Οι μεγαλύτερες βιομηχανικές δημοκρατίες στον κόσμο δαπανούν τουλάχιστον 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για να υποστηρίξουν την κατανάλωση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, παρά τις δεσμεύσεις τους να σταματήσουν τις επιχορηγήσεις στα ορυκτά καύσιμα ως το 2025, αποκαλύπτει σήμερα έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα ενόψει της συνόδου κορυφής της G7 στον Καναδά

Η Βρετανία, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ --γνωστές ως η Ομάδα των Επτά ισχυρότερων βιομηχανικών χωρών του πλανήτη (G7)-- δεσμεύτηκαν το 2016 να καταργήσουν σταδιακά την υποστήριξή τους προς τα ορυκτά καύσιμα ως το 2025.

Ωστόσο η έρευνα αυτή της οποίας ηγήθηκε το Overseas Development Institute (ODI) της Βρετανίας αποκάλυψε ότι οι χώρες αυτές δαπάνησαν τουλάχιστον 100 δισεκατομμύρια δολάρια για να υποστηρίξουν τα ορυκτά καύσιμα εντός, αλλά και εκτός των συνόρων τους, το 2015 και το 2016.

"Οι κυβερνήσεις λένε συχνά ότι δεν έχουν δημόσιους πόρους για να υποστηρίξουν τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια", δήλωσε στο Thomson Reuters Foundation η επικεφαλής στη σύνταξη της έκθεσης Σίλα Γουίτλεϊ.

"Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να υπογραμμίσουμε ότι οι πόροι αυτοί υπάρχουν, (αλλά) χρησιμοποιούνται ανεπαρκώς", πρόσθεσε.

"Οι χώρες της G7 δεσμεύτηκαν να καταργήσουν σταδιακά τις επιχορηγήσεις στα ορυκτά καύσιμα, αλλά δεν έχουν συστήματα για να λογοδοτούν όσον αφορά την τήρηση των δεσμεύσεών τους --δεν έχουν οδικούς χάρτες ή σχέδια", πρόσθεσε η Γουίτλεϊ, που είναι επικεφαλής του τμήματος του ODI για το κλίμα.

Οι ερευνητές έκαναν έλεγχο και βαθμολόγησαν κάθε χώρα βάσει δεικτών, όπως η διαφάνεια, οι υποσχέσεις και οι δεσμεύσεις, αλλά και η πρόοδός τους προς τον τερματισμό της χρήσης, της υποστήριξης και της παραγωγής των ορυκτών καυσίμων.

Η Γαλλία είχε την υψηλότερη βαθμολογία, 63 στις 100 μονάδες, ακολουθούμενη από την Γερμανία (62), τον Καναδά (54) και τη Βρετανία (47), σύμφωνα με την έκθεση.

Οι ΗΠΑ είχαν την χαμηλότερη βαθμολογία με 42 στις 100 μονάδες λόγω της υποστήριξής τους προς την παραγωγή ορυκτών καυσίμων και την απόσυρσή τους από την παγκόσμια συμφωνία του 2015 για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πριν από έναν χρόνο ότι εγκαταλείπει τη συμφωνία την οποία έχουν συνάψει σχεδόν 200 χώρες λόγω της αντίθεσης των επιχειρήσεων και συμμάχων των ΗΠΑ.

Η συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα του 2015 δεσμεύει τις χώρες να περικόψουν τις εκπομπές των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και να διατηρήσουν την παγκόσμια αύξηση των θερμοκρασιών "αρκετά κάτω" από τους 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Η Βρετανία είχε την χαμηλότερη βαθμολογία όσον αφορά το θέμα της διαφάνειας επειδή αρνήθηκε ότι η κυβέρνησή της έδωσε επιχορηγήσεις στα ορυκτά καύσιμα, μολονότι υποστήριξε φοροαπαλλαγές για την εκμετάλλευση πετρελαίου και αερίου από την Βόρεια θάλασσα, σύμφωνα με την έκθεση.

"Δεν επιχορηγούμε την παραγωγή ούτε την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων", δήλωσε εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών σε σχόλια που απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο Thomson Reuters Foundation.

"Υποστηρίζουμε άλλες χώρες στην σταδιακή κατάργηση των δικών τους επιχορηγήσεων στα ορυκτά καύσιμα στο πλαίσιο της δέσμευσής μας προς την G20 και την G7", πρόσθεσε.

Στην έκθεση αυτή, η οποία συντάχθηκε και από τις: Oil Change International, International Institute for Sustainable Development και Natural Resources Defense Council, καλούνται οι κυβερνήσεις της G7 να καταρτίσουν συγκεκριμένα σχέδια για να σταματήσουν οι επιχορηγήσεις στα ορυκτά καύσιμα ως το 2025, όπως έχουν δεσμευτεί.

"Αυτό που θα έπρεπε να είναι ένας εύκολος στόχος όσον αφορά τη διακοπή της χορήγησης δημόσιων πόρων στα ορυκτά καύσιμα δεν γίνεται, ή όπου γίνεται, δεν γίνεται αρκετά γρήγορα", επισήμανε τέλος η Ουίτλεϊ. 

(ΑΠΕ-ΜΠΕ)