Η διαδικασία για την εκλογή αρχηγού στην υπό ανακατασκευή «προοδευτική παράταξη» απεκάλυψε το μεγάλο κενό της πολιτικής περιόδου την οποία διανύουμε. Καθώς οι παλαιές κυρίαρχες ιδεολογίες δεν έχουν απήχηση, το ζητούμενο από τον πολιτικό λόγο έχει καταστεί αμιγώς πρακτικό.

Η διαδικασία για την εκλογή αρχηγού στην υπό ανακατασκευή «προοδευτική παράταξη» απεκάλυψε το μεγάλο κενό της πολιτικής περιόδου την οποία διανύουμε. Καθώς οι παλαιές κυρίαρχες ιδεολογίες δεν έχουν απήχηση, το ζητούμενο από τον πολιτικό λόγο έχει καταστεί αμιγώς πρακτικό. Οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται να προτείνουν απλώς πώς πρέπει να κυβερνηθεί η χώρα, ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις, τρέχουσες και επερχόμενες.

Η συνεχιζόμενη κρίση έχει επισκιάσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές, παρά το ότι μόνον με γνώμονα το μέλλον είναι δυνατόν να συσπειρωθεί ένα σύνολο πολιτών επαρκές για να διευθετηθούν τα σημερινά προβλήματα. Η μυωπική προσέγγιση της πολιτικής δεν είναι, πάντως, το βασικό έλλειμμα του πολιτικού λόγου. Από τους διεκδικούντες την αρχηγία, ουδείς έδωσε μια συγκροτημένη συνθετική εξήγηση για το πώς φθάσαμε στην πολυδιάστατη κρίση. Παρετέθησαν, βέβαια, προβλήματα και παραμορφώσεις, όπως η κακοδιοίκηση, η διαφθορά, το πελατειακό σύστημα, η ανομία. Αυτό το πανθομολογούμενο shopping list των συμπτωμάτων, όμως, ούτε διάγνωση αποτελεί ούτε σε πολιτική πρόταση μπορεί να οδηγήσει. Πρόκειται για λήψη του ζητουμένου. Η πάσχουσα Ελλάδα παραμένει αδιάγνωστη.

Εχουν οι πολιτικές δυνάμεις διαγνωστική πρόταση; Ως προς τον κυβερνώντα κομματικό συνασπισμό, το ερώτημα έχει απαντηθεί με τον απλούστερο δυνατό τρόπο: φταίνε οι προηγούμενοι· αρκεί, επομένως, η όψιμη αντικατάστασή τους από τους «νέους». Βέβαια, η παρθενία της Αριστεράς είναι αμφισβητήσιμη. Από τη Μεταπολίτευση και μετά, η Αριστερά άσκησε ηγεμονικό ρόλο σε όλα τα πεδία, όσα της παραχώρησε η συμπλεγματική Δεξιά, καθορίζοντας τις εξελίξεις σε ολόκληρους χώρους, όπως η Ανωτάτη Παιδεία.

Ομως, στο πολιτικό επίπεδο, οι ισχυρισμοί της Αριστεράς λειτουργούν ακόμη, καθώς στην πλειονότητά του ο ελληνικός πληθυσμός αγνοεί τα περί ηγεμονίας του Γκράμσι. Οποιοι περιέφεραν στο παρελθόν το κυβερνητικό τους μεγαλείο θεωρούνται και κάτοχοι της εξουσίας· άρα υπεύθυνοι. Η ουσιαστική εξουσία παραμένει αόρατη. Το προπαγανδιστικό πλεονέκτημα της Αριστεράς είναι, όμως, βραχυπρόθεσμο. Η απόδοση ευθυνών στους παρελθόντες, φαινομενικά πειστική, αποτελεί ταυτοχρόνως αντικίνητρο στην αναζήτηση για βαθύτερες εξηγήσεις. Οταν επέλθει η αναπόφευκτη φθορά, ο αριστερός πολιτικός λόγος θα καταστεί κενός περιεχομένου.

Από τη Δεξιά δεν έχουμε εθιστεί σε βαθυστόχαστες αναλύσεις. Με την επιταχυνόμενη φθορά της εθνικιστικής ιδεολογίας τής απομένει μόνον ο εμπειρισμός: όσο λιγότερη θεωρία, τόσο καλύτερα. Σε αντίθεση με την Αριστερά, η βραχυπρόθεσμη αυτή αναπηρία συνιστά, ενδεχομένως, μακροπρόθεσμο πλεονέκτημα. Οι αναπάντεχες επιλογές των δεξιών και κεντροδεξιών ψηφοφόρων στις αρχές του 2016 έχουν ανοίξει «σουμπετεριανές» προοπτικές για «δημιουργική καταστροφή». Ο δρόμος, όμως, από την ιδεολογική κατεδάφιση στη δημιουργική αναδόμηση παραμένει ακόμη μακρύς και πολυδαίδαλος.

Από τους αυτοαποκαλουμένους «προοδευτικούς» θα περίμενε κανείς περισσότερα. Δεν συγκεντρώνει η παράταξη αυτή τους πολυπληθέστερους και τους περισσότερο ανοικτούς στην παγκόσμια προβληματική διανοουμένους, πανεπιστημιακούς δασκάλους και κοινωνικούς ερευνητές; Ποια απάντηση δίνουν ως προς τα αίτια της σημερινής παρακμής; Τι έφταιξε και η Ελλάδα κατέληξε το απολωλός πρόβατο της Ευρώπης; Πώς χάθηκε η διπλή ευκαιρία από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ευρωζώνη; Γιατί διαψεύσθηκαν οι επινίκιες προσδοκίες; Πώς φθάσαμε να αντιμετωπίζεται η χώρα μας από τους ηγέτες της Ευρώπης ως χαμένη περίπτωση, ανίκανη να μεταρρυθμιστεί; Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται, ως μοναδική βιώσιμη ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Ελλάδας, ότι χρειάζονται κυβερνήσεις αδύνατες εσωτερικά και, επομένως, εξαρτημένες εξωτερικά; Πώς βαλκανοποιήθηκε η Ελλάδα σε βαθμό να ολισθαίνει σε ημι-αποικιακό status «δυτικών Βαλκανίων», σαν να πρόκειται για μετα-κομμουνιστική χώρα;

Φοβερά ερωτήματα. Δεν απαντώνται με καταγγελίες οι οποίες, εξάλλου, διατυπώνονται υπαινικτικά και άτολμα, ώστε να μη θιγούν οι πολιτικές ισορροπίες. Οι ευθύνες για εσφαλμένες ή και ιδιοτελείς πολιτικές δεν είναι το κύριο ζήτημα. Πρέπει να αναζητηθούν οι λόγοι οι οποίοι κατηύθυναν τους πολιτικούς στις επίμαχες επιλογές τους· όπως και γιατί απετράπησαν πολιτικές οι οποίες θα παρεμπόδιζαν την κατολίσθηση. Χρειάζεται, εν ολίγοις, πολιτική θεωρία.

Ο Bernard Lewis τιτλοφόρησε το βιβλίο του για το Ισλάμ και τη Δύση «What went wrong? ». Το ίδιο ερώτημα πρέπει να θέσουμε και εμείς ως προς τη σχέση μας με την Ευρώπη. Τι πήγε λάθος; Οσο το αγνοούμε, οι απαντήσεις θα δίνονται από τους «Αλλους», που ισχυρίζονται ότι οι Ελληνες είναι φύσει αλλεργικοί στην εργασία, στην προσπάθεια, στην εντιμότητα. Το ερμηνευτικό κενό αφήνει ελεύθερο πεδίο στα στερεότυπα.

Οσο η Ελλάδα παραμένει αδιάγνωστη, θα γίνεται έρμαιο των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών εξελίξεων, ένα πιόνι στις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων. Χωρίς διάγνωση, η χρόνια ασθένεια θα παρατείνεται, με πάντα επικρεμάμενο τον κίνδυνο μιας θανάσιμης επιπλοκής.

ι διεκδικούντες την αρχηγία είτε δεν κατανοούν είτε δεν επιλέγουν να θίξουν τα ζητήματα αυτά. Ενδέχεται, βέβαια, η διαπιστούμενη α-πορία να είναι και αυτή ένα από τα συμπτώματα της ελληνικής ασθενείας.

 

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).

 

(Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)