλλη. Χρειάζεται να δείξουμε υπευθυνότητα απέναντι σε έναν κλάδο που παρά τις αδυναμίες και τα προβλήματά του, έχει αποδείξει ότι μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη της χώρας», μας ανέφερε στέλεχος της αγοράς.