Το ερώτημα άρχισε να τίθενται επί τάπητος τις τελευταίες ημέρες, μετά τον ορυμαγδό επιθέσεων από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ κατά του προέδρου της Fed Ζερόμ Πάουελ, τον οποίο απειλεί να αντικαταστήσει, επειδή αρνείται

να ενδώσει στις πιέσεις για μείωση των επιτοκίων.

Με τις επιθέσεις αυτές ο Τραμπ κατέρριψε το ταμπού, το οποίο ήθελε τον Λευκό Οίκο να μην ανακατεύεται στα της κεντρικής τράπεζας. Συνήθως οι παρεμβάσεις τύπου... Τραμπ γίνονταν σε τριτοκοσμικά και αυταρχικά καθεστώτα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τελευταίο καιρό τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν.

Οι ανοικτές μάλιστα πιέσεις του Τούρκου προέδρου πέρυσι προς την κεντρική τράπεζα να ρίξει τα επιτόκια ήταν μια από τις βασικές αιτίες της ελεύθερης πτώσης της τουρκικής λίρας, καθώς οι παρεμβάσεις του θεωρούνταν ανοικτή επίθεση στην ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.  Στα τέλη του ‘90, η κριτική και μόνο που άσκησε ο επί κυβέρνησης Σρέντερ «κόκκινος» υπουργός Οικονομικών Όσκαρ Λαφοντέν κατά της πολιτικής της Μπούντεσμπανκ ήταν αρκετή για να μην κρατήσει η θητεία του παρά μερικούς μήνες. Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών εδράζεται στην κρίση της δεκαετίας του ‘70. Οι κεντρικές τράπεζες «εξουσιοδοτήθηκαν» με την καταπολέμηση του πληθωρισμού, «κερδίζοντας» επιχειρησιακή ανεξαρτησία στο να καθορίζουν τη νομισματική πολιτική, χωρίς κυβερνητικές-πολιτικές παρεμβάσεις.

Λίγο διαφορετική είναι η περίπτωση της γερμανικής Μπούντεσμπανκ, στο πρότυπο της οποίας οικοδομήθηκε η ΕΚΤ. Η ανεξαρτησία της είναι θεσμοθετημένη και αποσκοπούσε στο να αποφευχθεί το προηγούμενο της Ράιχσμπανκ, της κεντρικής τράπεζας του Γ’ Ράιχ, η οποία ήταν υποχείριο της πολιτικής των ναζί. Η πολιτική των κεντρικών τραπεζών υποτίθεται ότι είναι «ουδέτερη», αλλά εκ του αποτελέσματος έχει παίξει ρόλο σε κάθε άλλο παρά εποικοδομητικές πολιτικές τις τελευταίες δεκαετίες. Για παράδειγμα, τα χαμηλά επιτόκια του «Μαέστρο», του πρώην διοικητή της Fed Άλαν Γκρίνσπαν συνέβαλαν στη διόγκωση της χρηματιστηριακής φούσκας τη δεκαετία του ‘90.  Σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Αγγλίας, η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης ενίσχυσε τον πλούτο του 10% των βρετανικών νοικοκυριών κατά 116 φορές περισσότερο σε σχέση με το φτωχότερο 10%.  Οι κεντρικές τράπεζες αποφασίζουν χωρίς να λογοδοτούν ουσιαστικά, αρκούμενες σε χρησμούς και υπονοούμενα όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, παρόλο που αυτή αφορά την κοινωνία στο σύνολό της.

(www.naftemporiki.gr)