O Sir Andrew Mackenzie είναι εδώ και λίγα 24ωρα ο νέος πρόεδρος της Royal Dutch Shell. Τον 64χρονο Σκωτσέζο, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της BHP Billiton, της μεγαλύτερης μεταλλευτικής εταιρείας στον κόσμο, από το 2013 έως το 2019, ο οποίος διαχειρίστηκε την απόσυρσή της από τις δραστηριότητες στην παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου συνοδεύει η φήμη ότι εμφορείται από προοδευτικές θέσεις στα ζητήματα της κλιματικής κρίσης και της ισότητας των φύλων

αναλαμβάνει τα ηνία από τον Chad Holliday, του οποίου η αποχώρηση είχε ανακοινωθεί ήδη από το περασμένο έτος.  

Είναι ενδεικτικό των προθέσεων του νέου τιμονιέρη της Shell το γεγονός ότι δεσμεύτηκε το 50% των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας να απαρτίζεται από γυναίκες, προκειμένου να προωθήσει την ισότητα των δύο φύλων. Για του λόγου το αληθές διόρισε ως υπεύθυνη για θέματα κυβερνοχώρου την Jane Lute.

«Ο Andrew φέρνει στην Shell την εμπειρία που διαθέτει σε ηγετικές θέσεις, τις παγκόσμιες προοπτικές του και μια βαθιά κατανόηση της ενεργειακής αγοράς και της δράσης για το κλίμα», ανέφερε η εταιρεία σε ανακοίνωσή της.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Shell είναι η ενεργειακή μετάβαση. Για το σκοπό αυτό έχει θέσει φιλόδοξους κλιματικούς στόχους, καθώς απομακρύνεται σταδιακά από το παραδοσιακό μοντέλο των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών, σύμφωνα με τη φιλοσοφία που διέπει τον διευθύνοντα σύμβουλό της, Ben van Beurden.

O Sir Andrew προσχώρησε στο διοικητικό συμβούλιο της Shell τον Οκτώβριο. Τη θητεία του στην ΒΗΡ επισκίασε η κατάρρευση ενός φράγματος του Ομίλου στην Βραζιλία, που επέφερε το θάνατο δεκάδων ανθρώπων και οι νομικές και οικονομικές επιπτώσεις αυτής της καταστροφής που συνέβη το 2015. Η κατάρρευση του φράγματος Fundao Τailings στην Πολιτεία Minas Gerais θεωρείται η χειρότερη περιβαλλοντική καταστροφή στα χρονικά της Βραζιλίας, καθώς μόλυνε ένα παρακείμενο ποτάμι σε μήκος εκατοντάδων μιλίων μέχρι τις εκβολές του στον ωκεανό και κατέστρεψε ολόκληρες κοινότητες.

Ο Sir Andrew Mackenzie υπήρξε μεταδιδακτορικός ερευνητής στη Βρετανική Γεωλογική Εταιρεία. Εργάστηκε στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών στο Jülich της Γερμανίας, ενώ δημοσίευσε περισσότερες από 50 ερευνητικές εργασίες. Το 1983 εντάχθηκε στο τμήμα έρευνας της BP. Εργάστηκε στην BP Finance και στη συνέχεια ως επικεφαλής του τμήματος κεφαλαιαγορών.

Ύστερα από 22 χρόνια στην BP, αποχώρησε από τη θέση του αντιπροέδρου της πτέρυγας πετροχημικών. Τον Απρίλιο του 2004, εντάχθηκε στην Rio Tinto ως διευθύνων σύμβουλος του κλάδου βιομηχανικών ορυκτών. Τον Ιούνιο του 2007, διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος, διαμάντια και ορυκτά. Υπηρέτησε ως διαχειριστής του think tank, Demos, από το 2005 έως τον Ιούνιο του 2008.