Οι απόψεις φορέων για το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ)
κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Ειδικής
Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής την Τετάρτη, 24 Ιουνίου.
Η πρόεδρος της Επιτροπής Ηρώ Διώτη, κατά την έναρξη της συνεδρίασης,
είπε ότι «ως πρόεδρος της Επιτροπής είχα τονίσει ότι όλα τα προηγούμενα
χρόνια στα επίπεδα της κυβέρνησης και, εν συνεχεία, και της Διοίκησης
επικράτησε κατάσταση απραξίας δυστυχώς, που είχε ως αποτέλεσμα, περίπου,
το 85% των απορριμμάτων να οδηγείται σε ανεξέλεγκτη διάθεση ή ταφή και η
ανακύκλωση τελικά να κινείται σε αναιμικά ποσοστά. Κατόπιν, η λύση που
επιχειρήθηκε και που προώθησαν και οι μεγαλοεργολάβοι και βασιζόταν στην
κατασκευή μεγάλων εργοστασίων που θα επεξεργάζονται το σύνολο των
απορριμμάτων σε σύμμεικτη μορφή και, ουσιαστικά, θα οδηγούσε σε καύση,
ήταν ασύμφορη αντιπεριβαλλοντική και, φυσικά, πυροδότησε μεγάλες
κοινωνικές εντάσεις και αντιδράσεις σε ορισμένες περιοχές. Το νέο Εθνικό
Σχέδιο Διαχείρισης των Απορριμμάτων περιγράφει, κατά τη δική μου άποψη
και πολλών εξ ημών, ένα, εντελώς, διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης, που
παίρνει ένα δρόμο προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και του
Περιβάλλοντος. Είναι πολύ σημαντική εξέλιξη, διότι ο τομέας διαχείρισης
των απορριμμάτων είναι πολύ κρίσιμος για την κοινωνία».
Τα μέλη της Επιτροπής ενημέρωσαν οι Αλέξανδρος Καχριμάνης, Γενικός
Γραμματέας της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝΠΕ), Σάββας Χιονίδης,
Πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας
(ΚΕΔΕ), Αφροδίτη Μπιζά, Αντιπρόεδρος του Ειδικού Διαβαθμιδικού Συνδέσμου
Νομού Αττικής (ΕΔΣΝΑ), Θεμιστοκλής Μπαλασόπουλος, Βασίλης Γκιτάκος,
Σπυρίδων Πολυζώης και Σπυρίδων Κωνσταντάς από την ΠΟΕ - ΟΤΑ. Επίσης, η
Καλλιόπη Σπανού από τον Συνήγορο του Πολίτη και ο Ιωάννης Σαγιάς, Βοηθός
Συνηγόρου του Πολίτη στον τομέα Κύκλος Ποιότητας Ζωής. Ο Τάσος Κεφαλάς,
μέλος της Πρωτοβουλίας Συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων
(ΠΡΩΣΥΝΑΤ), ο Νίκος Χαραλαμπίδης, Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού
Γραφείου της Greenpeace Ελλάδος και ο Πέτρος Μαραμπούτης, μέλος του Δ.Σ.
της Ελληνικής Εταιρείας Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων.
Στην τοποθέτηση της η κ. Διώτη επεσήμανε την κρισιμότητα του Σχεδίου,
καθώς μέσω αυτού μεγιστοποιείται η πρόληψη, η ανακύκλωση, διατηρείται ο
δημόσιος χαρακτήρας και διευκολύνεται ο κοινωνικός έλεγχος και «μπορούμε
να πούμε ότι μπορεί να έχουμε και μείωση, τελικά, των δημοτικών τελών».
«Αναρωτιέται κανείς τι απέγινε με το προηγούμενο σχεδιασμό του 2014, ο
οποίος είχε προκύψει από συγκεκριμένη μελέτη, αποδεκτή από όλους τους
εμπλεκόμενους φορείς, βάσει του οποίου οι Περιφέρειες ή οι ΦοΔΣΑ
εκπονούσαν τα Περιφερειακά Σχέδια Διαχείρισης Αποβλήτων» τόνισε κατά την
τοποθέτηση του ο κ. Καχριμάνης. « Θεωρούμε ότι το υπό διαβούλευση ΕΣΔΑ
δεν είναι προϊόν επιστημονικής μελέτης, αλλά αποτελεί προϊόν πολιτικών
επιλογών του Υπουργείου και αυτό διότι, όπως αναφέρεται και στο
εισαγωγικό σημείωμα του σχεδίου ΕΣΔΑ, βασίζεται σε μελέτη του 2012 του
τέως ΥΠΕΚΑ, αλλά δεδομένου ότι οι στόχοι ήταν χαμηλοί, δεν έγιναν
αποδεκτοί από την νυν ηγεσία του υπουργείου και τον αρμόδιο υπουργό.
Βέβαια, ο καθένας ατεκμηρίωτα και ανώδυνα θα μπορούσε να θέσει οποίους
στόχους θέλει».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Καχριμάνης χαρακτήρισε την επίτευξη
των στόχων υπερβολικά φιλόδοξη και ότι από «και από το σχέδιο ΕΣΔΑ,
προκύπτει ότι έχει και δεσμευτικό χαρακτήρα. Είναι ρεαλιστικός ο
χρονικός ορίζοντας για την επίτευξη των στόχων αυτών; Μήπως θα έπρεπε να
τεθεί ένας ενδιάμεσος στόχος για το 2020 και τελικός στόχος για το
2030;». Για να προσθέσει «Το ΕΣΔΑ αναστέλλει όλα τα προγραμματισμένα
έργα διαχείρισης απορριμμάτων. Ποιο το ύψους των αποζημιώσεων των μέχρι
σήμερα μελετών ή έργων που δεν εμπίπτουν στο σχέδιο ΕΣΔΑ και
αναστέλλονται; Έχουν κοστολογηθεί; Ποιος υποχρεούται, να πληρώσει τις
αποζημιώσεις, που θα προκύψουν; Θα ολοκληρωθούν το 2020 τα νέα έργα, και
θα επανασχεδιαστούν με την έγκριση των ΠΕΣΔΑ και των τοπικών σχεδίων;
Αν ακυρωθούν, τελικά, τα προγραμματισμένα έργα, τι θα συμβεί με τις
περιοχές που έχουν ΧΑΔΑ και κορεσμένους ΧΥΤΑ;».
Ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος προτείνει : «Πρέπει
να αποτραπεί η δημιουργία νέων ΧΥΤΑ και ΧΑΔΑ, ενώ η συνέχιση της
λειτουργίας των υφιστάμενων θα πρέπει να γίνεται αυστηρά ως ΧΥΤΥ . Να
προστεθούν χρονικά ορόσημα μέχρι το 2030 με πιο μετριοπαθείς στόχους
στην ανακύκλωση στην πηγή. Να εξετασθεί αν πραγματικά είναι βιώσιμη για
τους Δήμους η συλλογή ανακυκλωσίμων σε 1 κάδο (για το οργανικό) και σε 4
κάδους (χαρτί, πλαστικό, μέταλλο, γυαλί) και η επίτευξη τόσο υψηλών
στόχων ανακύκλωσης . Για τα δρομολογημένα έργα διαχείρισης απορριμμάτων
το υπουργείο θα πρέπει άμεσα να προκαλέσει διάλογο με τους φορείς
υλοποίησης για κάθε ένα ξεχωριστά και να ληφθούν υπόψη, όχι μόνο οι
στόχοι του ΕΣΔΑ αλλά και οι υφιστάμενες συνθήκες. Επανασχεδιασμός των
έργων να γίνει στη βάση της βελτιστοποίησης και όχι από μηδενική βάση
που, είναι βέβαιο, ότι θα οδηγήσει σε περισσότερα προβλήματα απ' ό,τι θα
θεραπεύσει. Να μην αποκλειστεί η ιδιωτική καινοτόμα επιχειρηματικότητα
και η συμμετοχή ιδιωτικών πόρων στη διαχείριση των απορριμμάτων, με τον
ισχυρισμό απλά ότι τα ΣΔΙΤ στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ ακριβά.
Δράττοντας την ευκαιρία και σε συνέχεια της από 17 Ιουνίου 2015
συνεδρίασης της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος με
θέμα το υπό διαβούλευση Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), κατά
την οποία ο αρμόδιος υπουργός δήλωνε: «… Για μένα τα σκουπίδια είναι
δημόσιος πόρος, αλλά τα ΣΔΙΤ είναι πολύ ακριβά στην Ελλάδα, όπως
ανέφερα, για πολλούς γραφειοκρατικούς και τραπεζικούς λόγους. Κάνει το
κόστος για τον πολίτη στο 100% αύξηση σε σχέση με το κόστος που θα έχει
οποιοδήποτε άλλο κομμάτι διαχείρισης και είναι και υπερβολικές οι
ποσότητες τις οποίες ζητάνε …» και πρόσθεσε «όταν σήμερα η απλή ταφή
στους ΧΥΤΑ στην Ήπειρο κοστίζει κατά μέσο όρο 26 ευρώ/ τόνο και στην
Αττική 45 ευρώ/ τόνο και η ελάχιστη εγγυημένη ποσότητα ανέρχεται στους
80.000 τόνους ανά έτος, όταν η συνολική παραγόμενη ποσότητα είναι σήμερα
150.000 τόνοι ανά έτος περίπου».
Ο κ. Καχριμάνης αναφέρθηκε επίσης στον σχεδιασμό της Περιφέρειας Ηπείρου
και πώς αυτός επηρεάζεται από το νέο ΕΣΔΑ. Ο υπό έγκριση Περιφερειακός
Σχεδιασμός Αποβλήτων της Περιφέρειας Ηπείρου είχε υψηλότερους στόχους
από τον νόμο 4042/12 και από το σχέδιο του ΕΣΔΑ που είχε καταθέσει η
προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ ταυτίζεται στα περισσότερα σημεία και με το
σχέδιο ΕΣΔΑ. « Το πιο σημαντικό, όμως, για την Ήπειρο είναι ότι τυχόν
αδυναμία εφαρμογής του ΕΣΔΑ ή καθυστέρηση στην υλοποίησή του, δεν
επηρεάζει τον περιφερειακό σχεδιασμό, ο οποίος είναι απόλυτα
εναρμονισμένος με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και στόχους. Αυτό το στοιχείο
πρέπει να είναι η βάση του διαλόγου με τους αρμόδιους φορείς σχεδιασμού
και υλοποίησης, διαφορετικά η διαχείριση των στερεών αποβλήτων
κινδυνεύει σε εθνικό επίπεδο να επιστρέψει σε προηγούμενες δεκαετίες».
Στην αναγκαιότητα της εφαρμογής της ευθύνης του παραγωγού και της
συμμετοχής του ρυπαίνοντας στο κόστος διαχείρισης αποβλήτων, αναφέρθηκε ο
κ. Σάββας Χιονίδης πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος της ΚΕΔΕ, η
οποία σύμφωνα με τον ίδιο καθίσταται «πλέον σαφέστατη ώστε να προάγεται η
πρόληψη και γενικά, η ανώτερη ιεραρχικά διαχείριση και να μειώνεται το
περιβαλλοντικό κόστος».
Σε ό,τι αφορά στον ΕΣΔΑ ο κ. Χιονίδης ζήτησε να γίνει μεγαλύτερη
τεκμηρίωση « σε αυτά που λένε, διότι, είναι παράδοξο, πως προέκυψε μέσα
από αυτήν την μελέτη, ποια παραδοτέα δεν υπάρχουν ακόμα στην μελέτη που
είχε βάλει το ίδιο το Δημόσιο, ώστε να γίνει αυτή η μελέτη. Όταν έχεις
παραγγείλει ένα κοστούμι, δεν μπορείς να το μετατρέψεις σε φουστανέλα
χωρίς να κάνεις διαφορετική στοχοποίηση. Δεν μπορεί, κόβοντας και
ράβοντας μια μελέτη, που παραγγέλθηκε για συγκεκριμένους στόχους με
συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, στις οποίες περιλαμβάνεται και το
δαιμονοποιημένο ΣΔΙΤ. Δεν μπορεί σήμερα να έρθεις με ράψιμο-κόψιμο,
αυτήν την ίδια μελέτη, διότι δεν υπάρχει άλλη μελέτη που ανετέθη.
Υπάρχει επί της μελέτης, παρέμβαση».
«Για εμάς, τα κυρίαρχα ζητήματα ενός νέου εθνικού σχεδιασμού πρέπει να
είναι: Η κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της διαχείρισης των στερεών
αποβλήτων. Η αποκεντρωμένη διαχείριση με διαλογή στην πηγή. Η απόρριψη
των σχεδίων για μεγάλες «φαραωνικού» τύπου εγκαταστάσεις επεξεργασίας
σύμμεικτων απορριμμάτων με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση και την
καύση», τόνισε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων
Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΠΟΕ-ΟΤΑ) Θεμιστοκλής Μπαλασόπουλος, ο
οποίος ζήτησε την αποτροπή με κάθε προσπάθεια κατασκευής των έργων ΣΔΙΤ
και την αναστολή απαγόρευσης πρόσληψης μονίμου προσωπικού στην Τοπική
Αυτοδιοίκηση.
Από την πλευρά του ο Τάσος Κεφαλάς, μέλος της Πρωτοβουλίας Συνεννόησης
για τη διαχείριση των απορριμμάτων (ΠΡΩΤΟΣΥΝΑΤ) λέει όχι στην κεντρική
κατεύθυνση στη διαχείριση απορριμμάτων και στην ενεργειακή καύση :
«Αυτό, λοιπόν, πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι δεν μπορεί η
ενεργειακή αξιοποίηση και η καύση να είναι βασικός πυρήνας, βασική
μέθοδος διαχείρισης. Θα υπάρχουν περιφερειακές δραστηριότητες
ενεργειακής αξιοποίησης μικρής κλίμακας, εκεί που δεν μπορούμε να
κάνουμε άλλα πράγματα, αλλά μέχρις εκεί. Όχι κεντρική κατεύθυνση στη
διαχείριση των απορριμμάτων και ενεργειακή καύση, που εκτός των άλλων
κρατάει σταθερά τις ποσότητες των σύμμεικτων και υποβαθμίζει διαχρονικά
για δεκαετίες την ανακύκλωση και την ανάκληση των υλικών».
Ως πλεονέκτημα βλέπει ο κ. Νίκος Χαραλαμπίδης, γενικός διευθυντής του
Ελληνικού Γραφείου της Greenpeace Ελλάδος, το γεγονός ότι η Ελλάδα
βρίσκεται πίσω σε κάποιους στόχους «μέχρι στιγμής στην Ελλάδα έχουμε
αντιμετωπίσει - έχουμε ταλαιπωρηθεί, με καλούς, μέτριους και κακούς
ΕΣΔΑ, και μέχρι στιγμής έχουν αποτύχει όλοι. Δηλαδή, θα πρέπει να δούμε,
ότι έχουμε κάνει λάθος. Επάνω σε αυτό, ερχόμαστε και λέμε, ότι θα
πρέπει να αξιοποιήσουμε την εμπειρία που έχουμε μέχρι σήμερα και να
δώσουμε πάρα πολύ μεγάλη έμφαση, όχι μόνον στην γενική κατεύθυνση, αλλά
στην αποτελεσματικότητα. Επίσης, αυτό που προσπαθούμε να πούμε, είναι,
ότι το γεγονός, ότι βρισκόμαστε πίσω σε κάποιους στόχους σε σχέση με τις
υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μπορεί να είναι και ένα συγκριτικό
πλεονέκτημα, δεδομένου, ότι μπορούμε να αποφύγουμε τα λάθη που έχουν
γίνει. 'Αρα, μπορούμε να ξεκινήσουμε από εκεί που είναι σήμερα η
εμπειρία και όχι από εκεί που ήταν, πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια».