Το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι ποια κυβέρνηση διαμορφώνει πολιτικές με στόχο την επανεκλογή της και ποια έχει διάθεση να διορθώσει δομικά προβλήματα που αποτελούν μόνιμη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της Ελλάδας. Δεν έχει έννοια να προβάλλουν τα κόμματα την αριστερή, δεξιά ή κεντρώα  τους φιλοσοφία. Το θέμα είναι ποια διακυβέρνηση έχει τα κότσια να αναλάβει το πολιτικό κόστος

και να εφαρμόσει πολιτικές που αποδίδουν στη μακροχρόνια περίοδο. Όλο και περισσότερο οι πολίτες κατανοούν ότι η πρόσκαιρη ωραιοποίηση της πραγματικότητας δεν είναι το βασικό κριτήριο στην επιλογή της παράταξης που τους αντιπροσωπεύει.Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αξιολογηθούν οι εξαγγελίες και οι παροχές που ακούσαμε στη ΔΕΘ, ενός «πακέτου» η κοστολόγηση του οποίου φτάνει τα 3,5 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό προβλήθηκε ως μια μεγάλη προσφορά προς τους πολίτες παρά τα πρόσθετα ανοίγματα που δημιουργούνται στα δημόσια οικονομικά.  Η αλήθεια είναι ότι για φέτος και του χρόνου δεν υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί, γιατί η ΕΕ έχει αποφασίσει να μην ισχύει η δημοσιονομική πειθαρχία όσο η πανδημία ταλαιπωρεί την Ευρώπη. Παράλληλα οι εξαγγελίες για παροχές και  μείωση της φορολογίας αναθερμαίνουν την οικονομία και έτσι από του χρόνου θα υπάρξουν πρόσθετα έσοδα στα ταμεία του κράτους. Το «πακέτο» λοιπόν δεν αποτελεί δημοσιονομικό βάρος αλλά προϋπόθεση ανάπτυξης και δίνει βαθμούς ελευθερίας στην κυβέρνηση το 2022 να προχωρήσει σε περαιτέρω εισοδηματικές ελαφρύνσεις σε όσους το δικαιούνται.

Μια παραμελημένη τάξη που δεν είδε όφελος από τις εξαγγελίες της ΔΕΘ και δικαιούται ανακούφισης είναι αυτή των συνταξιούχων. Πληθαίνουν τα παράπονα που ευθέως  εγείρουν οι συνταξιούχοι, ιδιαίτερα όταν εξηγήθηκε από επίσημα κυβερνητικά χείλη ότι επειδή δεν έχασαν εισόδημα κατά την περίοδο της πανδημίας παραμένει και δεν καταργείται για αυτούς η εισφορά αλληλεγγύης. Απαράδεκτη δικαιολογία όταν οι συνταξιούχοι έχουν χάσει το 50% του εισοδήματός τους με τις περικοπές που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων. Ας ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση σύντομα θα επανορθώσει αυτή την απόφαση.

Ίσως  το μεγαλύτερο δομικό πρόβλημα που εμποδίζει την ανάπτυξη στη χώρα είναι οι αρνητικές εξελίξεις στο δημογραφικό. Ο αριθμός των γεννήσεων και της αύξησης της νεαρών ηλικιών, ενώ στην αρχή της δεκαετίας του 2000 ήταν σταθερός και στη συνέχεια το 2006-2010 ανοδικός, από το 2011 και μετά έχει πέσει τραγικά λόγω της οικονομικής μιζέριας που επέβαλαν τα μνημόνια (βλέπε γραφικό).  Ταυτόχρονα τα άτομα της τρίτης ηλικίας συνεχώς αυξάνονται με αποτέλεσμα να έχουν φτάσει σήμερα τα 2,4 εκατ. σε σχέση με 1,9 εκατ. που ήταν το 2001, αύξηση 30%. 

Πολλές κυβερνήσεις έχουν βάλει το δημογραφικό κάτω από το χαλί, με αποτέλεσμα οι δαπάνες για ασφάλιση να έχουν γιγαντωθεί. Το υπάρχον σύστημα καλύπτει τις ανάγκες για συντάξεις στηριζόμενο στην αλληλοβοήθεια των γενεών. Δηλαδή τα εισοδήματα της νέας γενεάς χρησιμοποιούνται για να βοηθηθούν οι παλαιότερες. Τελευταία εισήχθη και ένα κεφαλαιοποιητικό στοιχείο στις επικουρικές συντάξεις, χωρίς σημαντικές αλλαγές στις κύριες συντάξεις.  Επομένως σήμερα το σύστημα στηρίζεται στην ουτοπική υπόθεση ότι είναι και θα παραμείνει μια υψηλή σχέση απασχολούμενων προς συνταξιούχους. Γεγονός που προϋποθέτει συνεχή άνοδο της οικονομίας και της απασχόλησης.  Όταν όμως η σχέση των απασχολουμένων προς συνταξιούχους πλησιάζει τη μονάδα, όπως έγινε την περίοδο μετά το 2010, το σύστημα καταρρέει και εφαρμόζονται άγαρμπες περικοπές στις συντάξεις. 

Όσο αδιαφορούμε για τα δομικά προβλήματα θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν μακροχρόνια σημαντικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Έτσι οι υπάρχουσες αρνητικές δημογραφικές τάσεις θα ωθήσουν ξανά το ασφαλιστικό σύστημα σε κατάρρευση.  Η οικονομική πολιτική αναγκαστικά πρέπει να στραφεί (α) σε  γενναία κίνητρα ώστε οι οικογένειες να θέλουν να κάνουν περισσότερα παιδιά και (β) να δημιουργηθούν οι ευκαιρίες που θα προσελκύσουν τους Έλληνες του εξωτερικού να αναζητήσουν δουλειές εδώ. Όσοι συνταξιούχοι είναι ικανοί μπορεί  να συνεισφέρουν στην παραγωγική διαδικασία και ανάπτυξη εφόσον καταργηθεί το αντικίνητρο να κόβεται η σύνταξη τους κατά 30%.