Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία αναθεωρούνται προς το χειρότερο. Τα λάθη στην πρόβλεψη δεν αποτελούν πραγματικά έκπληξη. Αλλαγές στις προβλέψεις του ΔΝΤ είναι συνηθισμένες. Τον Απρίλιο του 2018, το Ταμείο είχε προβλέψει πως η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυσσόταν το 2019 με ρυθμό 3,9%. Έως τον Ιανουάριο του 2019 η πρόβλεψη είχε αναπροσαρμοστεί στο 3,5%.

Το ΔΝΤ θεωρεί υπεύθυνες τις εντάσεις στο εμπόριο και την επιβολή αυστηρότερων όρων στον δανεισμό για την απώλεια «παραγωγής» το 2019, ύψους περίπου 350 δισ. δολαρίων.

Η Berenberg Economics ανησυχεί για «κοκτέιλ κινδύνων», όπως πολιτικό αδιέξοδο σε ΗΠΑ και Βρετανία, κακή οικονομική πολιτική που ασκούν λαϊκιστικές κυβερνήσεις και οι πάντες ανησυχούν για επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας. Ολα αυτά εξηγούν εν μέρει την κατάσταση. Οι συνθήκες χρηματοδότησης ήταν ευρέως αναμενόμενο πως θα επιδεινώνονταν, οι εμπορικές εντάσεις και το Brexit «σιγοβράζουν» εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα και οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται κυρίως για μέτρα υποστήριξης της οικονομίας, τα οποία τείνουν να ενισχύουν, βραχυπρόθεσμα, την οικονομική δραστηριότητα.

Η υποχώρηση της εμπιστοσύνης ακούγεται περισσότερο ως δικαιολογία παρά ως εξήγηση. Είναι πιθανότερο πως τα μοντέλα όσων κάνουν προβλέψεις δεν είναι σωστά ρυθμισμένα, ώστε να λαμβάνουν υπόψη μεγαλύτερες τάσεις που υπάρχουν στην παγκόσμια οικονομία. Πρώτον, το ΑΕΠ είναι μέτρο που «χάνει» πολλές βελτιώσεις στην ποιότητα διαβίωσης. Είχε σχεδιαστεί ώστε να υπολογίζει την παραδοσιακή βιομηχανική παραγωγή – αυτοκίνητα, τσιμέντο και άλλα προϊόντα που παράγονται σε μεγάλα εργοστάσια. Το εργαλείο είναι υπερβολικά τραχύ ώστε να μπορεί να πιάσει πολλά από τα κέρδη που δημιουργούνται από τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας, από τη μείωση της μόλυνσης και από τη βελτίωση της υγείας. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η βελτίωση περισσότερο άυλων στοιχείων που καλυτερεύουν τη ζωή αποτελούν μεγάλο μέρος της νέας οικονομικής δραστηριότητας. Το ΑΕΠ είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Στο μεταξύ, οι στατιστικές υπηρεσίες στις αναπτυσσόμενες χώρες δυσκολεύονται σε γενικές γραμμές να περιλάβουν στις μετρήσεις τους σημαντικές βελτιώσεις στις συνθήκες διαβίωσης που προέρχονται από την ανανεωμένη παραγωγικότητα σε μικρές επιχειρήσεις και φάρμες. Το αποτέλεσμα, τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες, θα μπορούσε να ονομαστεί γνωστική ασυμφωνία (σ.σ. σύγκρουση νοοτροπίας, πεποιθήσεων, ιδεών).

Στα στατιστικά στοιχεία υπάρχει η τάση να μην υπολογίζονται τα καλά οικονομικά νέα, ενώ όσοι κάνουν προβλέψεις και εξετάζουν τη βελτίωση των εργασιακών δεξιοτήτων και την αύξηση του επιπέδου του κεφαλαίου τείνουν να πιστεύουν πως θα προσμετρηθούν. Μία ακόμη πηγή λάθους θα μπορούσε να είναι οι δημογραφικές αλλαγές. Οσοι κάνουν προβλέψεις γνωρίζουν για την πτώση του δείκτη γεννητικότητας, όμως πολλοί υποτιμούν την επίπτωσή της. Είναι λογικό να περιμένει κανείς πως η μείωση του αριθμού των παιδιών θα οδηγήσει σε μικρότερα σπίτια, σε χαμηλότερες επενδύσεις σε υποδομές και σε λιγότερο χρόνο και ενέργεια αφιερωμένη σε καριέρες που αυξάνουν το ΑΕΠ. Οι παραγωγοί πρώτων υλών εμπνέουν μια άλλη μορφή αδικαιολόγητης αισιοδοξίας μεταξύ των οικονομολόγων. Λίγες χώρες έχουν εκμεταλλευθεί τα κέρδη από την εξαγωγή πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών. Ποικίλλουν οι συνέπειες όλων αυτών των τάσεων στην πραγματική οικονομία. Η όποια χρηματοπιστωτική πίεση προκύψει θα συμβεί σε ακατάλληλη χρονική στιγμή. Παγκοσμίως, ο δανεισμός είναι υψηλός, τα επιτόκια δανεισμού εξακολουθούν να βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο και οι πλούσιοι χρηματοδότες αντιμετωπίζονται ευρέως με δυσπιστία. Υπάρχουν, αυτή τη στιγμή, όλα τα συστατικά για κάτι που θα είναι πολύ χειρότερο από την αναθεώρηση προς τα κάτω των οικονομικών προβλέψεων.

(Reuters/ αναδημοσίευση: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)