Ως αισιόδοξοι άνθρωποι που είμαστε και βλέπουμε πάντοτε το μισογεμάτο ποτήρι, κοιτώντας τον κλάδο της αιολικής ενέργειας πιστεύουμε πως σταθεροποιήθηκε. Το 2013, εγκατέστησε 113 MW, δηλαδή όσα περίπου το 2012. Μάλιστα, τα περισσότερα προς το τέλος της χρονιάς. Παράλληλα, αυτήν τη στιγμή εγκαθίστανται ή έχουν συμβολαιοποιηθεί αιολικά πάρκα συνολικής ισχύος πάνω από 100 MW.

Ως αισιόδοξοι άνθρωποι που είμαστε και βλέπουμε πάντοτε το μισογεμάτο ποτήρι, κοιτώντας τον κλάδο της αιολικής ενέργειας πιστεύουμε πως σταθεροποιήθηκε. Το 2013, εγκατέστησε 113 MW, δηλαδή όσα περίπου το 2012. Μάλιστα, τα περισσότερα προς το τέλος της χρονιάς. Παράλληλα, αυτήν τη στιγμή εγκαθίστανται ή έχουν συμβολαιοποιηθεί αιολικά πάρκα συνολικής ισχύος πάνω από 100 MW.

Τα καλά νέα λοιπόν είναι ότι υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο κλάδος ανακάμπτει και ότι έχει τις δυνάμεις να ξεπεράσει την κρίση και -γιατί όχι;- αν δεν του βάλουν και άλλες τρικλοποδιές να επανέλθει ακόμη και στο ρεκόρ ισχύος του 2011.

Άλλωστε, δεδομένης της οικονομικής κρίσης και του γεγονότος ότι τα περισσότερα από τα έτσι κι αλλιώς μειωμένα διαθέσιμα επενδυτικά κεφάλαια των προηγούμενων ετών κατευθύνθηκαν σε φωτοβολταϊκά έργα, όπου η προσδοκία για σαφώς μεγαλύτερες οικονομικές αποδόσεις λειτούργησε σαν «κράχτης», η νέα ισχύς που προστέθηκε πέρσι και φέτος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και ως επιτυχία.

Ωστόσο, υπάρχουν και τα κακά νέα που φυσικά δεν έχουν να κάνουν με το γουρσούζικο «13». Όχι, ο χαρακτηρισμός κακά που συνοδεύεται από την ευχή «να πάει και να μην ξανάρθει» δεν έχει να κάνει με μεταφυσικά φαινόμενα. Έχει να κάνει με γρουσούζικες πολιτικές.

Η αδιάφορη στάση της πολιτείας Έχει να κάνει με τον διαχρονικό αρνητισμό της πολιτείας απέναντι στον εγχώριο θησαυρό που είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), ο οποίος μπορεί να εκκινήσει την πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη. Έχει να κάνει με τους θιασώτες των ορυκτών καυσίμων που ενθαρρυμένοι από τη στάση της κυβέρνησης και με όπλο την υποτιθέμενη φθήνια των βρόμικων πηγών ενέργειας που εκπροσωπούν και την εξίσου υποτιθέμενη ακρίβεια των ΑΠΕ, έχουν περάσει σε επίθεση και ζητάνε και τα ρέστα.

Έχει να κάνει με το ότι τα τελευταία δυο χρόνια αποφάσεις και νομοθετήματα, το ένα μετά το άλλο, ουσιαστικά τρομοκρατούν την ήδη τρομοκρατημένη από την οικονομική κρίση αγορά και επηρεάζουν αρνητικά την ψυχολογία των επενδυτών.

Η απαρχή του κακού

Όταν συνειδητοποιήθηκε -ακόμα και από το ευρύ κοινό- το μέγεθος και η έκταση της κρίσης και το βάρος των μέτρων που θα έπαιρναν οι κυβερνήσεις για να αποκατασταθεί η οικονομική τάξη, πολλοί πίστευαν τότε -και ακόμη πιο πολλοί το πιστεύουν τώρα- πως επειδή τα μέτρα οδηγούσαν σε ύφεση, έπρεπε, παράλληλα με αυτά, να δοθεί κάποια αναπτυξιακή διέξοδος. Άλλωστε είναι απλή λογική, όταν χρωστάς ή περιορίζεις τα έξοδά σου κάτω από τα έσοδά σου για να έχεις πλεόνασμα και να αποπληρώσεις το χρέος σου ή αυξάνεις τα έσοδά σου πάνω από τα έξοδά σου με τον ίδιο σκοπό. Προφανώς είναι ακόμη καλύτερο αν κάνεις και τα δύο.

Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα διάλεξαν το πρώτο και μόνο το πρώτο και του (και μας) έδωσαν να καταλάβει. Μάταια περιμέναμε κάποιο αναπτυξιακό μέτρο, κάποιο ξεκίνημα της ανάπτυξης. Ύφεση και πάλι ύφεση. Και, οφείλω να ομολογήσω, πως την ανάπτυξη τη θέλαμε και την περιμέναμε για ιδιοτελείς σκοπούς: πιστεύαμε ανέκαθεν πως τα έργα ΑΠΕ προσφέρονται, καλύτερα από οτιδήποτε άλλο, για γρήγορη ανάπτυξη, μια και κατασκευάζονται γρήγορα και δημιουργούν θέσεις εργασίας στην περιφέρεια, στον ίδιο τον κλάδο αλλά και σε μια σειρά δορυφορικά επαγγέλματα, στα οποία στηρίζεται η κατασκευή των αιολικών έργων και γιατί είναι έργα που εκμεταλλεύονται τον πιο πλούσιο ενεργειακό πόρο της Ευρώπης, το αιολικό δυναμικό. Επομένως -για εμάς τους αφελείς- ήταν η πιο λογική επιλογή.

Άλλα, όπως είπα, μάταια περιμέναμε. Και δεν έφτανε ότι δεν ήρθε η άνοιξη, πλάκωσε και ο χειμώνας με τα μέτρα «αγάπης» που πήρε η κυβέρνηση.

Με αφορμή το λάθος που έγινε με τα φωτοβολταϊκά, η κυβέρνηση εξαπέλυσε επίθεση σε όλες τις ΑΠΕ. Ομολογώντας το λάθος της υπερενίσχυσης των πρώτων φωτοβολταϊκών έργων, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό δεν είναι λάθος της φωτοβολταϊκής τεχνολογίας αλλά λάθος διαχείρισης του προβλήματος από την κυβέρνηση. Η ειρωνεία είναι πως ποινολογούμαστε όλοι για κάτι το καταρχήν θετικό: την κατακόρυφη μείωση του κόστους εξοπλισμού των φωτοβολταϊκών.

Πρέπει να αποτελεί ρεκόρ ταχύτερης μείωσης κόστους εξοπλισμού (Σχήμα 1). Και σε αυτό η κυβέρνησή μας δεν είναι μοναδική, αλλά είναι στην εκλεκτή συντροφιά πολλών κυβερνήσεων που είναι ένοχες του ίδιου σφάλματος: της καθυστερημένης λήψης διορθωτικών μέτρων, ώστε οι εγγυημένες τιμές να παρακολουθούν από κοντά τη μείωση του κόστους εξοπλισμού. Ακόμη και η Γερμανία έπεσε κάπως έξω. Κάπως, όμως. Εκεί φρόντισαν να ακολουθήσουν τις πτωτικές τάσεις του εξοπλισμού πιο στενά.

Η κυβέρνηση εδώ όμως, θέλετε λόγω της οικονομικής κρίσης, θέλετε λόγω της καταπιεστικής τρόικας, θέλετε που είμαστε λίγο αποκομμένοι γεωγραφικά, άργησε να ξυπνήσει. Όταν όμως ξύπνησε και είδε τον ΛΑΓΗΕ με ένα έλλειμμα, «τόοοσο» με το συμπάθειο, τα πήρε στο συλλογικό της κρανίο και άρχισε να πυροβολεί τα φωτοβολταϊκά και τις συγγενείς δυνάμεις. Έτσι άρχισε το κακό, που τελειωμό δεν έχει.

Στο ναδίρ η επενδυτική ψυχολογία

Και το πρόβλημα εδράζεται σε ένα και μοναδικό σημείο. Τα μέτρα που ελήφθησαν και αυτά που πρόκειται να ληφθούν κάνουν μεγαλύτερη ζημιά στην επενδυτική ψυχολογία από ό,τι στην οικονομική απόδοση των έργων. Ενώ δηλαδή υπάρχουν πολλά έργα που είναι οικονομικά βιώσιμα και ώριμα προς υλοποίηση, η κυβέρνηση φροντίζει να επιτίθεται στην ψυχολογία των επενδυτών με τις σπασμωδικές της αποφάσεις και τις καθυστερήσεις της.

Έτσι από τη μια, έχοντας ένα από τα υψηλότερα αιολικά δυναμικά της Ευρώπης, έχοντας υψηλότατου επιπέδου επιστημονικό και τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό (με ένα ΚΑΠΕ που ανταγωνίζεται στα ίσα τα αντίστοιχα των χωρών της Β. Ευρώπης, και ευχόμαστε να αφεθεί να συνεχίσει να το κάνει για πολλές δεκαετίες ακόμη) και έχοντας τα καλύτερα αιολικά έργα της Ευρώπης, μάλιστα σχεδιασμένα και έτοιμα για κατασκευή, προσελκύεις επενδυτικά κεφάλαια σε μια δύσκολη για τη χώρα εποχή. Όμως, από την άλλη, με αψυχολόγητες και ακατανόητες κυβερνητικές αποφάσεις αλλά και με «μη αποφάσεις», φροντίζεις να τα διώξεις. Και η προβλέψιμη πολιτική επωδός: φυσικά κατηγορείς άλλους ότι διώχνουν τους επενδυτές.

Θυμίζω, μια και είναι ένα είδος ανασκόπησης της χρονιάς που πέρασε, ότι ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του πυκνά συχνά δηλώνουν στα ταξίδια τους στο εξωτερικό ότι προσκαλούν επενδύτες στη χώρα. Αλλά δεν συμπεριφέρονται στην πράξη ανάλογα σε όσους επενδυτές είναι ήδη εδώ και έχουν επενδύσει στη χώρα, δίνοντας στην πράξη ψήφο εμπιστοσύνης.

Το αστείο είναι ότι αν πετύχεις τους πολιτικούς μας σε χαλαρή συζήτηση, φαντάζομαι πως θα υπερθεμάτιζαν για τη σημασία των σταθερών επενδυτικών κανόνων και της διατήρησης της ψυχολογίας της αγοράς και των επενδυτών. Δάσκαλε που δίδασκες…

Εμείς μένουμε εδώ…

Εμείς όμως αντίθετα με τους ξένους δεν έχουμε πού αλλού να πάμε. Γι’ αυτό μένουμε εδώ και παλεύουμε, και θα παλέψουμε γιατί πιστεύουμε και αγαπάμε αυτό που κάνουμε και είμαστε αισιόδοξοι ότι θα τα καταφέρουμε να διατηρήσουμε και να φέρουμε νέες επενδύσεις στη χώρα.

Γιατί τώρα μας προκύπτει μια θαυμάσια όσο ανέλπιστη δυνατότητα με τη συζήτηση και απόφαση στην ΕΕ για δεσμευτικούς στόχους ΑΠΕ για το 2030, να πέφτει επί ελληνικής προεδρίας.

Αν το έβλεπα μεταφυσικά, θα έλεγα πως ο Θεός της Ελλάδος φρόντισε γι’ αυτήν την ανέλπιστη συγκυρία. Δεν είναι έτσι όμως και για αυτό πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτήν τη μοναδική ευκαιρία και όχι να περιμένουμε πότε θα μας στείλει κάποια καλύτερη.

Oι δεσμευτικοί στόχοι που τέθηκαν την προηγούμενη δεκαετία στον πυρήνα των πολιτικών της ΕΕ εκτόξευσαν την ανάπτυξη των ΑΠΕ και χάρη σε αυτές τις πολιτικές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ηγούνται παγκοσμίως στην τεχνολογία αιολικής ενέργειας και έχουν ηγετικό μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς, και ο κλάδος της αιολικής ενέργειας αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς εξαγωγικούς κλάδους της Ευρώπης (Σχήμα 2).

Ήδη το 21% της ηλεκτρικής της ενέργειας της ΕΕ παράγεται σήμερα από ΑΠΕ, με το 6,3% να προέρχεται από εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας. Το 2020, τα αντίστοιχα νούμερα θα είναι 34% και 14% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.

Η συνταγή, για να συνεχιστεί η θετική αυτή πορεία και να συνεχίσει η ΕΕ να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αιολική ενέργεια και να παραμείνει παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη, είναι πάρα πολύ απλή και γνωστή και εφαρμοσμένη ήδη με επιτυχία: Είναι η υιοθέτηση φιλόδοξων και δεσμευτικών στόχων για τις ΑΠΕ για το 2030, οι οποίοι πρέπει να αποτελέσουν τον ακρογωνιαίο λίθο του νέου νομοθετικού πλαισίου της ΕΕ για μετά το 2020.

Ένα «χατ τρικ» στόχων

Η υιοθέτηση από πλευρά Ευρωπαϊκής Ένωσης τριών δεσμευτικών στόχων για το 2030, δηλαδή:
1.Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,
2.Εξοικονόμηση ενέργειας,
3.Μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα,

είναι καταρχάς απαραίτητη για την επίτευξη ασφάλειας ενεργειακού σχεδιασμού, για την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ και την αποφυγή των χειρότερων επιπτώσεων των κλιματικών αλλαγών.

Oι φιλόδοξοι και δεσμευτικοί στόχοι ΑΠΕ για το 2030 θα προσφέρουν μακροχρόνια επενδυτική ορατότητα και θα παρέχουν στη βιομηχανία και στους επενδυτές τη βεβαιότητα και την ασφάλεια που απαιτείται, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι αναγκαίες επενδύσεις οι οποίες με τη σειρά τους μέσω οικονομιών κλίμακας θα οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση του κόστους των τεχνολογιών, ιδίως της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, ενώ θα δημιουργήσουν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας (Σχήμα 3).

Ήδη στο διάστημα 2007-2010, στα χρόνια της κρίσης δηλαδή, η αιολική ενέργεια ήταν ένας από τους λίγους κλάδους που είχε θετικό πρόσημο σε θέσεις εργασίας και ευρωπαϊκό ΑΕΠ, μέσα σε μια οικονομία που κατέρρεε. Γι’ αυτό ως κλάδος, ευρωπαϊκά και εθνικά, είμαστε πεπεισμένοι ότι η απάντηση είναι η συμφωνία «χατ τρικ» των τριών φιλόδοξων στόχων, γιατί αυτή είναι η μόνη αναπτυξιακή λύση.

Άλλωστε, το 2050 είναι μόλις έναν επενδυτικό κύκλο μακριά. Τα ενεργειακά έργα είναι έργα με διάρκεια ζωής μερικών δεκαετιών. Επομένως, αν τώρα δεν παρθούν οι σωστές αποφάσεις και δεν κατασκευαστούν τα σωστά έργα και οι απαραίτητες υποδομές, η πολιτική δέσμευση των ηγετών της Ευρώπης για μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 85-90% το 2050 δεν θα είναι εφικτή. Και μαζί της και η αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών.

Αν τώρα δεν επενδύσουμε σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά επιμείνουμε σε ορυκτά καύσιμα, υποθηκεύουμε ανεπανόρθωτα το μέλλον μας.

Η χρυσή ευκαιρία

Με αυτά δεδομένα, η Ελλάδα έχει την τύχη να βρίσκεται στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το κρίσιμο εξάμηνο στο οποίο η ΕΕ θα αποφασίσει (Μάρτιος 2014) για το καθοριστικής σημασίας ζήτημα των δεσμευτικών στόχων ΑΠΕ για το 2030. Πιστεύουμε πως είναι αυτονόητο πως η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να πετύχει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα για τη χώρα.

Η ελληνική προεδρία καταρχάς θα πρέπει να βάλει στην άκρη την εθνική ασθένεια: τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα και τους στόχους. Αυτό γνωρίζουμε ότι ίσως είναι το δυσκολότερο για έλληνες πολιτικούς. Διαχρονικά, παρά τη ρητορική τους για το αντίθετο, ο ορίζοντάς τους είναι απελπιστικά μικρός για λόγους γνωστούς σε όλους μας, που άλλωστε είναι και μια από τις σοβαρότερες αιτίες της κρίσης που περνάει η χώρα.

Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της. Εφικτό;

Oμολογώ, δεν γνωρίζω. Αν όμως το πραγματοποιήσει, θα μείνει στην ιστορία γιατί η ιστορία καταγράφει και ξεχωρίζει όσους βλέπουν μακριά. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παλέψει ώστε η συμφωνία που θα πετύχει να είναι η καλύτερη δυνατή για την Ελλάδα της κρίσης αλλά και για την Ευρώπη, μακροπρόθεσμα. Αυτή είναι η μαγική λέξη, μακροπρόθεσμα.

Όλοι, ακόμη και οι σκεπτικιστές των κλιματικών αλλαγών, ακόμη και οι αρνητές των ΑΠΕ, συμφωνούν πως το μέλλον γράφεται με ΑΠΕ. Γνωρίζουν πως για να υπάρχει βιώσιμο μέλλον πρέπει να στραφούμε σε αειφόρες πηγές ενέργειας, αργά ή γρήγορα. Εκεί είναι η δική μας ένσταση. Δεν έχουμε πια την πολυτέλεια της αργοπορίας. Επομένως, δεν πρέπει να υποθηκευτεί το μέλλον με σημερινές αποφάσεις που θα εμποδίσουν τη μετάβαση στην κοινωνία μηδενικού ή έστω χαμηλού άνθρακα. Γιατί πρέπει να γίνει αντιληπτό πως σήμερα νέες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα ουσιαστικά υποκαθιστούν αναγκαίες επενδύσεις σε ΑΠΕ και υπονομεύουν τη μετάβαση σε μια κοινωνία καθαρής ενέργειας και την ουσιαστική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Η κυβέρνηση πρέπει παράλληλα να αδράξει αυτήν τη χρυσή ευκαιρία και να πετύχει παράπλευρα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τη χώρα μας. Πρέπει να αποσπάσει στις διαπραγματεύσεις δεσμεύσεις για την ενίσχυση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τις διασυνδέσεις των νησιών μας. Αν το πετύχει αυτό, θα απελευθερώσει ένα μοναδικό αναπτυξιακό δυναμικό, έναν φυσικό, ανθρώπινο και οικονομικό πλούτο που θα προσφέρει στη χώρα διέξοδο από την οικονομική κρίση και θα δώσει επιτέλους προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και αποκατάστασης της τσακισμένης κοινωνικής ομαλότητας.

Σαν χώρα έχουμε δει δεκάδες ευκαιρίες να χάνονται. Αυτή, απλά, δεν έχουμε την πολυτέλεια να πάει χαμένη.

* O Γιάννης Τσιπουρίδης είναι πρόεδρος του ΔΣ της ΕΛΕΤΑΕΝ