Το ενεργειακό τοπίο μεταβάλλεται ταχύτατα με εκτεταμένες συνέπειες για την παγκόσμια ενεργειακή βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων τόσο των εταιρειών πετρελαίου, όσο και των χωρών που εξάγουν πετρέλαιο. Ένα βασικό ζήτημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πετρελαϊκές εταιρείες και οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει πλέον να τοποθετηθούν στο νέο τοπίο, αλλά και το πως θα αποτελέσουν μέρος της ...επανάστασης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).

Σε συνέντευξη του, ο επικεφαλής της Global Energy Research, Rob West , η οποία δημοσιεύεται από το Ινστιτούτο Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης, επικεντρώνεται στο μειωμένο κόστος των ΑΠΕ, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες και οι χώρες θα πρέπει να επενδύουν στην “πράσινη” ενέργεια παράλληλα με τους υδρογονάνθρακες. Ήδη μεγάλες εταιρείες δείχνουν τον δρόμο. Η General Electric ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα επικεντρωθεί στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και των ΑΠΕ.

Η ανάγκη στροφής προς πιο καθαρές μορφές ενέργειας είναι πλέον επιτακτική, καθώς ολοένα και αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων. Στο Λονδίνο καταγράφεται καύσωνας και αυξημένος κίνδυνος πυρκαγιάς. Ο στρατός κλήθηκε να βοηθήσει τους πυροσβέστες να αντιμετωπίσουν μια τεράστια πυρκαγιά στο Saddleworth Moor του Μάντσεστερ, το οποίο οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν. Πυρκαγιές εκδηλώνονται συχνότερα στη Βόρεια Καλιφόρνια και στην Αυστραλία. Στην Ελλάδα, τον Ιούνιο το σκηνικό θύμιζε περισσότερο φθινόπωρο.

Στην ΕΕ οι διαπραγματεύσεις έφεραν αποτέλεσμα την περασμένη εβδομάδα, με μια συμφωνία που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα επιτύχουν συλλογικά τον ευρωπαϊκό στόχο για 32% ΑΠΕ έως το 2030. Η συμφωνία αναφέρει ότι όλες οι χώρες πρέπει να ολοκληρώσουν τα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, τα οποία θα σκιαγραφούν τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρουν να αναπτύξουν τις ΑΠΕ και θα αποτυπώνουν το ακριβές χρονοδιάγραμμα.

Παράλληλα, προωθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και άλλα “εργαλεία” για την προώθηση της πράσινης ενέργειας. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και η γαλλο-γερμανική περιφερειακή τράπεζα SaarLB υπέγραψαν συμφωνία εγγύησης ύψους 70 εκατ. ευρώ. Η συμφωνία θα επιτρέψει στη SaarLB να χορηγήσει πρόσθετα δάνεια ύψους περίπου 140 εκατομμυρίων ευρώ για νέα έργα ΑΠΕ σε Γαλλία και Γερμανία. Αντίστοιχη συμφωνία είχε υπογραφεί και το 2016. Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μάρος Σέφκοβιτς, δήλωσε: "Η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια θα επιτύχει στην Ευρώπη μόνο αν σκεφτούμε πέρα από τα εθνικά σύνορα και συνεργαστούμε. Η SaarLB κάνει ακριβώς αυτό με τη χρηματοδότηση της ανανεώσιμης ενέργειας στη Γερμανία και τη Γαλλία. Χαίρομαι που η ΕΕ είναι σε θέση να συμβάλει μέσω της ΕΤΕπ και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων. Αυτό θέλουμε να ενθαρρύνουμε και με τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027”.

Στη Ελλάδα, σήμερα Δευτέρα, ξεκινούν οι πρώτοι τρεις διαγωνισμοί που έχει προγραμματίσει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για ΑΠΕ (ένας για αιολικά πάρκα, ένας για μικρά φωτοβολταϊκά πάρκα και ένας για μεγάλα). Ο κατάλογος των συμμετεχόντων είναι μικρότερος του προσδοκώμενου. Στην κατηγορία των φωτοβολταϊκών κάτω του 1 MW, θα συμμετάσχουν 155 έργα, συνολικής ισχύος 93,66 MW. Στην κατηγορία των φωτοβολταϊκά από 1 MW έως και 20 MW, θα λάβουν μέρος μόνο 13 έργα, συνολικής ισχύος 93,44 MW. Στα αιολικά από 3 MW έως 50 MW θα συμμετάσχουν 14 έργα συνολικής ισχύος 308 MW.

Παράγοντες της αγοράς των ΑΠΕ ζητούν αλλαγές στους κανόνες των διαγωνισμών. Ωστόσο, σε ανακοίνωση του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ) στις 21 Ιουνίου, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, η συνολική φωτοβολταϊκή ισχύς που προκρίθηκε για να συμμετάσχει στην β’ φάση των διαγωνισμών ΡΑΕ, κρίνεται κατ’ αρχάς ικανοποιητική. Με δεδομένη μάλιστα την πρόθεση της ΡΑΕ να προκηρυχτούν και νέοι διαγωνισμοί εντός του 2018 με προσανατολισμό την ανά έτος προοριζόμενη για τα φωτοβολταϊκά νέα ισχύ, “εκτιμούμε πως η αγορά -δηλαδή οι επενδυτές- θα έχουν την δυνατότητα να αποτιμήσουν το νέο επενδυτικό τοπίο και να προχωρήσουν στο βαθμό πάντοτε που επιθυμούν ή επιτρέπουν οι δυνατότητες τους στις ζητούμενες επενδύσεις”. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνεται “ούτε εξαναγκασμός επενδύσεων μπορεί να υπάρχει, ούτε και νοείται τα κριτήρια να χαλαρώνουν υπερβολικά και αποσπασματικά κάθε φορά ώστε να γίνονται έργα που εν πρώτοις δεν θέλει η αγορά ή που εν τέλει δεν θα υπάρχει πραγματικά ανταγωνιστική διαδικασία ή που εν πάση περιπτώσει δεν στηρίζει το σύστημα”.