Ο ​​ελληνικός εμφύλιος προέκυψε από παγκόσμιες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, σε συνδυασμό με βαλκανικού τύπου τοπικές αντιπαλότητες. Ομως, οι ιδεαλιστές κομμουνιστές διανοούμενοι τον ερμήνευσαν με τους όρους μιας μαρξιστικής ανάλυσης η οποία εδραζόταν στις συνθήκες των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, ένα αιώνα πριν, ως «πάλη των τάξεων»

Ο ​​ελληνικός εμφύλιος προέκυψε από παγκόσμιες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, σε συνδυασμό με βαλκανικού τύπου τοπικές αντιπαλότητες. Ομως, οι ιδεαλιστές κομμουνιστές διανοούμενοι τον ερμήνευσαν με τους όρους μιας μαρξιστικής ανάλυσης η οποία εδραζόταν στις συνθήκες των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, ένα αιώνα πριν, ως «πάλη των τάξεων».

Η μεταφορά ιδεολογικών σχημάτων, εξ ορισμού εκτός ελληνικής πραγματικότητας, δεν έληξε με τη χρεοκοπία της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Τη σύγκρουση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο διαδέχθηκε η αντίφαση ανάμεσα στον νεοφιλελευθερισμό και τον κρατισμό. Τα δύο αυτά ιδεολογήματα ανέδειξαν και εξέφρασαν αντιθέσεις και διλήμματα υπαρκτά στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενδεχομένως και στη Γαλλία. Στις χώρες αυτές, μια ισχυρή ιδιωτική οικονομία ανταγωνίστηκε σθεναρά μιαν ορθολογική και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, για την κοινωνική ηγεμονία. Είναι, άραγε, τίποτε άλλο από συμπλεγματική φαντασίωση η μεταφορά του σχήματος αυτού στην Ελλάδα, με τη μεταπρατική, φθισική ιδιωτική οικονομία και το αλλοπρόσαλλο, αναποτελεσματικό κράτος;
Εντούτοις, αυτή η «ψευδής συνείδηση» εμποδίζει πάντα τον δημόσιο διάλογο. Επικαλύπτει τις πραγματικές αντιφάσεις, πίσω από μιαν εικονική πραγματικότητα η οποία προσποιείται ότι τις εκφράζει. Διοχετεύει τις υπαρκτές ανάγκες για αμφισβήτηση προς αδιέξοδους διαύλους. Συμβάλλει, τελικά, στην επιβεβαίωση και στην ακινησία ενός οπισθοδρομικού συστήματος.

Η κύρια ελληνική αδυναμία δεν είναι ο δημόσιος τομέας αυτός καθεαυτόν, αλλά ό,τι τον χαρακτηρίζει· δηλαδή, ο συγκεντρωτισμός. Ανάλογα ισχύουν και για τον ιδιωτικό τομέα. Τα προβλήματα προκύπτουν από την αναπόδραστη σχέση τους με την κεντρική εξουσία. Πώς να λειτουργήσει «υγιής ανταγωνισμός», όταν η επιβίωση ή η χρεοκοπία εξαρτώνται από τον περισσότερο ή λιγότερο στενό σύνδεσμο με την κεντρική διοίκηση και τους εκάστοτε φορείς της εξουσίας;

Στην Ελλάδα το ζητούμενο δεν είναι η επιλογή μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά η εκατέρωθεν αποκέντρωση. Αν τους δοθεί αυτονομία, τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν θα παύσουν να αποτελούν τμήμα του δημόσιου τομέα· θα αλλάξει, όμως, ριζικά η λειτουργία τους. Αν επιτραπούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα δημιουργηθούν πρόσθετες αποκεντρωμένες εκπαιδευτικές δομές. Αν οι περιφερειακοί και οι δημοτικοί θεσμοί αποκτήσουν τις αρμοδιότητες τις οποίες κατακρατούν τα εν Αθήναις υπουργεία, αν οι τοπικοί άρχοντες παύσουν να εκλέγονται καθ’ υπόδειξιν των πολιτικών κομμάτων, η επιχειρηματικότητα θα προσανατολιστεί προς την περιφερειακή ανάπτυξη – αντί οι επιχειρηματίες να στρέφονται προς τον κάτοχο της προσοδοθηρικής λείας, δηλαδή το κράτος. Στην αποκέντρωση συγκλίνουν οι στόχοι του υγιούς νεοφιλελευθερισμού και του υγιούς κρατισμού.

Ο συγκεντρωτισμός αυξήθηκε εκθετικά την περίοδο 1981-2010, λόγω ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και δανείων, η διαχείριση και διανομή των οποίων ασκήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από τις κεντρικές δομές. Η μνημονιακή εξέλιξη δεν τον περιόρισε, καθώς τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές ανέλαβε και πάλι το κεντρικό κράτος. Η σημερινή κρίση είναι συνέπεια και του συγκεντρωτισμού, ο οποίος, επιπλέον, προσλαμβάνει και γεωπολιτικές διαστάσεις.

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οι εντάσεις ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια εκτονώνονται με τη διανομή πόρων, μέσω του πελατειακού συστήματος. Οι ποικίλες μορφές προσόδου –«φιλοσοφική», γεωπολιτική, διασπορική, ναυτιλιακή– καθιστούσαν δυνατή την «εξαγορά» της περιφέρειας από το κέντρο. Η λιτότητα των μνημονιακών χρόνων στέρησε το πολιτικό σύστημα από την ασφαλιστική αυτή δικλίδα. Οι εντάσεις, επομένως, αυξάνονται εκθετικά. Ενας από τους λόγους του συγκεντρωτισμού υπήρξε ο φόβος των γεωπολιτικών πιέσεων από τα Βαλκάνια. Μετά τον πανσλαβισμό, η κομμουνιστική απειλή ενίσχυσε τα φοβικά ανακλαστικά μιας αθηναϊκής εθνικιστικής τάξης, η οποία, αφού πρόφθασε in extremis τη Βουλγαρία στη διεκδίκηση της Θεσσαλονίκης, απώλεσε ολόκληρο τον μικρασιατικό Ελληνισμό. Θεωρήθηκε αναγκαίο να παραμείνει όλος ο εθνικός έλεγχος στην πρωτεύουσα. Ομως, συχνά ο υπερβολικός φόβος και οι συνεπαγόμενες προφυλάξεις επιταχύνουν τις απευχόμενες εξελίξεις. Οι νέες αναπτυξιακές δυνατότητες της Βόρειας Ελλάδας, όπως ο δρόμος του μεταξιού, εγείρουν προβληματισμούς στη χειμαζόμενη από την κρίση τοπική επιχειρηματική τάξη, η οποία δεν βλέπει στο πολιτικό σύστημα καμία αποκεντρωτική διάθεση.

Η αποκέντρωση, παλαιό σύνθημα της Αριστεράς, πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα, πριν είναι αργά. Σήμερα έχει εγκαταλειφθεί, με πρόσχημα την αντίσταση προς τον νεοφιλελευθερισμό. Επίσης, η Δεξιά πρέπει να δει στην αποκέντρωση έναν δρόμο προς την απελευθέρωση του οικονομικού δυναμισμού, πολύ ευρύτερο από ό,τι συνεπάγεται η απλή καταπολέμηση του κρατισμού.

Η παραμονή στον συγκεντρωτισμό σε έναν ταχύτατα μετασχηματιζόμενο κόσμο ενδέχεται να επιφέρει γεωπολιτικά προβλήματα τα οποία, όπως συνέβαινε παλαιότερα με το Μακεδονικό, σήμερα θεωρούνται γενικώς ως απλού ιστορικού ενδιαφέροντος. Η εμμονή στο σχήμα «νεοφιλελευθερισμός/κρατισμός», ως προπέτασμα της αντίθεσης «συγκεντρωτισμός/αποκέντρωση», από αναγνωρίσιμη εξωγενής ιδεολογική αντιπαράθεση και τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη μετατρέπεται σε εθνικό κίνδυνο. Η πρόσφατη «περιπέτεια» στην Καταλωνία δεν απέχει πολύ, ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά.

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 22/10/2017)