Τρομάζει η Aνεπάρκεια Τροφοδοσίας Ενόψει Χειμώνα- Διαχειριστές & Εταιρείες Ενέργειας στη Μάχη Ανάσχεσης της Κρίσης

Τρομάζει η Aνεπάρκεια Τροφοδοσίας Ενόψει Χειμώνα- Διαχειριστές & Εταιρείες Ενέργειας στη Μάχη Ανάσχεσης της Κρίσης
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 20 Οκτωβρίου 2021 - 16:51

Η έκρυθμη κατάσταση στην αγορά ενέργειας και οι σοβαρές ελλείψεις στην τροφοδοσία με φυσικό αέριο υποχρεώνουν τους διαχειριστές ηλεκτρικής ενέργειας και τους επικεφαλείς μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών παραγωγής ρεύματος να αναλάβουν δράση. Χθές ήταν ο ΑΔΜΗΕ που κάλεσε να ληφθεί μέριμνα ώστε να είναι διαθέσιμες όλες οι θερμικές 

μονάδες ηλεκτροπαραγωγής αλλά και να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι όγκοι καυσίμων, ενόψει της αυξημένης ζήτησης για το χειμώνα που προμηνύεται βαρύς, καθώς επίσης και προκειμένου να αντιμετωπστούν οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης που εξακόντισε στα ύψη το κόστος της ενέργειας.

Η κρίση κόστους στην ενέργεια δημιουργεί ανησυχίες για την επάρκεια του συστήματος ηλεκτροδότησης της χώρας, ιδίως ενόψει των δυσμενών καιρικών συνθηκών που προβλέπονται για τους επόμενους μήνες.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η χαμηλή στάθμη νερού στους ταμιευτήρες των υδροηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ. Το απόθεμά τους ανέρχεται σήμερα, σε όρους ισχύος, στις 1.550 γιγαβατώρες, ήτοι, σε επίπεδα ανάλογα με εκείνα του περασμένου έτους, αν και κινούνται σαφώς σε χαμηλό δεκαετίας. Εάν αυτή η εικόνα συνδυαστεί με το γεγονός πως οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις μετατρέπονται σε εξαγωγικές όταν η εσωτερική αγορά καθίσταται πιο φθηνή από τις γειτονικές, αυτή η συνθήκη  ευνοεί τις περικοπές στην ηλεκτροδότηση, κάτι το απευκταίο σε κάθε περίπτωση.

Υπ΄αυτή την έννοια ο Διαχειριστής ενημέρωσε την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ότι θα πρέπει όλες οι θερμικές μονάδες του συστήματος, λιγνιτικές και φυσικού αερίου, θα είναι διαθέσιμες από τον Δεκέμβριο έως και τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, πράγμα που σημαίνει πως το αμέσως προσεχές διάστημα θα πρέπει να εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες αερίου και λιγνίτη.

Όπως εκτιμούν στον ΑΔΜΗΕ την εν λόγω χρονική περίοδο θα απαιτηθεί μέγιστη ισχύς της τάξης των μεταξύ  8,8-9,5 γιγαβάτ ώστε να καλυφθεί η ζήτηση, ενώ σε συνθήκες μέγιστου φορτίου η εκτίμηση είναι πως θα απαιτηθεί η παραγωγή του συνόλου των μονάδων φυσικού αερίου, (τουτέστιν ισχύς περί τα 4.400 μεγαβάτ).

Σήμερα είναι οι επικεφαλείς 19 μεγάλων ενεργειακών επιχειρήσεων της Ευρώπης που με επιστολή που απέστειλαν στους ηγέτες των χωρών-μελών της Ε.Ε. λίγες ώρες πριν από τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προβαίνουν σε μια πλήρη καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης στη βιομηχανία και τα νοικοκυριά και προειδοποιούν πως εάν δεν ήφθούν άμεσα μέτρα ανάσχεσης της κρίσης, οι τιμές της ενέργειας για το επόμενο έτος, 2022, θα ξεπεράσουν κατά πολύ τα επίπεδα των 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Παράλληλα, επικρίνουν ανοικτά τις πολιτικές που έχουν ακολουθήσει έως τώρα ορισμένες κυβερνήσεις χωρών-μελών που, όπως υποστηρίζουν, αντιβαίνουν τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών και ορθώνοντας νέα μεγάλα εμπόδια στην ευόδωση των στόχων που επιτάσσει η Πράσινη Συμφωνία.

«Είναι ζωτικής σημασίας το ειδικό μέτρο που λαμβάνει κάθε κράτος μέλος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των υψηλών τιμών να συμμορφώνεται πλήρως με την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας», τονίζουν οι CEOs εταιρειών όπως μεταξύ άλλων,  των EDF, EDP, Enel, Iberdrola, Orsted, ΑΗΚ  Κύπρου και ΔΕΗ.  

Δεν παραλείπουν, όμως, να ξεκακαθαρίσουν πως για την υφιστάμενη κρίση δεν ευθύνεται η Ενεργειακή Μετάβαση, αλλά οι αυξήσεις του κόστους των ορυκτών καυσίμων και καλούν να ενταθεί η προσπάθεια για το πέρασμα της Ευρώπης στην καθαρή ενέργεια που μόπως τονίζουν, καθυστερεί σε επικίνδυνο βαθμό. «Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθούν στο μέλλον ανάλογα φαινόμενα», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην επιστολή.

Ταυτόχρονα, εκφράζουν την πλήρη αντίθεσή τους σε οιαδήποτε απόπειρα να υπάρξουν αλλαγές στο υφιστάμενο σύστημα λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και του τρόπου μ τον οποίο διαμορφώνονται οι τιμές.

Τέλος, καταθέτουν πέντε προτάσεις προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που αφορούν κατά  βάση στη μείωση της φορολογίας της ενέργειας, τη λήψη όλων των μέτρων για την πράσινη μετάβαση, την εφαρμογή πολιτικών ενεργειακής αποδοτικότητας αλλά και τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος: