Το Ταμείο Ανάκαμψης και οι πόροι που προβλέπονται για την ενέργεια βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τις τελευταίες ημέρες και πυροδότησαν μια σειρά από συζητήσεις, προβληματισμούς και ερωτήματα για την επόμενη ημέρα. Δεν είναι λίγοι, επίσης, οι φορείς και οι αναλυτές που θεωρούν πως το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης θα καθορίσει την επιτυχή έξοδο από την κρίση της πανδημίας.

Έχει γνωστοποιηθεί ήδη πως στο ταμείο περιλαμβάνονται μια σειρά από δράσεις όπως: 450 εκ. ευρώ για τη δημιουργία συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας καθοριστικών για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, 242 εκατ. ευρώ για επενδύσεις που αφορούν

την αποκατάσταση παλιών λιγνιτωρυχείων, καθώς και πόροι για έργα που αφορούν την αναβάθμιση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα, απομένει να διευκρινιστεί πώς θα επιτευχθεί η βιωσιμότητα του ειδικού λογαριασμού για τις ΑΠΕ, με δεδομένο πως τις τελευταίες ημέρες υπάρχει το σενάριο για «σπάσιμο» του σε δύο μέρη.

Τα σχόλια της σε σχέση με το Ταμείο Ανάκαμψης κατέθεσε η περιβαλλοντική οργάνωση WWF Ελλάς, υπογραμμίζοντας πως στο σχέδιο υπάρχουν αρκετά έργα που φαίνεται να έχουν θετικό περιβαλλοντικό πρόσημο, ενώ απουσιάζουν άλλα που αφορούν την κυκλική οικονομία και τη συμμετοχή των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση και άλλους τομείς. Μάλιστα επισημαίνει την απουσία αναφοράς στο γεγονός ότι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα πρέπει να προσαρμοστεί στους νέους ευρωπαϊκούς κλιματικούς στόχους. Να σημειωθεί βέβαια πως σε πρόσφατο συνέδριο ο καθηγητής του ΕΜΠ κ. Παντελής Κάπρος σημείωσε πως βρισκόμαστε ενόψει της  αναβάθμισης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα για να προσαρμοστεί στους στόχους του Green Deal. Στα θετικά σημεία του σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης, σύμφωνα με την οργάνωση WWF Ελλάς, το γεγονός πως δεν φαίνεται να περιλαμβάνονται επενδύσεις σε περαιτέρω υποδομές παραγωγής και διανομής ορυκτού αερίου. Αντιθέτως, στις σημαντικές αδυναμίες του υφιστάμενου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, σύμφωνα με την οργάνωση συγκαταλέγεται «η πρόβλεψη για πολύ περιορισμένη διείσδυση της αυτοπαραγωγής και ενεργειακών κοινοτήτων (500MW εγκατεστημένης ισχύος μέχρι το 2030)». Επιπλέον, αναφέρει πως η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας δεν φαίνεται να συνδέεται επαρκώς με τα προγράμματα που αφορούν την προώθηση της ενεργειακής εξοικονόμησης.

Το ζήτημα πάντως της επίτευξης των στόχων και της απεξάρτησης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος από τον λιγνίτη έχει βρεθεί στο επίκεντρο αρκετών μελετών στη χώρα μας. Πριν λίγες ημέρες, ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών που απαρτίζεται από την κα Έλενα Γεωργοπούλου, κύρια ερευνήτρια, ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, τον κ. Σεβαστιανό Μοιρασγεντή, Διευθυντή Ερευνών, ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, τον κ. Γιάννη Σαραφίδη,  κύριο ερευνητή, ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, τον καθηγητή κ. Δημήτρη Λάλα, εξωτερικό επιστημονικό Συνεργάτη του ΕΑΑ και τον κ. Νίκο Γάκη, εξωτερικό επιστημονικό συνεργάτη του ΕΑΑ συνέταξε το κείμενο πολιτικής: «Απολιγνιτοποίηση του ελληνικού ενεργειακού συστήματος», στο οποίο εξετάζονται βασικά ζητήματα που προκύπτουν από την εξάλειψη του λιγνίτη. Η ομάδα παρουσιάζει στην έρευνα της ένα «πράσινο ενεργειακό σενάριο», λαμβάνοντας υπόψη τις παραδοχές που θέτει το ΕΣΕΚ, αλλά και η ευρωπαϊκή οδηγία για μείωση εκπομπών κατά 55%, έως το 2030. Σύμφωνα με τις παραδοχές του, μεταξύ άλλων, μέχρι το 2050, όλα τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν από το 1980 θα έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά. Σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους η βιομάζα και τα απόβλητα θα αξιοποιηθούν περαιτέρω. Παράλληλα, το πράσινο ενεργειακό σενάριο προβλέπει πως η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ φτάνει το 85% και το υπόλοιπο 15% αποτελείται κυρίως από μονάδες φυσικού αερίου, έως το 2050.