υιοθέτηση ρομποτικής τεχνολογίας και είναι εξαιρετικά περιορισμένη η χρήση και εξελιγμένων ρομπότ, που ως συστατικό στοιχείο του industry 4.0 διαθέτουν αυξημένη αυτονομία και δυνατότητα συνεργασίας με τον άνθρωπο (cobots).
Η υστέρηση είναι σύμπτωμα και της διαρθρωτικής παραγωγικής αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας, που οφείλεται από τη μία μεριά στο μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και της εγχώριας αγοράς, καθώς την τελευταία τριετία μία στις δύο μμε (53,5%) με κύκλο εργασιών μέχρι 30 εκατ. ευρώ είτε δεν επένδυσε καθόλου σε ψηφιακές λύσεις είτε επένδυσε κάτω από 100.000 ευρώ, και από την άλλη στη χαμηλή συμμετοχή στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Αυτοί οι δύο παράγοντες δυσχεραίνουν την εγκατάσταση ρομποτικών συστημάτων, που ενδείκνυνται για μεγάλους όγκους ευέλικτης παραγωγής. Τέλος, η καθηλωμένη κλαδική διάρθρωση (έλλειψη ανεπτυγμένης αυτοκινητοβιομηχανίας και ηλεκτρονικών, όπου είναι η πλειονότητα των βιομηχανικών ρομπότ παγκοσμίως) εξηγεί εν μέρει την υστέρησή μας.
Εδώ να επισημάνουμε πως την τελευταία δεκαετία, κατά την οποία παρατηρήθηκε διεθνώς γεωμετρική αύξηση των επενδύσεων σε ρομποτικά συστήματα, οι ελληνικές επιχειρήσεις αγωνίζονταν -και αγωνίζονται- να επιβιώσουν σε αντίξοο ρυθμιστικό επενδυτικό περιβάλλον.
Η στροφή στον παραγωγικό μετασχηματισμό και σε μεσο-μακροχρόνια επενδυτικά σχέδια πρέπει να αντιμετωπιστεί αίροντας και τις δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις των κρατικών χρηματοδοτικών εργαλείων, για τις επιχειρήσεις που τόλμησαν την τοποθέτηση ρομποτικών συστημάτων μέσα στην κρίση. Ωστόσο, είναι αρκετές οι περιπτώσεις ελληνικών επιχειρήσεων, ακόμη και μικρομεσαίων οικογενειακών, όπου η υιοθέτηση ρομποτικής τεχνολογίας συμπίπτει χρονικά με τη μεταβίβαση της διοίκησης στη νέα γενιά που αντιμετωπίζει τις αναπτυξιακές προκλήσεις και δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη ρομποτική.
Η ενσωμάτωση της ρομποτικής τεχνολογίας στις επιχειρήσεις είναι πλέον εξαιρετικά σημαντική και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις και την ανταγωνιστικότητα τους, αλλά και για την οικονομία στο σύνολό της, την παραγωγικότητά της και την ευημερία της. Η παραγωγικότητα είναι ένα πεδίο στο οποίο πρέπει να κάνουμε άλματα τα επόμενα χρόνια ώστε να καλύψουμε τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού και της δημογραφικής συρρίκνωσης.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (Graetz & Michaels, 2018) για τον αντίκτυπο της χρήσης ρομπότ μεταξύ 1993-2007 σε 17 χώρες η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 0,36% ανά έτος. Η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη από την ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας που προκλήθηκε λόγω της εφεύρεσης της ατμομηχανής την περίοδο 1850-1910 (0,34% ανά έτος).
Η Boston Consulting Group εκτιμά ότι μέχρι το 2025 η εισαγωγή διεθνώς προηγμένων ρομποτικών συστημάτων θα αυξήσει ραγδαία την ανταγωνιστικότητα κόστους, αυξάνοντας την παραγωγικότητα στη μεταποίηση έως και 30%. Φυσικά σε επίπεδο επιχείρησης και για τα ρομπότ ισχύει ό,τι και για κάθε επένδυση. Εξαρτάται από το επιχειρηματικό σχέδιο και την επιτυχία του.
Ελληνικές επιχειρήσεις, χάρη στην επένδυση σε ρομποτικά συστήματα έχουν καταφέρει να «αλλάξουν επίπεδο», αυξάνοντας θεαματικά την παραγωγική τους δυναμικότητα και απευθυνόμενες πλέον σε νέες αγορές. Συνεπώς, η επιτυχής ενσωμάτωση προηγμένων ρομποτικών συστημάτων δεν αποτελεί απλώς πηγή συγκριτικού πλεονεκτήματος, αλλά συνθήκη επιβίωσης, καθώς όσοι δεν ακολουθήσουν τις εξελίξεις θα αντιμετωπίσουν σημαντικές πιέσεις όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της εργασίας.
*O Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος, διευθυντής Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ.
(Από την Ναυτεμπορική)