Για
την επιβίωση και ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας κυρίαρχο ζήτημα δεν
αποτελούν μόνον οι χρεώσεις της ΔΕΗ. Πρώτιστα, εκείνο που την απασχολεί είναι η
επαχθής φορολογία που έχει επιβληθεί στα ενεργειακά προϊόντα, σε αντίθεση με
ό,τι ισχύει στο διεθνή ανταγωνισμό, με συνέπεια να διακυβεύεται το μέλλον της.
Όταν αναγκάζεται να περιστείλει την παραγωγή της, είναι εύλογο να μειώνονται τα
έσοδα της, άρα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει και είσπραξη φόρων.
Την
άποψη αυτή εκφράζουν στο
energia εκπρόσωποι των ενεργοβόρων
βιομηχανιών, σχολιάζοντας την απόφαση της ΡΑΕ που δικαιώνει τη Χαλυβουργία
Ελλάδος και ανοίγει το δρόμο για την υπογραφή εξατομικευμένων συμβάσεων με τους
πελάτες υψηλής και μέσης τάσης της ΔΕΗ. Οι ίδιες πηγές υποδέχονται με
συγκρατημένη αισιοδοξία τη συγκεκριμένη απόφαση, επισημαίνοντας ότι δεν είναι η
πρώτη φορά που επεμβαίνει η Ρυθμιστική Αρχή για το θέμα αυτό. Το έχει κάνει
επανειλημμένα ως τώρα, με τη ΔΕΗ να μην συμμορφώνεται. Υπό αυτή την έννοια
θεωρούν ότι μόνον όταν θα έχουν υπογραφεί συμβάσεις με κάθε ένα μεγάλο
καταναλωτή ηλεκτρισμού θα μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι έχουν εφαρμοσθεί οι
αρχές της σωστής τιμολόγησης για τη βιομηχανία. Σε αυτή τη φάση συνεχίζονται οι
διαπραγματεύσεις με κάθε έναν μεγάλο πελάτη και τη ΔΕΗ χωρίς να υπάρχει
κατάληξη.
Τι λέει η
ΕΒΙΚΕΝ
Το
θέμα αυτό έθιξε και ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ Κωνσταντίνος Κουκλέλης, μιλώντας στην
ημερίδα που διοργάνωσε το ΙΕΝΕ σε συνεργασία με το Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής
Πολιτικής, ο οποίος μάλιστα διατύπωσε ενδιαφέρουσες και συγκεκριμένες προτάσεις
για τη συμμετοχή της βιομηχανίας σε ενεργειακές επενδύσεις. Εάν εξασφαλιστούν,
είπε, το ανταγωνιστικό κόστος και η διασφάλιση μακροχρόνιας πρόβλεψης για την
εξέλιξη του, τότε η βιομηχανία θα μπορούσε να επενδύσει σε νέες λιγνιτικές και
λιθανθρακικές μονάδες, καθώς και στον εκσυγχρονισμό των παλαιών λιγνιτικών
μονάδων.
Ο
πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ υπογράμμισε απερίφραστα ότι η Ελλάδα έχει χάσει το όποιο
ανταγωνιστικό πλεονέκτημα διέθετε στον τομέα της ενέργειας, με άμεσες
επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. Ο ίδιος τόνισε ότι οι
επιλογές που θα γίνουν το επόμενο διάστημα στον ενεργειακό τομέα θα καθορίσουν
αποφασιστικά το μέλλον όχι μόνον της βιομηχανικής βάσης, αλλά και της ίδιας της
οικονομίας της χώρας.
Η
ελληνική βιομηχανία, σύμφωνα με τον κ. Κουκλέλη, αποτελεί πυλώνα της εθνικής
οικονομίας και σημαντικό παράγοντα της ενεργειακής αγοράς. Στοιχειοθετώντας τη
θέση αυτή ο ίδιος ανέφερε ότι η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος από τη βιομηχανία
αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα τόσο για τον παραγωγό, όσο και για το
σύστημα. Γιατί έχει 24ωρη λειτουργία (η μη σιδηρούχος μεταλλουργία), ή μεγάλα
φορτία στη νυχτερινή ζώνη και μικρά την ημέρα (η χαλυβουργία), που επιτρέπουν
στις μονάδες βάσης να λειτουργούν με καλούς βαθμούς απόδοσης την ημέρα και να
εξασφαλίζεται η λειτουργία τους στα τεχνικά ελάχιστα τη νύκτα.
Ο
κ. Κουκλέλης τάχθηκε υπέρ της πρόσβασης προμηθευτών και μεγάλων βιομηχανικών
καταναλωτών στις ανταγωνιστικές πηγές ενέργειας, υπέδειξε την ανάγκη ανάπτυξης
των εθνικών δικτύων και της διασύνδεσης με τα νησιά και ζήτησε να δοθεί στη
βιομηχανία η δυνατότητα απευθείας εισαγωγών ηλεκτρισμού από τις γειτονικές
χώρες. Ακόμη, υπογράμμισε ότι θα πρέπει να αρθούν οι στρεβλώσεις που έχουν να κάνουν
με τους Κώδικες και να εφαρμοσθεί ένα νέο μοντέλο στην αγορά, που να καταργεί
το
pool.
Επικριτικός
ήταν, όμως, και για την πράσινη ανάπτυξη, οι πολιτικές για την οποία, όπως
είπε, χρειάζεται να επαναπροσδιορισθούν, υπό το φως της σημερινής βαθιάς οικονομικής
κρίσης.
«Μήπως
ήρθε η ώρα να επαναδιαπραγματευθεί η Ελλάδα τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στον
τομέα της κλιματικής αλλαγής»;, διερωτήθηκε. Με το σκεπτικό αυτό πρότεινε η
ανάπτυξη των ΑΠΕ να περιορισθεί μόνον στις ώριμες τεχνολογίες που δεν απαιτούν
κρατική ενίσχυση, αλλά αντίθετα επιτυγχάνουν κόστος παραγωγής που τους
επιτρέπει να πωλούν στο Σύστημα χωρίς ενίσχυση.
Σε
ό,τι αφορά το μηχανισμό δικαιωμάτων ρύπων ο κ. Κουκλέλης το χαρακτήρισε απειλή
για τη βιομηχανία και πρότεινε στη νέα κυβέρνηση που θα αναλάβει να
επαναδιαπραγματευθεί την εξαίρεση της χώρας, ώστε να μην υποχρεωθεί από
1/1/2013 στην εφαρμογή του συγκεκριμένου μηχανισμού. Το ίδιο πέτυχαν, όπως
είπε, 10 νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. με χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων, που δεν θα
υπερβαίνουν το 70% των πραγματικών εκπομπών του 2013 και που σταδιακά θα
μειωθούν και θα μηδενιστούν ως το 2020. Αν δεν γίνει αυτό, είπε ο πρόεδρος της
ΕΒΙΚΕΝ, θα μπορούσε η Ελλάδα να θεσμοθετήσει τη χρηματοδότηση από το
carbon
leakage από το Πράσινο Ταμείο.