Σε μία αιφνιδιαστική κίνηση, το Πεκίνο προκάλεσε αναταράξεις στη διεθνή αγορά πετρελαίου, απειλώντας να επιβάλει δασμούς στο αργό, το φυσικό αέριο και άλλα ενεργειακά προϊόντα που εισάγει από τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι η Κίνα πλέον κατατάσσεται πρώτη στον κατάλογο των κρατών που εισάγουν αμερικανικό πετρέλαιο.

Η Κίνα αντέδρασε άμεσα στους δασμούς ύψους 50 δισ. δολαρίων που εξήγγειλε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ανακοινώνοντας πως θα επιβάλει ισόποσους δασμούς σε διάφορα προϊόντα που εισάγει από τις ΗΠΑ από τις 6 Ιουλίου. Αρχικά, όπως ακριβώς έκαναν και οι ΗΠΑ, οι κινεζικοί δασμοί 25% θα αφορούν αμερικανικά προϊόντα αξίας 34 δισ. δολαρίων, ενώ τα επιπλέον αμερικανικά προϊόντα αξίας 16 δισ. δολαρίων θα τεθούν υπό εξέταση. Ταυτόχρονα, όμως, το Πεκίνο κατέστησε σαφές ότι ετοιμάζεται να επιβάλει δασμούς σε αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα, κάτι που για τους περισσότερους αναλυτές αποτέλεσε έκπληξη, καθώς μέχρι τώρα τα κινεζικά μέτρα στοχοθετούσαν κυρίως αγροδιατροφικά προϊόντα και αυτοκίνητα. «Αυτή είναι μεγάλη υπόθεση. Η Κίνα είναι ουσιαστικά ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αργού των ΗΠΑ και επομένως αυτό προκαλεί μεγάλη αίσθηση στην αγορά πετρελαίου. Το θέμα θα λάβει ακόμα σοβαρότερες διαστάσεις αν μιλάμε και για διυλισμένα προϊόντα» τόνισε ο Ματ Σμιθ, επικεφαλής της διεύθυνσης ερευνών για τις πρώτες ύλες στην εταιρεία ClipperData.

Η Κίνα εισάγει σήμερα περίπου 363.000 βαρέλια αμερικανικού αργού την ημέρα, κάτι που σημαίνει πως μοιράζεται με τον Καναδά την πρώτη θέση στην κατάταξη των εισαγωγέων, με βάση στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας. Εισάγει επίσης επιπλέον 200.000 βαρέλια την ημέρα άλλων ενεργειακών προϊόντων, όπως το προπάνιο.

Η αμερικανική ενεργειακή βιομηχανία έχει αυξήσει σημαντικά το παραγωγικό δυναμικό της χάρη στα σχιστολιθικά κοιτάσματα, αυξάνοντας την ημερήσια παραγωγή της στο επίπεδο ρεκόρ των 10,9 εκατομμυρίων βαρελιών αργού ημερησίως. Από αυτή την ποσότητα, οι ΗΠΑ εξάγουν σήμερα περίπου 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Ο Ντόναλντ Τραμπ διατυμπανίζει την αμερικανική κυρίαρχη θέση στην παραγωγή πετρελαίου ως ένα από τα κλειδιά της παγκόσμιας επιρροής των ΗΠΑ.

Η Ουάσιγκτον εξάλλου προτρέπει άλλες κυβερνήσεις, ανάμεσά τους και το Πεκίνο, να αγοράζουν μεγαλύτερες ποσότητες αμερικανικού αργού και να μειώσουν τις προμήθειές τους από το Ιράν, αφότου ο Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής ιρανικού πετρελαίου: εισήγαγε 650.000 βαρέλια την ημέρα το πρώτο εξάμηνο του 2018. Είναι ακόμα ασαφές αν σκοπεύει να μειώσει τις εισαγωγές της από το Ιράν.

Εάν επιβληθούν δασμοί στο αμερικανικό αργό, αυτό θα αποθαρρύνει τα κινεζικά διυλιστήρια να το αγοράζουν. Η απειλή αυτή διατυπώθηκε την ώρα που άλλες πετρελαιοεξαγωγικές χώρες, ανάμεσά τους η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία, ετοιμάζονται να αυξήσουν την παραγωγή τους, εν όψει της συνόδου του ΟΠΕΚ την επόμενη εβδομάδα. Το ίδιο σκοπεύουν να κάνουν και χώρες μη μέλη του καρτέλ.

Την ίδια στιγμή, ο Γάλλος υπουργός Μπρούνο Λεμέρ κάλεσε την Ευρώπη να προχωρήσει ταχύτατα στο πνεύμα των μεταρρυθμίσεων που έχει προτείνει ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ και την Κίνα. «Η Ευρώπη δεν πρέπει απλώς να γίνει οικονομική δύναμη, αλλά πρέπει και να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τις αξίες και τους κανόνες της» προειδοποίησε και σε ό,τι αφορά στους δασμούς που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ στα προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου, τονίζει ότι η Ευρώπη δεν είναι ανυπεράσπιστη. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε δίκιο να ανακοινώσει αντίμετρα τα οποία θα τεθούν σε ισχύ την 1η Ιουλίου» είπε και εξήγησε ότι η Ευρώπη πρέπει να γίνει ανεξάρτητη από τους χρηματοοικονομικούς θεσμούς των ΗΠΑ.

 

Συνάντηση παραγωγών

Ο ΟΠΕΚ, η Ρωσία και οι υπόλοιποι μεγάλοι παραγωγοί φαίνονται αποφασισμένοι να χαλαρώσουν τα όρια που έχουν επιβάλει στην παραγωγή, τα οποία συνέβαλαν στο να περιοριστεί η παγκόσμια υπερπροσφορά πετρελαίου, στη συνάντηση αυτής της εβδομάδας. Η συμφωνία δεν πρόκειται να εκπνεύσει πριν από τα τέλη του έτους, όμως οι αυξανόμενες τιμές που πυροδοτούνται και από τους γεωπολιτικούς κινδύνους έχει κάνει αρκετούς παραγωγούς να επανεξετάσουν τη στρατηγική εξόδου τους. Η συνάντηση αυτή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς οι αποφάσεις για την περαιτέρω πολιτική στην αγορά πετρελαίου θα έχει αντίκτυπο σε πολλά μέτωπα, δεδομένου ότι ο ΟΠΕΚ διοχετεύει περίπου το 40% της παγκόσμιας ενέργειας. Ειδικά η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία έχουν υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα και αναμένεται να αποσπάσουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς διοχετεύοντας περισσότερο πετρέλαιο. Και οι δύο έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για αύξηση της παραγωγής.

 

(«ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)