Υπάρχει παντού. Ακόμη και στις καλύτερες οικογένειες, κατά τη γνωστή έκφραση. Συναντάται και στην πολιτική ρητορική, καθώς είναι το εύκολο καταφύγιο της εκάστοτε αντιπολίτευσης, αλλά κι όχι μόνον αυτής. Είναι η γκρίνια που αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό ανθρώπων, αλλά συχνά προκύπτει από τη συνεχιζόμενη πίεση γεγονότων και εξελίξεων.   Ερχεται η πανδημία, που προφανώς δεν οφείλεται στην όποια ελληνική κυβέρνηση, και διανέμεται σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ

 

για να αντιμετωπιστούν πιεστικές ανάγκες. Η αντιπολίτευση αντιδρά ασκώντας κριτική στον υπουργό Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα ότι «μοιράζετε τα χρήματα από το απόθεμα που εμείς είχαμε δημιουργήσει». Σίγουρα η κατηγορία δεν ευσταθεί. Αν μοίραζαν χρήματα από το «μαξιλάρι» τα κεφάλαια ήδη θα είχαν εξαντληθεί και το ελληνικό Δημόσιο θα είχε πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας. Δεν έχει.

Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό Δημόσιο ως δανειζόμενος αντιμετωπίζεται πλέον από τις αγορές με εμπιστοσύνη. Προφανώς οι λόγοι είναι γνωστοί, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στο αποτέλεσμα αυτό έχει συμβάλει και η παρουσία του υπουργού Οικονομικών. Αναγνωρίζεται από τους μόνιμους γκρινιάρηδες; Οχι. Προτιμούν να δώσουν εύσημα στην ΕΚΤ, στη μοίρα, στο ξεμάτιασμα της κυβέρνησης.

Και όμως, το ελληνικό Δημόσιο από τον Ιούλιο του 2019 έως σήμερα έχει αντλήσει από τις αγορές με μεσο-μακροπρόθεσμο δανεισμό, 27,5 δισ. ευρώ. Το τελευταίο δεκαετές ομόλογο είχε επιτόκιο 0,90%, ενώ η διαφορά επιτοκίου από το γερμανικό μειώθηκε θεαματικά σε λιγότερο από 1% και επέστρεψε στα επίπεδα του 2008, την εποχή πριν από την κρίση. Οι αγορές δανείζουν την ελληνική οικονομία σχεδόν με τους ίδιους όρους που χρηματοδοτούν το γερμανικό δημόσιο.

Ταυτόχρονα, το ελληνικό Δημόσιο εκδίδει τρίμηνα έντοκα γραμμάτια και η τελευταία έκδοσή τους είχε επιτόκιο -0,31%. Κάποιοι προσφέρουν χρήματα στο ελληνικό Δημόσιο και δεν ζητούν τόκο, πληρώνουν για να έχουν την ασφάλεια και σιγουριά που προσφέρει!

Αυτό τουλάχιστον το γεγονός μπορεί να αποδοθεί στην αξιόπιστη παρουσία και δραστηριότητα του υπουργού Οικονομικών; Φυσικά όχι κατά τους ακαταμάχητους γκρινιάρηδες κάθε απόχρωσης. Ο κ. Σταϊκούρας δεν έχει κάνει κάτι αξιόλογο, η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα και έπεσαν τα επιτόκια. Και όμως τα διαθέσιμα των αγορών δεν είναι απεριόριστα ενώ και άλλες χώρες αξιοποιούν την περίοδο χαμηλών επιτοκίων και «ανταγωνίζονται» τα ελληνικά ομόλογα. Τίποτα δεν είναι εύκολο στα παρασκήνια των αγορών.

Δυσκολότερο ωστόσο την περίοδο υγειονομικής κρίσης είναι να κάνεις μεταρρυθμίσεις. Το εύκολο είναι να τις επικαλείσαι και να τις ξεχνάς, όπως κάνουν οι περισσότεροι. Οι αλλαγές στη φορολογία με μείωση των φορολογικών συντελεστών, ο επανακαθορισμός των αντικειμενικών τιμών ακινήτων, η ολοκλήρωση του «οικοδομήματος» του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ο εργασιακός νόμος είναι μεταρρυθμίσεις που έγιναν. Μαζί με άλλες που αντιμετωπίζουν παλιά προβλήματα, όπως οι πρωτοβουλίες για την προώθηση έργων στρατηγικής σημασίας, η δημιουργία μονάδας ωρίμανσης συμβάσεων στρατηγικής σημασίας στο ΤΑΙΠΕΔ, η βελτίωση του πλαισίου για τις δημόσιες συμβάσεις, η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης επενδύσεων, ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Υπήρξε ακόμη πρόοδος στα πεδία των αποκρατικοποιήσεων (όπως το Ελληνικό, τα περιφερειακά λιμάνια κ.ά.), του κτηματολογίου και των δασικών χαρτών, μεγάλων προβληματικών οργανισμών όπως τα ναυπηγεία, η ΛΑΡΚΟ, η ΕΑΒ.

Ποιο είναι το αναμενόμενο συμπέρασμα από όλα αυτά; Δεν έγινε τίποτα, φταίει ο υπουργός Οικονομικών. Το ίδιο θα έλεγαν ό,τι κι αν είχε συμβεί. Γι’ αυτό δεν έχει σημασία τι ισχυρίζονται, παρότι έχει γοητεία η δύναμη της γκρίνιας.

*(Από την Καθημερινή)