Μείωση του Κόστους Ηλεκτρικής Ενέργειας, η Πρώτιστη Προτεραιότητα

Μείωση του Κόστους Ηλεκτρικής Ενέργειας, η Πρώτιστη Προτεραιότητα
Του Μανώλη Παναγιωτάκη, τ. Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου, ΔΕΗ
Τρι, 5 Μαΐου 2020 - 11:28

Ως συνέπεια αλλά και με αφορμή την πανδημία θα μας απασχολήσει όχι μόνο η αναμενόμενη οικονομική  ύφεση αλλά και η ίδια η δομή της οικονομίας . Αναμένονται έντονοι προβληματισμοί , αντιπαραθέσεις και πιθανές ανατροπές των ακολουθούμενων πολιτικών ενδεχομένως και ως αντανάκλαση ανάλογων ανατροπών σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο θεωρώ ότι η μεγάλη πλειοψηφία θα συγκλίνει τουλάχιστον στην ανάγκη της μεγέθυνσης της βιομηχανικής παραγωγής ,έτσι ώστε η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ να αυξηθεί από το σημερινό 9% σε τουλάχιστον 12% έναντι μέσου όρου των χωρών της ΕΕ 15%.

 

Πρόκειται για μεγάλη αλλαγή, αλλά απολύτως αναγκαία. Ο κορωνοϊός μας δείχνει με δραματικό  τρόπο ότι η «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού καθιστά την οικονομία μας ευάλωτη σε κρίσεις.

Ενόψει των ανωτέρω η σημασία τού κόστους παραγωγής και διάθεσης της ηλεκτρικής ενέργειας καθίσταται καθοριστική. Η μείωση του είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Η κατακρήμνιση των διεθνών τιμών των καυσίμων, η οποία συμπαρέσυρε το κόστος παραγωγής σε επίπεδα πρωτοφανή, τόσο στο διασυνδεδεμένο σύστημα, όσο και στα νησιά(όπου, σε συνδυασμό με τη μείωση της κατανάλωσης αναμένεται σημαντική μείωση των ΥΚΩ για το 2020) είναι προσωρινή. Οι τιμές θα αυξηθούν έστω και αν δεν επανέλθουν άμεσα στα προ κρίσης επίπεδα. Έτσι η σημερινή κατάσταση σε καμία περίπτωση δεν προσφέρεται για στρατηγικές επιλογές, ούτε καν να τις επηρεάσει.

Σε επίπεδο ΕΕ φρονώ ότι η στρατηγική σε ότι αφορά στην πράσινη ενέργεια και στην ενοποίηση της αγοράς δεν θα μεταβληθεί. Εντούτοις είναι εύλογο να περιμένουμε σημαντικές διαφοροποιήσεις στις προτεραιότητες ,στους ρυθμούς και στο μίγμα των πολιτικών και των μέτρων. Η στήριξη των οικονομιών των χωρών θα είναι η βασική προτεραιότητα σε βραχυ-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Και, με γνώμονα τις επιπτώσεις της κρίσης, που δεν θα είναι ίδιες για όλους, θα αναδειχθούν και θα ληφθούν υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες. Η χώρα μας πρέπει να ετοιμαστεί να αναδείξει και να καταθέσει  τα δικά της αιτήματα  στον τομέα της ενέργειας.

Η μείωση αλλά και ο έλεγχος του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας αφορά σε όλη την αλυσίδα ,από την παραγωγή μέχρι τη διάθεση. Πρωταρχικός στόχος  γι’ αυτό αλλά και για την ίδια την οικονομία πρέπει να είναι η μείωση της υπερβολικής σημερινής ενεργειακής εξάρτησης . Με αυτό το στόχο είναι πλήρως εναρμονισμένοι οι στόχοι για το περιβάλλον, την  ταχύρρυθμη ανάπτυξη των ΑΠΕ ,την ενεργειακή αποδοτικότητα .Και ακόμη η επιτάχυνση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των Δικτύων Διανομής, οι διασυνδέσεις των νησιών, η ηλεκτροκίνηση.

Το ζήτημα που εγείρεται αφορά στο μίγμα καυσίμου για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας σε βραχυ-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, μέχρι την πλήρη αντικατάσταση της «συμβατικής» θερμικής παραγωγής από πράσινη ενέργεια, κάτι που όμως προϋποθέτει τεχνολογικές και  οικονομικές εξελίξεις μεγέθους ανατροπής.

Επιβάλλεται τη θέση των δογμάτων  να πάρει επι τέλους η επιστήμη και ο ορθολογισμός. Οι επιλογές για το μίγμα λιγνίτη και φυσικού αερίου να είναι αποτέλεσμα εμπεριστατωμένων μελετών και στάθμισης όλων των παραμέτρων ,με ουσιαστικό διάλογο. Μοναδικός στόχος η εξυπηρέτηση των αναγκών της οικονομίας  . Μικροπολιτικές σκοπιμότητες η λογικές εξυπηρέτησης λόμπυ  δεν είναι νοητό να βάλλουν τη σφραγίδα τους στις επιλογές  τούτες τις κρίσιμες ώρες.

Σε ότι αφορά στην αγορά είναι καιρός να επανεξεταστούν κατάλοιπα του  παρελθόντος ,που επιβαρύνουν το κόστος . Αποτυπώματα μιας λογικής που ήθελε το κράτος να αναθέτει αλλού τις δικές του υποχρεώσεις ,και μάλιστα αντί να επιβαρύνεται να επωφελείται .Παραθέτω μεταξύ άλλων τα δυο σημαντικότερα  κατά τη γνώμη μου.

  • Απαλλαγή από τη φορολογία του ντίζελ και του μαζούτ για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας  στα  νησιά. Αυτό θα μειώσει δραστικά  τα ποσά των ΥΚΩ και την επιβάρυνση των καταναλωτών.
  • Στήριξη των ευάλωτων καταναλωτών από τον κρατικό προϋπολογισμό, με τη χορήγηση κουπονιών ηλ. ενέργειας. Αυτό θα απαλλάξει την αγορά από σημαντικό βάρος, ανεξάρτητα αν σήμερα αυτό το επωμίζεται αποκλειστικά η ΔΕΗ, και θα διευρύνει το τμήμα της κατανάλωσης που συμμετέχει στον ανταγωνισμό.

Τέλος, για τη βιομηχανία και στο βαθμό που η ΕΕ επιμένει να αναθέτει την απανθρακοποίηση στο χρηματιστηριακό παιχνίδι, πράγμα που συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση του κόστους παραγωγής, να επιδιωχθεί η επέκταση σε όσο το δυνατό περισσότερους βιομηχανικούς κλάδους της αντιστάθμισης CO2.