Οι χθεσινές δηλώσεις Δένδια ότι η Ελλάδα δεν έχει όραμα να γίνει παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου λειτούργησε σαν «ανακλαστήρας» αντιδράσεων των στελεχών της αγοράς υδρογονανθράκων στη χώρα. Απορία και απογόητευση ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματά τους, ακόμη και αν για τους περισσότερους, οι θέσεις που εξέφρασε ο κ. Δένδιας δεν απετέλεσαν, σε καμία περίπτωση κεραυνό εν αιθρία.

Για τους προσεκτικούς παρατηρητές αλλά και τους λάτρεις της σημειολογίας, η υποτονική - στην καλύτερη περίπτωση – αναφορά των στελεχών της κυβέρνησης στο πρόγραμμα ερευνών υδρογονανθράκων «κουμπώνει», ενδεχομένως με τα όσα ελέχθησαν χθες από τον επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας στο Arab News.

Επειδή, αν μας επιτρέπεται μια κάποια ερμηνεία των δηλώσεών του, η αναφορά του στο ότι χρειάζονται 10 με 20 χρόνια για να βρούμε και να εκμεταλλευτούμε το πετρέλαιο που κρύβεται στο βυθό των ελληνικών θαλασσών δείχνει έναν άνθρωπο ενημερωμένο. Και γεννάται, πλέον, το εύλογο ερώτημα: Υπάρχει βούληση να κρατήσουμε τις παραχωρήσεις και τις συμβασιούχες εταιρείες στη χώρα ή όχι; Όσο και αν ο νέος επικεφαλής του ΥΠΕΝ Κώστας Σκρέκας, μοιάζει πιο «ζεστός» στο θέμα, σε σύγκριση με τον προκάτοχό του, Κωστή Χατζηδάκη, δεν παύει, από τη στιγμή που η κυβέρνηση εμφανίζεται να τηρεί μια κάπως διφορούμενη στάση στο όλο θέμα, να δημιουργούνται αμφιβολίες για τις τελικές προθέσεις της.

To energia.gr θεώρησε σκόπιμο να δώσει συνέχεια στην υπόθεση ώστε να αναδείξει ορισμένες από τις καίριες παραμέτρους της. Μια από αυτές που αφορά στην επιφύλαξη με την οποία αντιμετωπίζεται το ζήτημα της έρευνας και -μελλοντικής- παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας είναι η εντυπωσιακή στροφή στις «πράσινες» πολιτικές, καθώς και ο συνακόλουθος αφορισμός του οτιδήποτε αφορά στα ορυκτά καύσιμα - πέραν της υιοθέτησης, ως ένα βαθμό, των ανησυχιών που διατυπώνουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις για τους πιθανούς κινδύνους από τις σεισμικές έρευνες στον ελληνικό χερσαίο και υποθαλάσσιο χώρο.

Παρά το γεγονός ότι αυτές οι ανησυχίες έχουν απαντηθεί από τους ειδικούς, αλλά και παρά το ότι είναι σαφές πως πετρέλαιο και φυσικό αέριο αναμένεται να συνεχίσουν να κατέχουν υψηλά μερίδια στο ενεργειακό μείγμα κατά τις επόμενες δεκαετίες, εν τούτοις, στην Ελλάδα προωθείται μονομερώς το «πράσινο» αφήγημα.

Κσνείς δεν υποστηρίζει ότι το μέλλον δεν ανήκει στις πράσινες τεχνολογίες και λύσεις. Αλλά στη μακρά και πολυδάπανη αυτή διαδρομή δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε με αποκλειστικό όπλο την ανανανεώσιμη ενέργεια - που ειρήσθω εν παρόδω δεν παρέχει μονάδες βάσης. Αυτή η μετάβαση χρειάζεται πολύ αέριο το οποίο, την ώρα που χαρακτηρίζεται ως βρώμικο και αποκλείεται από τις πολιτικές χρηματοδοτήσεων μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, προβάλλεται, ταυτόχρονα, ως το καύσιμο-γέφυρα για την Ενεργειακή Μετάβαση.

Ούτε ευσταθεί το επιχείρημα των τελευταίων μηνών ότι είναι ασύμφορες οι έρευνες και παραγωγή υδρογονανθράκων επειδή οι τιμές κατέρρευσαν πέρυσι λόγω της πανδημίας. Οι παραχωρήσεις δεν κρίνονται και δεν δίνονται μόνο όταν οι τιμές του πετρελαίου είναι ψηλά. Σήμερα, οι τιμές έχουν πάρει ξανά την ανιούσα και είναι πολύ πιθανό πως θα έχουν αυξηθεί περαιτέρω όταν και εφόσον προχωρήσουμε ως χώρα στη φάση της έρευνας. Αυτό ορίζει ο νόμος της κυκλικότητας των τιμών. Είναι προφανές πως  υπάρχει ένα ικανοποιητικός χάρτης παραχωρήσεων που πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία. Όμως η αποχώρηση της Repsol στέλνει ένα ανησυχητικό μήνυμα στην αγορά.

Οι δύο πυλώνες της πολιτικής προώθησης των υδρογονανθράκων στη χώρα μας, το ΥΠΕΝ και η ΕΔΕΥ τηρούν θετική στάση, αλλά αυτό δεν αρκεί, εάν δεν υπάρχει δέσμευση στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Το θέμα των παραχωρήσεων δεν μπορεί να παραμένει μετέωρο, καθώς οι εταιρείες δεν θα χάσουν ακόμη πολύ χρόνο ξοδεύοντας χρήματα δίχως να γνωρίζουν το τι θα γίνει ακριβώς.

Η γραφειοκρατία και κυρίως  η έλλειψη ευελιξίας από την οποία υποφέρει η δημόσια διοίκηση δεν φαίνεται να έχει επιλυθεί στο βαθμό που επιτάσσουν οι περιστάσεις. Όσο καθυστερούν οι αδειοδοτήσεις τόσο  θα παρατείνεται η στασιμότητα που χαρακτήριζε εξ αρχής το όλο εγχείρημα και άλλο τόσο θα συνεχίσουμε να εξαρτώμστε, ως χώρα από τις εισαγωγές.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε πως η παγκόσμια ύφεση, που συνδυάστηκε με την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και η υπερπροσφορά ενέργειας, σε συνδυασμό με την πτώση της ζήτησης διακυβεύουν, τουλάχιστον, βραχυπρόθεσμα, την ταχεία  μετάβαση προς τις ΑΠΕ επειδή οι επενδύσεις, που δεν είναι βραχυπρόθεσμες, προσλαμβάνουν πραγματικό ανταγωνιστικό χαρακτήρα μόνο όταν οι τιμές του αργού και του φυσικού αερίου είναι υψηλές, και όταν το κόστος της ρύπανσης είναι, επίσης, υψηλό.

Οι αγκυλώσεις που παρατηρούνται στον κλάδο της ενέργειας πρέπει να εξαλειφθούν, αν θέλουμε η χώρα να συμμετάσχει ισότιμα στην παγκόσμια προσπάθεια για ένα μέλλον με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα. Και σε αυτή την πορεία πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα όπλα που έχουμε στη φαρέτρα μας. Η χρηματοδότηση της πορείας προς αυτό το 2050 είναι ένα δύσκολο και πολύπλοκο στοίχημα. Θα μπορούσαμε, επομένως, ως χώρα να στραφούμε στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων μας που θα μπορούσαν, με τη σειρά τους να μας τροφοδοτήσουν με πολύτιμα κεφάλαια για να ευοδωθεί αυτή η φιλόδοξη πανεθνική προσπάθεια.    

Υπό το πρίσμα των όσων προαναφέρθηκαν, νομίζουμε πως ο τίτλος του άρθρου, υπό τη μεταφορική έννοιά του, αποτυπώνει στην εντέλεια τα καθέκαστα. Όταν αποχώρησε από το τιμόνι της ΕΔΕΥ τον Ιούλιο του 2020, ο Γιάννης Μπασιάς δεν θα περίμενε σίγουρα ότι θα φθάναμε τόσο σύντομα σε ένα σκηνικό σχεδόν πλήρους ανατροπής μιας πολύχρονης και κοπιαστικής προσπάθειας. Τί να σκέφτεται άραγε σήμερα ο άνθρωπος που ανέλαβε στα τέλη του 2017 να οργανώσει την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) και να προσδώσει στη χώρα διεθνή τεχνική και γεωπολιτική υπόσταση; Λέτε, τελικά, ο Κωστής Χατζηδάκης να θέλησε να σώσει την υστεροφημία του ανδρός όταν δρομολόγησε την αποχώρησή του από την εταιρεία στο τέλος του 2019;

Υπ΄αυτή την έννοια ο Γιάννης Μπασιάς θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρεί τον εαυτό του έναν πολύ τυχερό άνθρωπο…