Από τη θάλασσα στην τροφική αλυσίδα. Η απομάκρυνση της πετρελαιοκηλίδας δεν συνεπάγεται «εξαφάνιση» των συνεπειών επισημαίνουν οι επιστήμονες. Και συμβουλεύουν τους καταναλωτές να μείνουν μακριά από θαλασσινά που έχουν οσμή πετρελαίου, καθώς με τη «γαλακτοποίηση» του πετρελαίου, διάφορες επιβλαβείς ουσίες περνούν στη σάρκα ψαριών και οστρακοειδών.

Από τη θάλασσα στην τροφική αλυσίδα. Η απομάκρυνση της πετρελαιοκηλίδας δεν συνεπάγεται «εξαφάνιση» των συνεπειών επισημαίνουν οι επιστήμονες. Και συμβουλεύουν τους καταναλωτές να μείνουν μακριά από θαλασσινά που έχουν οσμή πετρελαίου, καθώς με τη «γαλακτοποίηση» του πετρελαίου, διάφορες επιβλαβείς ουσίες περνούν στη σάρκα ψαριών και οστρακοειδών.

Για τους επιστήμονες, η συζήτηση για την επόμενη ημέρα πρέπει να ξεκινήσει από τη ανάγκη δημιουργίας ενός «ετοιμοπόλεμου» μηχανισμού για την ταχεία αντιμετώπιση των περιστατικών θαλάσσιας ρύπανσης.

«Όταν έχουμε αυτές τις συνέπειες από τη βύθιση ενός πλοίου 450 μέτρα από την ακτή, δίπλα από τα υποτιθέμενα κέντρα άμεσης επέμβασης, τι θα πρέπει να σκεφθεί κανείς ότι θα συμβεί με τη βύθιση ενός μεγάλου δεξαμενόπλοιου μεσοπέλαγα με 7 μποφόρ;», λέει ο Μιχάλης Σκούλλος, ομότιμος καθηγητής Χημείας Περιβάλλοντος και Ωκεανογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής της έδρας της UNESCO για την αειφόρο ανάπτυξη στη Μεσόγειο. «Ποιο μάθημα πήραμε; Χρειάζεται ενίσχυση των μηχανισμών αυτών και ένα σχέδιο δράσης επείγουσας ανταπόκρισης, με βάση το οποίο να γίνονται ασκήσεις. Έχουν γίνει γραφιάδες όλοι οι εμπλεκόμενοι».

«Με τα διεθνή στάνταρ, το ατύχημα ήταν απίστευτα μικρής έκτασης και οι επιπτώσεις δυσανάλογες, λόγω του κακού χειρισμού. Δεν υπήρχε, ή δεν εφαρμόστηκε επιχειρησιακό σχέδιο. Το να στέλνει το λιμενικό ένα πλοιάριο και ένα φράγμα και μετά να αποφασίζει αν είναι αρκετά ή αν πρέπει να στείλει και άλλα, είναι ενέργειες αποσπασματικές. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται ένα επιτελικό σχέδιο δράσης, που να ανταποκρίνεται σε διαφορετικά σενάρια», λέει ο Μιχάλης Καρύδης, καθηγητής στο τμήμα Επιστημών της Θάλασσας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. «Επιπλέον, για να χρησιμοποιήσεις σωστά τα διαθέσιμα μέσα πρέπει να έχεις μια εκτίμηση της κατάστασης, πώς θα εξαπλωθεί η πετρελαιοκηλίδα. Το ΕΛΚΕΘΕ έχει ένα εξαιρετικό μοντέλο διασποράς, το οποίο στο παρελθόν έχει δώσει εξαιρετικά ακριβή αποτελέσματα. Εχω την αίσθηση ότι δεν το χρησιμοποίησαν».

Όπως εξηγεί ο κ. Σκούλλος, οι επιδράσεις από τη ρύπανση με πετρελαιοειδή είναι φυσικές, χημικές και βιολογικές. «Οι φυσικές είναι αυτές που βλέπουμε και μυρίζουμε: η κηλίδα, η πίσσα. Εκτός από την οικονομική ζημία που προκαλούν, έχουν επίπτωση στο οικοσύστημα: οι οργανισμοί που βρίσκονται στις σκληρές επιφάνειες δεν μπορούν να λειτουργήσουν και πεθαίνουν ή ρυπαίνονται βαριά. Το ίδιο ισχύει και με τα πουλιά, που είναι φύσει περίεργα, βουτούν και λερώνονται, τα φτερά τους κολλούν και πνίγονται. Από τις φυσικές επιπτώσεις, μερικές αντιμετωπίζονται: το πετρέλαιο συλλέγεται, οι παραλίες καθαρίζονται. Βέβαια με τη διαδικασία καθαρισμού παύουμε να βλέπουμε τις φυσικές επιπτώσεις αλλά αυξάνουμε τις χημικές».

Η διάλυση του πετρελαίου με χημικά μέσα θυμίζει το πλύσιμο των πιάτων. «Με το απορρυπαντικό, το λάδι δεν διαλύεται, αλλά γαλακτοποιείται και φεύγει με τα απόνερα. Έτσι και με τα διασκορπιστικά που ρίχνονται, το πετρέλαιο “γαλακτοποιείται” και επιδρά πιο γρήγορα στους θαλάσσιους οργανισμούς. Κάποιοι οργανισμοί θα πεθάνουν, άλλοι υφίστανται μακροχρόνιο πρόβλημα γιατί διαποτίζεται η σάρκα τους. Εδώ έρχεται και η βιολογική επίπτωση. Απελευθερώνονται υδρογονάνθρακες και κάποια βαρέα μέταλλα στη θάλασσα και αυτά επιδρούν σε όλη την τροφική αλυσίδα. Το αλίευμα αποκτά οσμή πετρελαίου και αχρηστεύεται. Οι άνθρωποι θα πρέπει να αποφύγουν την κατανάλωση του ψαριού που μυρίζει πετρέλαιο. Και καλό θα είναι τα ψάρια να μη μετατραπούν... σε ιχθυάλευρο, όπως είχε γίνει λ.χ. κάποτε στη Μασσαλία και έπειτα από λίγους μήνες μύριζαν πετρέλαιο τα κοτόπουλα», καταλήγει ο κ. Σκούλλος.

 

Παρακολούθηση

«Πιστεύω ότι του χρόνου οι άνθρωποι θα μπορούν να κάνουν μπάνιο στις περιοχές αυτές, εφόσον καθαριστεί η παραλία. Για την επαναφορά των οικοσυστημάτων και των αλιευμάτων χρειάζεται περισσότερος χρόνος. Από μεγάλα ατυχήματα στο παρελθόν διαπιστώθηκε ότι ο χρόνος επαναφοράς του οικοσυστήματος είναι τελικά μικρότερος από ό,τι πιστεύαμε, συνήθως 3-5 χρόνια», επισημαίνει ο κ. Καρύδης. «Το ζητούμενο είναι να γίνει συστηματική παρακολούθηση της περιοχής τα επόμενα χρόνια, αλλά και της παρουσίας των πετρελαιοειδών στη βιομάζα των εδώδιμων (ψάρια, οστρακοειδή). Και την άλλη φορά να θυμόμαστε ότι τη ρύπανση με πετρελαιοειδή πρέπει να την προλάβεις εν τω γεννάσθαι».

 

(Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)