Δημόσια Διαβούλευση της ΡΑΕ Σχετικά με τα Τιμολόγια Λιανικής Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας

Δημόσια Διαβούλευση της ΡΑΕ Σχετικά με τα Τιμολόγια Λιανικής Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας
energia.gr
Πεμ, 25 Απριλίου 2019 - 19:11

Παρατηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι η συμπεριφορά των καταναλωτών στη λιανική ενεργειακή αγορά χαρακτηρίζεται από περιορισμένη κινητικότητα, ή και σχετική αδράνεια στην αλλαγή προμηθευτή, καθώς και διστακτικότητα στην ανάληψη κινδύνου. Βάσει των στοιχείων του CEER για το έτος 2016, το μέσο ποσοστό αλλαγής προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 6,3%.

Κατά τον CEER η έλλειψη εμπιστοσύνης του καταναλωτή αποτελεί έναν από τους τέσσερις βασικούς λόγους για την αδράνεια των καταναλωτών για την αλλαγή προμηθευτή. Στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και σύμφωνα με το νέο ενωσιακό θεσμικό πλαίσιο, προωθείται το μοντέλο του «ενεργού καταναλωτή», δηλαδή αυτού που συμμετέχει συνειδητά στην αγορά και αντιδρά στα σήματά της, εξυπηρετώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό και κατά το βέλτιστο δυνατό τρόπο τα συμφέροντά του, βάσει των αναγκών του.

Αυτό προϋποθέτει καταναλωτές που είναι επαρκώς ενημερωμένοι και που έχουν – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό – τη βούληση να αναλάβουν τους κινδύνους που συνεπάγεται η ενεργός συμμετοχή τους σε μια ανταγωνιστική αγορά, όπου κάθε επιλογή συνεπάγεται οικονομική επίπτωση (θετική ή αρνητική). Εντούτοις, όπως προκύπτει και από το πνεύμα της νέας οδηγίας (σκέψη υπ’αριθμ. 37) για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας , σε καμία περίπτωση το προωθούμενο μοντέλο καταναλωτή δεν θα πρέπει να αποκλείει την ελεύθερη επιλογή των καταναλωτών που δεν αισθάνονται ακόμα έτοιμοι ή δεν επιθυμούν να αναλάβουν κανένα κίνδυνο ή ακόμη περισσότερο να συμμετέχουν ενεργά στην αγορά.

Η ΡΑΕ εκτιμά ότι η μετάβαση στο ευρωπαϊκό μοντέλο ενεργών καταναλωτών, που έχει οριστικά υιοθετηθεί με την πρόσφατη Οδηγία προϋποθέτει, αφενός, τον αναγκαίο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των υποδομών (ευφυών συστημάτων μέτρησης με την εγκατάσταση ‘έξυπνων’ μετρητών και κέντρων συλλογής/διαχείρισης του Διαχειριστή Δικτύου), και αφετέρου, την άμεση λήψη μέτρων για την ενίσχυση της διαφάνειας, της επαρκούς πληροφόρησης των καταναλωτών και της κοστοστρέφειας των τιμολογίων . Όλα αυτά κρίνονται απαραίτητα για την επιτάχυνση της άρσης των στρεβλώσεων, την τόνωση του υγιούς ανταγωνισμού και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στη λειτουργία της αγοράς.

Σε ό,τι αφορά το εθνικό πλαίσιο, οι βασικές αρχές που διέπουν τη διαμόρφωση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας σύμφωνα με τον οικείο Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες είναι η κοστοστρέφεια, η διαφάνεια, η απλότητα, η ίση μεταχείριση και η προστασία των δικαιωμάτων όλων των καταναλωτών. Η εποπτεία δε για την άσκηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των Προμηθευτών και των Πελατών, κατ’ εφαρμογή του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες6 διενεργείται από τη ΡΑΕ. Σε μια ορθώς λειτουργούσα αγορά, λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω, θα πρέπει να προσφέρονται επιλογές, οι οποίες καλύπτουν τις ανάγκες όλων των κατηγοριών καταναλωτών, δηλαδή τόσο αυτών που ενεργά επιθυμούν να συμμετέχουν και να συνδιαμορφώνουν την αγορά ενέργειας, όσο και αυτών που επιλέγουν να μην αναλαμβάνουν κινδύνους.

Συναφώς, οι προσφερόμενες επιλογές θα πρέπει να συναρτώνται κάθε φορά και να διαφοροποιούνται με το επίπεδο του αναλαμβανομένου κινδύνου κατ’ επιλογή του καταναλωτή (ήτοι κλιμακούμενο επίπεδο κινδύνου). Οι μεθοδολογίες δυναμικής τιμολόγησης σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική οι οποίες περιλαμβάνονται στο υφιστάμενο ενωσιακό και εθνικό νομικό πλαίσιο, καθώς και οι τρόποι εφαρμογής τους αναλυτικά παρουσιάζονται στην παρουσίαση που επισυνάπτεται στο πακέτο της παρούσας δημόσιας διαβούλευσης. Σημειώνεται ότι σε αρκετές χώρες στην Ευρώπη (π.χ. Ισπανία) προσφέρεται μεν η δυνατότητα δυναμικής τιμολόγησης στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς την ύπαρξη ευφυών συστημάτων μέτρησης, όμως η τιμολόγηση αυτή βασίζεται σε τυπικές καμπύλες κατανάλωσης εκάστης κατηγορίας και σε ex ante γνωστά πραγματικά δεδομένα της αγοράς, προκειμένου να διασφαλίζεται η αρχή της κοστοστρέφειας και της διαφάνειας. Σε αντίθεση με αυτό, στην Ελλάδα, προβλέπεται μεν μεθοδολογία τυπικών καμπυλών για την κάθε κατηγορία καταναλωτών στην χονδρεμπορική (Κώδικας Περιοδικής Εκκαθάρισης), αλλά αυτή η μεθοδολογία ή μια ενδεχομένως πιο βελτιωμένη έκδοσή της, δεν χρησιμοποιείται σε σχήματα δυναμικής τιμολόγησης στη λιανική. Στην λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, και ειδικότερα στη χαμηλή τάση, προσφέρονται τιμολόγια από τους εναλλακτικούς προμηθευτές τα οποία, με βάση τα διαθέσιμα στην Αρχή στοιχεία, προκύπτει ότι έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

- 1. Εφαρμόζονται εκτός πλαισίου συστήματος ευφυούς μέτρησης που δεν υφίστανται ακόμη στη χώρα μας.

- 2. Δεν λαμβάνουν υπόψη κάποια σαφώς ορισμένη ή πιστοποιημένη από το Διαχειριστή τυπική καμπύλη κατανάλωσης στην κατηγορία όπου εφαρμόζονται, η οποία να συναρτάται με την τιμή Οριακής Τιμής Συστήματος (ΟΤΣ)9 και τα πρόσθετα κόστη χονδρεμπορικής αγοράς με αποτέλεσμα να γίνεται χρήση μεσοσταθμικών τιμών ΟΤΣ επί σωρευτικών δεδομένων κατανάλωσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ή υπολογιζόμενη καμπύλη φορτίου εκάστης κατηγορίας καταναλωτών. Περαιτέρω, τα χρησιμοποιούμενα διαστήματα των τιμών ΟΤΣ ποικίλλουν ανάλογα με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της κοστοστρέφειας.

- 3. Επιπλέον: α) εγγυώνται σταθερή τιμή χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση της χονδρεμπορικής αγοράς για ορισμένο εύρος ΟΤΣ, β) επιβαρύνονται πλήρως με την τιμή της ΟΤΣ, όταν αυτή ξεπεράσει το οριζόμενο εύρος και σε αυτή την περίπτωση, η χρέωση με την ΟΤΣ είναι συνήθως προσαυξημένη με τον συντελεστή απωλειών, καθώς και άλλα κόστη χονδρεμπορικής (όπως π.χ. ΛΠ2, ΛΠ3 κλπ). Τα κόστη αυτά, διαφοροποιούνται ανά προμηθευτή δεδομένου ότι διαφοροποιείται η σχετική εξίσωση ανά προμηθευτή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμα πιο δυσχερής η εκτίμηση του οικονομικού κινδύνου που συνεπάγεται το κάθε τιμολόγιο και συνεπώς καθίσταται δυσχερέστατη η σύγκριση μεταξύ των προσφορών των προμηθευτών, και γ) σε περίπτωση που η τιμή της ΟΤΣ είναι κάτω του οριζόμενου από τον προμηθευτή εύρος, τότε επιστρέφεται στον καταναλωτή κάποιο ποσό που αντιστοιχεί στην αρνητική διαφορά της ΟΤΣ, χωρίς όμως να είναι σαφής ο τρόπος προσδιορισμού του ύψους του ποσού αυτού, αναφορικά με την προσαύξηση του συντελεστή απωλειών και τα λοιπά εφαρμοζόμενα κόστη χονδρεμπορικής.

- 4. Εφαρμόζεται ρήτρα ΟΤΣ, η οποία δεν ακολουθεί κοινό κανόνα σε όλους τους προμηθευτές ως προς το χρονικό διάστημα αναφοράς των τιμών της, το οποίο δεν συμπίπτει αναγκαία με το χρονικό διάστημα κατανάλωσης.

- 5. Τα υπό στοιχείο (4) περιγραφόμενα ισχύουν και για τις υπόλοιπες χρεώσεις κόστους χονδρεμπορικής που οι προμηθευτές περιλαμβάνουν στις εξισώσεις υπολογισμού της ρήτρας, πχ. ΛΠ2, ΛΠ3 κλπ.. Περαιτέρω, δεν είναι σαφής και γραμμική η συσχέτιση των χρεώσεων αυτών με την ΟΤΣ, διότι οι χρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν πολλά και διαφορετικής φύσης κόστη της χονδρεμπορικής, τα οποία δεν μπορούν να συσχετιστούν γραμμικά με την ΟΤΣ, όπως π.χ. οι αποκλίσεις που χρεώνονται με την ΟΤΑ (Οριακή Τιμή Αποκλίσεων). Συνεπώς, δεν υπάρχει σαφής και μαθηματικά αποτυπωμένος τρόπος υπολογισμού της πραγματικής κοστοστρεφούς επίδρασης άνω και κάτω του εύρους της εγγυημένης ΟΤΣ.

Συνεπώς, τα τιμολόγια μεταφέρουν de facto στον καταναλωτή μεγάλο μέρος ή και το σύνολο του κινδύνου (αρνητικού ή θετικού10) διακύμανσης του κόστους χονδρεμπορικής αγοράς προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας πάνω ή κάτω από ένα καθορισμένο εύρος τιμής ΟΤΣ. Αυτό όμως δεν φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις διαφάνειας, επαληθευσιμότητας και απλότητας που επιτάσσει τόσο το εθνικό πλαίσιο όσο και το ενωσιακό. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις πολλές αναφορές που έχουν υποβληθεί στην Αρχή, οι ενεργοί καταναλωτές επιθυμούν και προφανώς δικαιούνται να αντιλαμβάνονται κατά το προσυμβατικό στάδιο ότι αναλαμβάνουν κίνδυνο, καθώς και το μέγεθος αυτού, και να μπορούν να επαληθεύουν την ορθότητα του υπολογισμού των χρεώσεων για την παροχή τους, ώστε να υπηρετείται με συνέπεια η αρχή της διαφάνειας.

Κοινός παρονομαστής όλων των σχετικών υποθέσεων είναι ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερώνονται προσηκόντως και επαρκώς για το μέγεθος του κινδύνου που θα αναλάβουν, όπως π.χ. την εκτίμηση της πιθανότητας εμφάνισης του κινδύνου η οριακή τιμή ΟΤΣ να υπερβεί το εγγυημένο εύρος της από τους προμηθευτές και σε ποια επίπεδα (π.χ. με βάση διαθέσιμα απολογιστικά στοιχεία). Έτσι, καίτοι οι Προμηθευτές διαθέτουν ευχέρεια διαμόρφωσης των τιμολογίων λιανικής, η συμπερίληψη μηχανισμών αναπροσαρμογής οφείλει να πληροί τις υποχρεώσεις της διαφάνειας και απλότητας, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές κατανοούν πράγματι το κόστος τους, ώστε να είναι σε θέση να κάνουν συνειδητές επιλογές.

Ως εκ τούτου, λόγω της εγγενούς ασυμμετρίας πληροφόρησης και ικανότητας επεξεργασίας των πραγματικών και συγκυριακών δεδομένων της χονδρεμπορικής αγοράς μεταξύ των καταναλωτών και των προμηθευτών, η Αρχή θεωρεί ότι καθίσταται απολύτως αναγκαία καταρχήν η λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της κατά το δυνατόν πληρέστερης ενημέρωσης των πρώτων από τους δεύτερους με απλό, σαφή και προδιαγεγραμμένο τρόπο ως προς τους άνω κινδύνους που συνεπάγεται η επιλογή κάθε προσφερόμενου τιμολογίου κατά το προσυμβατικό στάδιο. Περαιτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών που δεν επιθυμούν την ανάληψη κινδύνου, την ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης όλων των καταναλωτών στη λειτουργία της αγοράς, είναι δέον όλοι οι προμηθευτές να προσφέρουν τουλάχιστον ένα σταθερό τιμολόγιο στους καταναλωτές χαμηλής τάσης που δεν επιθυμούν την ανάληψη κινδύνου, έτσι ώστε να τους διευκολύνουν στην επιλογή του συμφερότερου – βάσει της εκτίμησής τους – τιμολογίου ή/και προμηθευτή.

Συνεπώς η Αρχή θεωρεί, βάσει και των αρχών του ενωσιακού δικαίου αλλά και υπό το πνεύμα των αρχών και προβλέψεων του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες περί απλότητας, σαφήνειας, διαφάνειας και προστασίας των δικαιωμάτων όλων των καταναλωτών, ότι είναι αναγκαίο στη παρούσα φάση να εξεταστεί η εισαγωγή σταθερών τιμολογίων καθώς και μέτρων για τη διαφάνεια των υφιστάμενων τιμολογίων με ρήτρες. ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ, Η ΑΡΧΗ ΚΑΛΕΙ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ:

1. Θεωρείται σκόπιμη η προσφορά, από κάθε προμηθευτή, ενός τουλάχιστον σταθερού τιμολογίου ανά κατηγορία πελατών, προκειμένου για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών που δεν επιθυμούν την ανάληψη κινδύνου;

2. Με ποιους τρόπους μπορεί να διασφαλιστεί η πληρέστερη δυνατή πληροφόρηση των καταναλωτών κατά το προσυμβατικό στάδιο αναφορικά με τους κινδύνους που αναλαμβάνει, σε περίπτωση σύναψης σύμβασης που προβλέπει ανάληψη κινδύνου συνδεόμενου με τα κόστη της χονδρεμπορικής αγοράς προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας;

3. Με ποιους τρόπους μπορεί να μεταφερθεί ορθά και κοστοστρεφώς μόνο το πραγματικό κόστος που αναλογεί σε τιμές πάνω και κάτω από το εγγυημένο εύρος τιμής αναφοράς χονδρεμπορικής (π.χ. ΟΤΣ) ανά κατηγορία καταναλωτών, στα προσφερόμενα «υβριδικά» τιμολόγια;

4. Με ποιους τρόπους μπορεί να διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή διαφάνεια και η επαληθευσιμότητα των χρεώσεων που προκύπτουν για κάθε παράμετρο του μαθηματικού τύπου υπολογισμού της ρήτρας ΟΤΣ11. Περαιτέρω, δεδομένου ότι πολλές από τις χρησιμοποιούμενες παραμέτρους εκκαθαρίζονται οριστικά πολύ καιρό μετά την περίοδο κατανάλωσης ή και τιμολόγησης, θεωρείται ορθή η χρήση των τιμών αυτών όπως προκύπτουν από την πρώτη εκκαθάρισή τους;

5. Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της κοστοστρέφειας και ανά κατηγορία πελατών, θεωρείται σκόπιμη η εμπλοκή του Διαχειριστή δικτύου για τη δημοσίευση των τυπικών καμπυλών κατανάλωσης κάθε κατηγορίας της χαμηλής τάσης, ώστε να συναρτώνται κατά το βέλτιστο τρόπο οι ωριαίες καμπύλες με τις εκκαθαρίσεις της ΟΤΣ;

6. Θεωρείται σκόπιμη η ένταξη κάθε είδους λειτουργικού κόστους στην αναλογική ή πάγια χρέωση του ανταγωνιστικού σκέλους και η αποφυγή διακριτών πρόσθετων χρεώσεων που συνδέονται με τέτοιου είδους κόστη;

7. Θα ήταν σκόπιμη η απάλειψη ρητρών ή/και χρεώσεων που περιλαμβάνονται στο ανταγωνιστικό σκέλος και δεν συνδέονται άμεσα με τα κόστη χονδρεμπορικής αγοράς προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας (όπως π.χ. CO2); Στο πλαίσιο της διαβούλευσης αυτής, προσκαλούνται όλοι οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τα σχόλια και τις παρατηρήσεις τους έως και την Παρασκευή 24.5.2019, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: [email protected]. Η ΡΑΕ, μετά τη λήξη της Δημόσιας Διαβούλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν.2690/1999, ΦΕΚ Α’ 45), θα δημοσιοποιήσει κατάλογο των συμμετεχόντων στη διαβούλευση, καθώς και το περιεχόμενο των επιστολών που υποβλήθηκαν, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο αποστολέας αιτείται τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων του ή/και των απόψεών του.