Οι διαδικασίες για τις ειρηνευτικές «Συμφωνίες του Αβραάμ» που υπέγραψε το Ισραήλ αρχικά με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στη συνέχεια με το Μπαχρέιν συνέπεσαν κατά τις πρώτες δύο εβδομάδες του Σεπτεμβρίου με την αποχώρηση σημαντικών μονάδων των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και την έναρξη –υπό βλέμμα των ΗΠΑ– των ενδοαφγανικών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της αφγανικής κυβέρνησης και των Ταλιμπάν στην Ντόχα του Κατάρ.

Εξετάζοντας την κινητικότητα που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στη Μέση Ανατολή, πολλοί διεθνείς αναλυτές ερμηνεύουν τις εξελίξεις στο πλαίσιο της επίσπευσης και της εντατικοποίησης των προσπαθειών αναδιοργάνωσης της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, ενώπιον των ενεργειών, επιθετικών όσο και αποτελεσματικών, της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών. Μεταξύ αυτών των αναλυτών συγκαταλέγεται και ο Μαουρίτσιο Μολινάρι, διευθυντής της ιταλικής La Repubblica.

Αφότου εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, τον Ιανουάριο του 2017, ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκαθάρισε αμέσως ότι επιθυμεί την ολική απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή, αλλά και ότι είναι πρόθυμος να συνεχίσει την πολιτική του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα, κλείνοντας οριστικά, τουλάχιστον όσον αφορά τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, τα μέτωπα τα οποία άνοιξε ο Τζορτζ Μπους ο Νεότερος (στο Αφγανιστάν το 2001 και στο Ιράκ το 2003) στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου.

Ομως, για να ολοκληρώσει ο Τραμπ ό,τι ξεκίνησε ο Ομπάμα, η έξοδος από τη σκηνή των τελευταίων μονάδων των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν θα πρέπει να συνοδευτεί –εξηγεί ο Μολινάρι στο άρθρο του– από τη δημιουργία μιας νέας στρατηγικής δομής, ικανής να προασπίζεται τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη Διώρυγα του Σουέζ έως το πέρασμα Χαϊμπέρ, στα σύνορα ανάμεσα στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν.

«Πρόκειται για μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη που δημιουργήθηκε στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων επέφερε τη δημιουργία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας», εξήγησε ο Ντορ Γκολντ, πρώην πρεσβευτής του Ισραήλ στον ΟΗΕ.

«Η αποκατάσταση των σχέσεών μας με το Ισραήλ βασίζεται στην ειλικρινή θέλησή μας για συνεργασία, με στόχο τη δημιουργία ενός νέου δικτύου ασφαλείας», σημείωσε από την πλευρά του ο Εμπτεσάμ αλ-Κετμπί, πρόεδρος του Emirates Policy Center, και αυτό σημαίνει ότι η ειρηνευτική συμφωνία που επιτεύχθηκε υπό τις αμερικανικές πιέσεις «θα έχει συνέπειες στον Περσικό Κόλπο, στη Νότια Ασία και στην Ανατολική Μεσόγειο».

Περισσότερο ξεκάθαρος όσον αφορά τα αμερικανικά συμφέροντα, ο διευθυντής του Washington Institute for Near East Policy Ντέιβιντ Μακόβσκι ανέφερε ότι «επί του παρόντος το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν έχουν κοινούς εχθρούς, το Ιράν των αγιατολάδων και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά η σύγκλιση τείνει προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των μακροπρόθεσμων αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή».

Οπως ακριβώς, δηλαδή, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το ΝΑΤΟ συνέβαλε στην αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής στην Ευρώπη, σήμερα η αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με δύο σουνιτικά κράτη αποσκοπεί στο να περιοριστεί το σιιτικό Ιράν, το οποίο εξακολουθεί να έχει το πυρηνικό πρόγραμμά του, να υποκινεί και να υποστηρίζει σιιτικές εξεγέρσεις σε πολλά αραβικά κράτη και να εναντιώνεται, φυσικά, στην ύπαρξη του ισραηλινού κράτους.

Για αυτόν τον λόγο ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ενεπλάκη προσωπικά στις σχετικές διαπραγματεύσεις και για τον ίδιο λόγο ο Τζο Μπάιντεν δηλώνει ότι στην περίπτωση που κερδίσει την προεδρία, θα ολοκληρώσει όλα όσα ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ, παρουσιάζοντας στην Τεχεράνη μια νέα, πιο αυστηρή από εκείνη του Ομπάμα συμφωνία για τα πυρηνικά της και διατηρώντας την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο Μπαχρέιν βρίσκεται η έδρα του αμερικανικού 5ου Στόλου που φέρει την ευθύνη για την ασφάλεια στον Περσικό Κόλπο και στα υπόλοιπα νερά της Μέσης Ανατολής, συμπεραίνεται εύκολα ότι έχουν ήδη αρχίσει να αλλάζουν τα δεδομένα και ο συσχετισμός δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή: «Την ώρα που αποπειράται να ολοκληρώσει την απόσυρση από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, η Ουάσιγκτον θέτει συγχρόνως τις βάσεις για μια νέα συμμαχία ασφαλείας στη Μέση Ανατολή που θα εδράζεται στις “Συμφωνίες του Αβραάμ” και επιδιώκει την εμπλοκή όλων των σουνιτικών αραβικών κρατών», εξηγεί ο Μολινάρι.

Σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύονται επίσης η στήριξη των ειρηνευτικών συμφωνιών από την Αίγυπτο, η άρνηση του Αραβικού Συνδέσμου να τις καταδικάσει παρά το σχετικό αίτημα της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής, οι αμερικανικές πιέσεις προς τη Σαουδική Αραβία να ακολουθήσει την ίδια πορεία, αλλά και οι φήμες που κυκλοφορούν σε πολλές χώρες περί εξομάλυνσης των σχέσεων τους με το Ισραήλ: στο Ομάν, στο Σουδάν, στο Τσαντ, στη Μαυριτανία, στις Κομόρες αλλά και στην Τυνησία και στο Μαρόκο.

Ο Μολινάρι αναφέρεται και στην επικείμενη επίσκεψη του Μάικ Πομπέο στο Βατικανό, στο τέλος του μήνα, ως εκλεκτού καλεσμένου μιας εκδήλωσης για τη θρησκευτική ελευθερία, «η οποία μαζί με την ασφάλεια και την οικονομία αποτελεί τον τρίτο πυλώνα μιας νέας ενδεχόμενης συμμαχίας που θα συνδράμει και την προστασία των μειονοτήτων, οπότε και των χριστιανών της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής» (σ.σ. στο ίδιο ταξίδι του Πομπέο εντάσσεται και η αναμενόμενη επίσκεψή του στην Ελλάδα).

Υπενθυμίζοντας την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Ποντίφικας το 2019 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στο πλαίσιο διεξαγωγής ενός διαθρησκευτικού διαλόγου ο οποίος χαρακτηρίσθηκε ιστορικός, σημειώνει ότι «η εμπλοκή των χριστιανών της Ανατολής στη διαμόρφωση νέων ισορροπιών στη Μέση Ανατολή επιβεβαιώνει την επιθυμία της Ουάσιγκτον να καταστήσει τις “Συμφωνίες του Αβραάμ” το πλαίσιο εντός του οποίου θα επιλυθεί και το παλαιστινιακό ζήτημα, πάνω στη βάση των Συμφωνιών του Οσλο οι οποίες προβλέπουν “δύο κράτη και δύο λαούς”».

Οσον αφορά τους υπόλοιπους ισχυρούς παίκτες με έντονη παρουσία στη Μέση Ανατολή, η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν δείχνει να παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις, για πρώτη φορά από τότε που ενεπλάκη στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, διεκδικώντας τότε και κερδίζοντας ηγετικό ρόλο στην περιοχή. Δεδομένων των καλών σχέσεων που διατηρεί η Μόσχα με την Ιερουσαλήμ και το Αμπου Ντάμπι, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δεν επέκρινε, τουλάχιστον ανοιχτά, τις συμφωνίες.

Αυτό, σε αντίθεση με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εναντιώθηκε ενοχλημένος, «διότι εμποδίζουν τις περιφερειακές βλέψεις του που εδράζονται στο πολιτικό Ισλάμ των Αδελφών Μουσουλμάνων, επειδή ο μοναδικός του σύμμαχος στον Περσικό Κόλπο είναι το Κατάρ και επειδή θεωρεί πως το παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει πρωταρχικό όσον αφορά τις σχέσεις με το Ισραήλ», παρατηρεί ο Μολινάρι. Για να σημειώσει, καταλήγοντας: «Η παρτίδα σκάκι που παίζεται εδώ και καιρό στη Μεσόγειο, μέρα με τη μέρα αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία και οι αξιωματούχοι της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας καλούνται να λάβουν υπόψη, όχι μόνον τα αποθέματα φυσικού αερίου, τους πρόσφυγες και τη μάχη κατά της τρομοκρατίας, αλλά και τις εντάσεις ανάμεσα στην Αθήνα και την Αγκυρα, παράγοντες, δηλαδή, που αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη χάραξης μια κοινής πολιτικής ενώπιον όλων όσων δρομολογούνται ήδη στην ευρύτερη περιοχή».  text Γιατί δεν μισθώνουν και κανένα πούλμαν για τα πρωινά δρομολόγια των αστικών λεωφορείων;

(Protagon.gr)