Η σχετικά μεγάλη ανταπόκριση από εταιρείες στον διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ (βλέπε εδώ ρεπορτάζ του energia.grστις 8/8 ) δημιούργησε ως αναμένετο ένα κλίμα αισιοδοξίας τόσο στο ΤΑΙΠΕΔ, ο οποίος προκήρυξε τον διαγωνισμό, και κυρίως στην Κυβέρνηση καθότι από πολλά στελέχη της αυτό ερμηνεύτηκε «ως ψήφος εμπιστοσύνης» προς αυτήν, λόγω του συνεπαγόμενου επενδυτικού ενδιαφέροντος

Η σχετικά μεγάλη ανταπόκριση από εταιρείες στον διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ (βλέπε εδώ ρεπορτάζ του energia.grστις 8/8 ) δημιούργησε ως αναμένετο ένα κλίμα αισιοδοξίας τόσο στο ΤΑΙΠΕΔ, ο οποίος προκήρυξε τον διαγωνισμό, και κυρίως στην Κυβέρνηση καθότι από πολλά στελέχη της αυτό ερμηνεύτηκε «ως ψήφος εμπιστοσύνης» προς αυτήν, λόγω του συνεπαγόμενου επενδυτικού ενδιαφέροντος. Μη θυμίσουμε ότι ο ΤΑΙΠΕΔ προς εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων επαναπροκύρηξε τον διαγωνισμό για την πώληση του 66% του Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου μετά την αποτυχία του αρχικού διαγωνισμού το 2013.

Τότε, τον Ιούνιο του 2013, είχε προσέλθει μια και μοναδική εταιρεία, η Αζερική SOCAR η οποία και είχε προσφέρει το ποσό των € 400 εκατ. για το 66% του ΔΕΣΦΑ. Ένα ποσό το οποίο οδήγησε σε μια αποτίμηση του Διαχειριστή μόλις € 606 εκατ. γεγονός που δημιούργησε πολλά ερωτήματα ως προς την λογική πώλησης ενός σοβαρού περιουσιακού στοιχείου του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος με τόσο χαμηλό τίμημα. Έκτοτε το energia. gr με εκτενή αρθρογραφία του (βλ. εδώ, εδώ κι εδώ) είχε αντιταχθεί στην όλη διαδικασία ξεπουλήματος ενώ παράλληλα είχε θίξει το θέμα της ακαταλληλότητας της SOCAR ως προτεινόμενου αγοραστή για το πλειοψηφικό πακέτο του ΔΕΣΦΑ λόγω της έλλειψης εμπειρίας της εν λόγω εταιρείας σε θέματα διαχείρισης Ευρωπαϊκού τύπου δικτύων αλλά και του απαράδεκτου και ανεδαφικού τρόπου με τον οποίο απαιτούσε εκπτώσεις επί του αρκετά προταθέντος ποσού, για το οποίο μάλιστα είχε δεσμευθεί μέσω Τραπεζικής εγγυητικής επιστολής.

Τελικά η απόφαση της Κυβέρνησης για ακύρωση του διαγωνισμού αποδείχθηκε ορθή εάν κρίνουμε από το σημερινό αποτέλεσμα και την μεγάλη ανταπόκριση, στο στάδιο προεπιλογής τουλάχιστον, από όλες σχεδόν τις μεγάλες Ευρωπαϊκές εταιρείες -διαχειριστές αλλά επιπλέον και από αξιόλογες εταιρείες εκτός Ευρώπης. Αλλά η πλέον σημαντική είδηση, και πραγματική ένεση αισιοδοξίας, στο κατά τα άλλα ομιχλώδες επενδυτικό τοπίο, αφορά την συμμετοχή του κοινοπρακτικού σχήματος που ηγείται η Ιταλική SNAM με ποσοστό 50% και στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι άλλοι βασικοί Ευρωπαϊκοί διαχειριστές με 16.6% ο καθένας, και περιλαμβάνουν την Βελγική Fluxys, την Ισπανική Enagas και την Ολλανδική Gusunie, με τις τρείς πρώτες να είναι μέτοχοι της εταιρείας διαχείρισης του υπό κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου ΤΑΡ. Οι υπόλοιπες εταιρείες οι οποίες εξέφρασαν ενδιαφέρον σε αυτό το πρώτο στάδιο prequalification συμπεριλαμβάνουν τις: Macquarie Infrastructure and Real Assets (Europe) Limited, Τον διαχειριστή του ρουμανικού δικτύου φυσικού αερίου Transgaz S.A. σε κοινοπραξία με τον διαχειριστή του γαλλικού δικτύου GRTgaz S.A., την ισπανική Regasificadora del Noroeste S. A., την αμερικανική Integrated Utility Services Inc. (INTUS) η οποία διευθύνεται από τον ελληνοαμερικανό Δημήτρη Αγγουρίδη, και την Powerglobe LLC του Κατάρ.

Οι εταιρείες που θα προκριθούν από το ΤΑΙΠΕΔ θα προσέλθουν να λάβουν μέρος στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού υποβάλλοντας δεσμευτικές προσφορές, μια διαδικασία όμως, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, καθότι η προεπιλογή δεν αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί πριν τα μέσα Σεπτεμβρίου το ενωρίτερο. Ακολούθως οι εταιρείες που θα προκριθούν θα προχωρήσουν σε due diligence του ΔΕΣΦΑ έχοντας αποκτήσει προηγουμένως πρόσβαση στο Data Room που εν τω μεταξύ θα έχει δημιουργηθεί. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένους νομικούς κύκλους θεωρείται τελείως ανεδαφική η πρόβλεψη της Κυβέρνησης για ολοκλήρωση του διαγωνισμού και ανακήρυξη του προτιμητέου επενδυτή εντός του 2017, που ήτο και η συμφωνία με τους δανειστές. Και αυτό γιατί θα χρειασθούν τουλάχιστον τέσσερις με πέντε μήνες για την αξιολόγηση των προσφορών και την εξέταση των ενστάσεων που εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν.

Η δε συμμετοχή στο διαγωνισμό της πανίσχυρης κοινοπραξίας που ηγείται η SNAM είναι εξαιρετικά πιθανό να δράσει αποτρεπτικά για τις περισσότερες εταιρείες και άρα να τις αποθαρρύνει από το να συμμετάσχουν στο δεύτερο τμήμα του διαγωνισμού όπου απαιτείται η υποβολή δεσμευτικών προσφορών μαζί με λεπτομερείς προτάσεις για την μελλοντική διαχείριση του Ελληνικού δικτύου. « Η εμφάνιση της κοινοπραξίας της SNAM δεν είναι καθόλου τυχαία», παρατηρεί ανώτερο στέλεχος μεγάλης Ευρωπαϊκής εταιρείας φυσικού αερίου που δεν συμμετείχε στο διαγωνισμό και επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Είναι προφανές ότι το consortium της SNAM έχει ένα ισχυρό προβάδισμα λόγω εμπειρίας και κεφαλαιακής επάρκειας αλλά και διότι τυγχάνει της εμπιστοσύνης των Εποπτικών και Ρυθμιστικών αρχών και ασφαλώς της ίδιας της Κομισιόν». Παρά το γεγονός ότι σε αυτό το πρωταρχικό στάδιο δεν μπορεί να γίνουν αξιόπιστες εκτιμήσεις για το τίμημα που θα προσφερθεί για το πλειοψηφικό ποσοστό μετοχών του ΔΕΣΦΑ είναι κοινή η αίσθηση της αγοράς ότι η προσφορά θα κυμανθεί αρκετά υψηλότερα από αυτή της SOCAR αφού πλέον θα έχει ολοκληρωθεί η αναβάθμιση της Ρεβυθούσας ενώ παράλληλα (α) θα προχωρά η επέκταση των περιφερειακών δικτύων μέσω της θυγατρικής ΔΕΠΑ, «Δίκτυα Εταιρειών Διανομής Αερίου-ΔΕΔΑ» (β) θα αυξάνεται η κατανάλωση φυσικού αερίου τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στον εμπορικό και οικιακό τομέα (γ) Θα βαίνει προς ολοκλήρωση το έργο του ΤΑΡ και (δ) θα έχει ξεκινήσει η κατασκευή του Ελληνο-Βουλγαρικού διασυνοριακού αγωγού.