Εδώ και καιρό έχει επικρατήσει η άποψη, σε όλο το φάσμα του πολιτικού χώρου, ότι η ενέργεια αποτελεί κλειδί για την γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας και κατ’ επέκταση η πλήρης αξιοποίηση των διαφόρων ενεργειακών πηγών που διαθέτουμε θα οδηγήσει μοιραία σε ενδυνάμωση του στρατηγικού μας εκτοπίσματος, μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και επιστροφή στην ευμάρεια

Εδώ και καιρό έχει επικρατήσει η άποψη, σε όλο το φάσμα του πολιτικού χώρου, ότι η ενέργεια αποτελεί κλειδί για την γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας και κατ’ επέκταση η πλήρης αξιοποίηση των διαφόρων ενεργειακών πηγών που διαθέτουμε θα οδηγήσει μοιραία σε ενδυνάμωση του στρατηγικού μας εκτοπίσματος, μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και επιστροφή στην ευμάρεια. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω θέση τυγχάνει ευρείας λαϊκής απήχησης εάν κρίνουμε από την σταχυολόγηση απόψεων και σχολίων που εκφράζονται από τους πολίτες τόσο μέσω των ΜΜΕ αλλά και ευρύτερα στην καθημερινότητά μας. Με πολύ κοινή την παρότρυνση, που εκφράζεται συνήθως ως αγωνιώδες ερώτημα, για το « πότε επιτέλους θα βγάλουμε τα πετρέλαιά μας ν’ ανασάνουμε οικονομικά;»

Παράλληλα μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου αλλά και πλήθος αναλυτών υποστηρίζουν τελευταία ότι βιώνουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδο που παρουσιάζει μοναδικές ευκαιρίες για την γεωπολιτική μας αναβάθμιση τόσο λόγω του ρήγματος στις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία όσο και της εικόνας αποσύνθεσης που εξακολουθεί να παρουσιάζει η Μέση Ανατολή, με την Συρία να αυτοκαταστρέφεται ήδη στον 6ο χρόνο εμφυλίου πολέμου, και το Ιράκ να αντιμετωπίζει μια νέα σύρραξη λόγω των αποσχιστικών σχεδίων των Κούρδων.

Εν όψη της ανωτέρω γενικευμένης αστάθειας η Ελλάδα, παρά το έντονο μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει (που έχει ως πηγή τους πολέμους στην Μέση Ανατολή) και της παραπαίουσας οικονομίας της, φαντάζει ως νησίδα σταθερότητας και ευημερίας στην ευρύτερη περιοχή. Η προβολή αυτής της εικόνας, που ενισχύθηκε ασφαλώς από την πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο (που εάν δεν υπήρχε η ρήξη των σχέσεων με την Τουρκία είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα είχε πραγματοποιηθεί), δημιουργεί την ψευδαίσθηση περί γεωπολιτικών ευκαιριών που πρέπει δήθεν να σπεύσει να εκμεταλλευθεί η χώρα μας. Επιπλέον, η συνειδητοποίηση της μοναδικότητας, από γεωπολιτική άποψη, του «οικοπέδου» μας, μας προτρέπει να σκεφθούμε σοβαρά ότι πρέπει κάτι να κάνουμε για να το αξιοποιήσουμε με απτά για εμάς οφέλη. Σε αυτό δε που πρέπει να κάνουμε, υποστηρίζουν οι θιασώτες της στρατηγικής αναβάθμισης της χώρας, εντάσσονται και οι προσπάθειες για την αξιοποίηση και αναβάθμιση των ενεργειακών μας πόρων. Δηλαδή, όχι μόνο «καλό οικόπεδο» λόγω τοποθεσίας, αλλά και «πλούσιο σε πρώτες ύλες οικόπεδο», κάτι που ασφαλώς έρχεται να απογειώσει τις όποιες προσδοκίες και επιδιώξεις περί στρατηγικής μας αναβάθμισης και ανάδειξης της χώρας ως τον πλέον ισχυρό πόλο της περιοχής. Αναπολούν δε οι υποστηρικτές της άποψης αυτής την περίοδο της δεκαετίας 1990, ξεχνώντας βέβαια ότι τότε η στρατηγική μας αναβάθμιση οφείλετο κυρίως στην διάλυση του εταίρου ισχυρού πόλου της περιοχής, που ήτο η ενιαία Γιουγκοσλαβία- Σερβία.

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος «Αντιθέτως, η Ελλάδα παρέμενε (τότε) απολύτως σταθερή λόγω της προσδέσεώς της στον πυρήνα των μηχανισμών ασφαλείας και εμπορίου της Δύσεως. Επιπλέον, είχε μια θαυμάσια γεωγραφική θέση με υποδομές σε λιμάνια, δρόμους και αεροδρόμια που επέτρεπε στο ΝΑΤΟ τον στρατιωτικό έλεγχο της Νότιας Βαλκανικής. Η στρατηγική μας αναβάθμιση δεν ήταν συνειδητή επιλογή των Αμερικανών ή του ΝΑΤΟ. Ούτε βασίσθηκε στη στρατιωτική ή πολιτική μας δύναμη ούτε στην πνευματική μας κυριαρχία στον χώρο των Βαλκανίων. Κυρίως, δεν ήταν απόφαση κάποιας ελληνικής πολιτικής ελίτ να καταστεί η χώρα δραστήριος γεωπολιτικός παίκτης στην περιοχή. Απλά, μας προέκυψε. Αυτός είναι και ο λόγος που ουδέποτε ρωτούν οι ‘ισχυροί του κόσμου’ τη γνώμη μας για την κατάσταση στα Βαλκάνια. Αντιθέτως, μέχρι και σήμερα θεωρούμαστε μέρος του βαλκανικού προβλήματος.»

Σε ότι αφορά δε την περεταίρω ανάπτυξη και ανάδειξη των ενεργειακών μας πόρων σε συνάρτηση με την στρατηγική -γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι το βασικό κριτήριο για την αξιοποίηση του Ελληνικού ενεργειακού δυναμικού είναι η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγικής βάσης, η μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές και η δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού στην ενεργειακή αγορά- δηλ. πετρέλαιο, ηλεκτρισμού, φ. αέριο- προς όφελος του καταναλωτή. Εξυπακούεται ότι μια ενεργειακά ισχυρή χώρα έχει αναβαθμισμένο γεωπολιτικό εκτόπισμα, χωρίς αυτό όμως να είναι απαραίτητα ο πρωταρχικός στόχος για την ανάπτυξη του ενεργειακού της δυναμικού. Για να καταστεί δε η Ελλάδα ενεργειακά ισχυρή θα πρέπει να αναπτύξει όχι μόνο τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει (και τα οποία είναι μάλλον περιορισμένα σε σύγκριση με αυτά άλλων χωρών της περιοχής) αλλά επίσης να βρει τρόπους να συνεχίσει την εκμετάλλευση των σημαντικών λιγνιτικών της αποθεμάτων, με περιορισμό όμως των εκπομπών CO2, και με παράλληλη αξιοποίηση του τεράστιου πράγματι δυναμικού ΑΠΕ που διαθέτει σε όλο το φάσμα εφαρμογών. Δηλαδή ηλιακή και αιολική ενέργεια, βιομάζα, υδροηλεκτρικά, γεωθερμικά και κυματική ενέργεια.

Αλλά ας κρατήσουμε καλύτερα μικρό καλάθι αφού μετά από 15 χρόνια λήθης και απουσίας η Ελλάδα -δια της πολιτικής της ηγεσίας- μόνο πρόσφατα θυμήθηκε ότι διαθέτει προς εκμετάλλευση κοιτάσματα υδρογονανθράκων, η εκμετάλλευση των οποίων βάσει της διεθνούς πρακτικής απαιτεί αρκετό χρόνο συστηματικών ερευνών και υψηλές επενδύσεις. Στην δε περίπτωση των ΑΠΕ, είναι ζήτημα εάν μετά από αρκετές δεκαετίες προσπαθειών η Ελλάδα έχει καταφέρει να αξιοποιήσει το 10-15% του δυναμικού που διαθέτει, με την προσοχή διαδοχικών κυβερνήσεων να επικεντρώνεται στον αυστηρό έλεγχο της αγοράς και όχι στην ανάπτυξή της. Ιδού το μεγάλο, οργανωτικό και διοικητικό πρόβλημα της χώρας όπου ο αποκλεισμός επενδύσεων παρά η προώθησή τους αποτελεί συνήθως την κυβερνητική ατζέντα. Ενδεικτικό μιας εντελώς παρωχημένης νοοτροπίας που, εάν συνεχιστεί, όχι μόνο δεν θα υπάρξει γεωπολιτική αναβάθμιση αλλά, αντίθετα, θα δούμε να αυξάνεται η εξάρτησή μας από ενεργειακές εισαγωγές και περαιτέρω δανεισμό, μέχρι την πλήρη και φανερή χρεωκοπία (και όχι την καλυμμένη που βιώνουμε σήμερα).