Με το ένα μετά το άλλο τα εργοστάσια
χαλυβουργίας να μπαίνουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, ο κάποτε κραταιός κλάδος
της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας πνέει τα λοίσθια. Οι περισσότεροι βιομήχανοι
βλέπουν ως μοναδική διέξοδο την μεταφορά των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό,
με τον κλάδο εδώ και πέντε χρόνια να προσπαθεί να κρατηθεί εις μάτην όρθιος και
να αντεπεξέλθει στην δραματική μείωση κατά 85% της ζητήσεως. Την ίδια στιγμή
που το νεοσύστατο υφυπουργείο βιομηχανίας πραγματοποιεί εξαγγελίες θέτοντας ως
στόχο τη δημιουργία νέων εργοστασίων, αντί να προσπαθήσει να κρατήσει μία
υψικάμινο ακόμη ζεστή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βγάζει από τα συρτάρια της το
νομοσχέδιο για τις συμβάσεις «διακοψιμότητας» ελπίζοντας για το καλύτερο.
Γεγονός είναι ότι όσες ελληνικές
τσιμινιέρες δεν έχουν ακόμη παγώσει, έχουν μειώσει στο ελάχιστο την παραγωγή
τους. Η πιο διαδεδομένη τακτική «επιβίωσης» των χαλυβουργιών είναι η λειτουργία
των μονάδων τις βραδινές ώρες που το ηλεκτρικό ρεύμα είναι φθηνότερο. Η
«νυκτερινή» λειτουργία σε συνδυασμό με την μείωση του κύκλου εργασιών δεν
μπορούν όμως να αντιστρέψουν τους αρνητικούς δείκτες. Αν και σχεδόν όλες οι
βιομηχανίες έχουν στραφεί στις εξαγωγές ως λύση στο πρόβλημα της έλλειψης
ζήτησης, αυτές πραγματοποιούνται σε τιμές κάτω του κόστους, ζημιώνοντας τον
κλάδο με περισσότερα από 600 εκατομμύρια ευρώ.
Ως τελευταία ελπίδα του κλάδου, υποστηρίζουν
κύκλοι της αγοράς, είναι η εφαρμογή του μέτρου της «διακοψιμότητας», για την
αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού κόστους που καθιστά την παραγωγή χάλυβα
στην Ελλάδα μη ανταγωνιστική σε σχέση με την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές
χαλυβουργίες πληρώνουν 77 ευρώ ανά
MWh ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσεως
και 104,4
MHh για ρεύμα μέσης τάσεως, ενώ στην Ιταλία οι αντίστοιχες τιμές είναι 30
και 35 ευρώ, στη Γαλλία 40 και 46 ευρώ και στη Βουλγαρία 46 και 46 ευρώ.
Και στο φυσικό αέριο όμως οι Έλληνες
βιομήχανοι πληρώνουν υψηλότερες δαπάνες σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη,
όπως η Ιταλία και η Ισπανία, λόγω της καθυστέρησης της διαπραγμάτευσης με την
Ρωσική
Gazprom εν όψει της προσπάθειας ιδιωτικοποιήσεως (το 2013) της
κρατικής εταιρείας φυσικού αερίου, της ΔΕΠΑ που τελικά απέτυχε. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα ο ευρωπαϊκός ανταγωνισμός να πετάξει έξω την Ελλάδα από αγορές όπως
της Αλγερίας με σημαντικά οικονομικά ως τότε οφέλη.
Ως γνωστό το τελευταίο διάστημα δύο
μεγάλες χαλυβουργίες έβαλαν «λουκέτο» περιμένοντας να τεθεί σε εφαρμογή η
πολυδιαφημιζόμενη ρύθμιση που είχε εισηγηθεί η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά
ουδέποτε την εφάρμοσε, και θα έδινε την απαιτούμενη ανάσα στον κλάδο. Το μέτρο
της «διακοψιμότητας» φαίνεται πως έχει «κλειδώσει» ύστερα και από την ψήφιση
του τρίτου μνημονίου πατώντας πάνω στα σχέδια της προηγούμενης κυβέρνησης της
Νέας Δημοκρατίας και των τότε Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής
Αλλάγής, Ιωάννη Μανιάτη και Μάκη Παπαγεωργίου. Σύμφωνα με τα σχέδια της
κυβέρνησης οι συμβάσεις «διακοψιμότητας» θα επιτρέπουν σε ενεργοβόρες
βιομηχανίες να διακόπτουν για συγκεκριμένες περιόδους την λειτουργία τους
(κυρίως σε ώρες αιχμής), μειώνοντας έτσι την συνολική ζήτηση για την ηλεκτρική
ενέργεια, με αντάλλαγμα εκπτώσεις έως και 25% στην τιμή του ρεύματος υψηλής
τάσης που καταναλώνουν, καθώς θα επιβαρύνουν λιγότερο το σύστημα. Οι ειδικές
συμβάσεις θα υπογράφονται μεταξύ του ανεξάρτητου διαχειριστή μεταφοράς
ενέργειας και μεγάλων χρηστών. Το μέτρο αυτό είναι αρκετά διαδεδομένο σε
ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ στην χώρα μας, για τα μεγάλα ενεργοβόρα εργοστάσια
όπως οι χαλυβουργίες και οι τσιμεντοβιομηχανίες προβλέπονται συνολικές
εκπτώσεις που θα αγγίζουν τα 60 με 70 εκατομμύρια σε ετήσια βάση. Όταν το
Υπουργείο Περιβάλλοντος επί κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είχε καταθέσει το
εν λόγω σχέδιο νόμου, τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το είχε απορρίψει ως παράνομο
και μη σύμφωνο με το Ευρωπαϊκό δίκαιο, θεωρώντας ότι οι εκπτώσεις θα
ισοδυναμούσαν με κρατικές επιδοτήσεις.
Από την πλευρά των βιομηχάνων, το
μέτρο χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκές για την επιστροφή του κλάδου στην κερδοφορία
αν δεν συνοδευθεί από σειρά σημαντικών αναδιαρθρώσεων, όπως η εφαρμογή των
κατευθυντήριων οδηγιών της ΕΕ, ή η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και
η κλιμακωτή εφαρμογή του φόρου στο φυσικό αέριο. Το οικονομικό κόστος της
ρύθμισης αναμένεται να μετακυλιστεί στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, και
συγκεκριμένα στους παραγωγούς των φωτοβολταϊκών και αιολικών, οι εκπρόσωποι των
οποίων έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεση τους. Στο σχέδιο που επεξεργάζεται η
κυβέρνηση προβλέπεται εισφορά της τάξης του 3,6% επί των κερδών για όλα τα
φωτοβολταϊκά και 1,8% για τα αιολικά.
Μέσα σε μία πενταετία η ζήτηση για
βιομηχανικά προϊόντα έχει πέσει πάνω από 85% τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και
στο εξωτερικό, οδηγώντας πολλούς βιομηχάνους να επεξεργάζονται σχέδια για τη
μεταφορά των δραστηριοτήτων τους προς το εξωτερικό (Βέλγιο, Ιταλία), όπως έκανε
η μία από τις τρεις μεγαλύτερες ελληνικές χαλυβουργίες, με τις άλλες δύο έχουν
φθάσει στο χείλος της χρεωκοπίας. Η ολιγόμηνη ανάκαμψη που παρατηρήθηκε με την
έναρξη και πάλι των οδικών έργων έδωσε γρήγορα την θέση της στην μείωση της
ζήτησης μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου. Κάθε εβδομάδα ανακοινώνεται και η
απόφαση ενός ακόμη εργοστασίου που τίθεται σε διαθεσιμότητα, με τις πληροφορίες
να λένε ότι μόνο ένα χαλυβουργείο σε ολόκληρη τη χώρα λειτουργεί κανονικά λίγες
ώρες την νύκτα. Όποια ακόμη εργοστάσια λειτουργούν με εκ περιτροπής εργασία
αφορούν σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο των ελασματουργείων.
Είναι σαφές ότι, εάν η σημερινή
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν κινηθεί άμεσα και αποφασιστικά φέρνοντας σχετικές
νομοθετικές ρυθμίσεις στη Βουλή προ τα τέλη Νοεμβρίου, στο τέλος του έτους θα
έχουν κλείσει οι εναπομείναντες βιομηχανικές μονάδες στέλνοντας μερικές
χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία. Έτσι η «Πρώτη Φορά Αριστερά» συγκυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα έχει βάλει την ταφόπλακα στην Ελληνική βιομηχανία στην
προσπάθεια της να διασφαλίζει δήθεν τα δικαιώματα των εργαζομένων τιμωρώντας
στην ουσία τους «καπιταλιστές βιομήχανους», με υψηλό κόστος παραγωγής, οι
οποίοι όμως είναι οι μόνοι που μπορούν δημιουργούν και να συντηρούν θέσεις
απασχόλησης.